Μετά την 2η στην ουσία πρεμιέρα μας, αυτή την φορά εντός Αθηνών, καθώς η πρώτη έγινε στην Κοζάνη, μπορώ να πω πως η ελεύθερη διασκευή του Ανδρέα Φλουράκη, Αμλετ*, βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, σε συνδυασμό με την σκηνοθετική προσέγγιση της Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη, καταφέρνει να φέρει στο σήμερα το κλασικό έργο και να κάνει τον θεατή να συνδεθεί και να προβληματιστεί τόσο γενικά, όσο και με επίκαιρα ζητήματα.

Μεταφερόμαστε λοιπόν σε μια σύγχρονη εκδοχή του Αμλετ και τοποθετούμαστε απο τα ανάκτορα της Δανίας, στην σύγχρονη Δανία σε ένα άκρως εταιρικό περιβάλλον μιας πολυεθνικής εταιρείας. Το έργο ξεκινάει με ένα χαρμόσυνο γεγονός, τον γάμο της μητέρας του Άμλετ με τον συνέταιρο και φίλο του πατέρα του Αμλετ, Κλαύδιο, μόλις δύο μήνες μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο οποίος θάνατος στην εξέλιξη της ιστορίας μαθαίνουμε πως δεν ήταν τυχαίος. Επομένως ο Άμλετ δεν έχει να διαχειριστεί μόνο τον θάνατο του πατέρα του και τον γάμο της μητέρας του με τον Κλαύδιο, αλλά και το ότι ο πατέρας του δολοφονήθηκε για να καλυφθούν εγκλήματα στα οποία εμπλεκόταν η κατασκευαστική τους εταιρία.

Η μεταγραφή αλλά και η παράσταση με αναφορές σε επίκαιρα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα, παίρνει θέση, φωτίζοντας παράλληλα διαχρονικά ερωτήματα το έργου. Μια πάλη ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, στο ηθικό και το ανήθικο, στην λογική και στην τρέλα. Το αμοραλιστικό στοιχείο είναι έντονο σε μια εποχή που κατά την γνώμη μου η ανθρωπιά έχει αρχίσει να εκλείπει. Ευτυχώς, σιγά-σιγά φαίνεται να υπάρχει κάποιο φως! Άλλωστε για να υπάρξει το σκοτάδι χρειάζεται το φως, και το αντίστροφο.

Όλα τα στοιχεία της παράστασης, σκηνοθετικά, υποκριτικά, κινησιολογικά, μουσικά, φωτιστικά, ενδυματολογικά και σκηνογραφικά, έχουν μια κινηματογραφική αίσθηση, επικρατεί το ψυχρό, το γραμμικό και το φαινομενικά ρεαλιστικό, το οποίο όμως έρχεται να σπάσει από διάφορα παραξενίσματα που εισβάλλουν, τα οποία μπορεί να προέρχονται από οποιαδήποτε από τα παραπάνω στοιχεία. Το ρεαλιστικό συναντάει το μεταφυσικό και αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτή την έκφραση, την παραμόρφωση της πραγματικότητας.

Στόχος νομίζω όλων μας ήταν όχι μόνο να αναδείξουμε τα πανανθρώπινα ερωτήματα που θέτει το κλασικό έργο και είναι και ο πυρήνας της μεταγραφής, αλλά να αναδειχθούν και τα ερωτήματα που βάζουμε σήμερα, τώρα. Ερωτήματα που πρέπει να θέτουμε καθημερινά στον εαυτό μας σε μια εποχή όπου συμβαίνουν τέρατα: σε μια εποχή όπου το ανήθικο νομιμοποιείται. Είναι ερωτήματα που οφείλουμε να βάζουμε και να μην γυρνάμε το κεφάλι και το βλέμμα από την άλλη πλευρά. Δυστυχώς ο άνθρωπος είναι ένα ον που ξεχνάει εύκολα και καλό είναι κάποια πράγματα να μην τα ξεχνάμε, να παραμένουν στην θύμηση μας και να παλεύουμε για αυτά. Θα κλείσω με έναν στίχο της Κατερίνας Γώγου που το έχει πει καλύτερα από το πως θα μπορούσα να το εκφράσω εγώ «…Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος…».