Όταν ο εκ Φουρνά των Αγράφων ιερομόναχος και ζωγράφος Διονύσιος συνέγραφε την Ερμηνεία  των ζωγράφων ως προς την εκκλησιαστικήν ζωγραφίαν (1730-1734), αλλά και όταν ο εκ Ζακύνθου ζωγράφος Παναγιώτης Δοξαράς συνέγραφε το Περί  Ζωγραφίας δοκίμιό του (1726), ουδέποτε είχαν φαντασθεί –με τη σεμνότητα που τους διέκρινε– ότι στρατιές αγιογράφων, λογίων και αυτοδίδακτων, θα ακολουθούσαν τις συμβουλές τους σε όλη τη νότια Βαλκανική έως τις ημέρες μας.

Διαχειριζόμενοι τις μεταβυζαντινές εικόνες της Συλλογής Βελιμέζη στο, με τη συνεργασία του Μουσείου Μπενάκη και υπό την καθοδήγηση του διευθυντού του Καθηγητή Άγγελου Δεληβορριά, Πρόγραμμα Εργασιών εντοπισμού-συντήρησης-τεκμηρίωσης-μελέτης-καταλογογράφησης και εντέλει δημοσιοποίησής τους, γνωρίσαμε ανθίβολα από τις Συλλογές του και, ιδιαίτερα εκείνο της Παναγίας Γαλακτοτροφούσας (Αρ. Ευρ. 33151), που αντιστοιχεί στην ομότιτλη εικόνα της Συλλογής Βελιμέζη (Aρ. Επιστημονικού Καταλόγου 61). Στην Έκθεση και στο τμήμα της για τα Εκπαιδευτικά Προγράμματα, παρουσιάζουμε σχετικό κείμενο της Καθηγήτριας κυρίας Μαρίας Βασιλάκη. Την περίοδο 1989-1995 ανακαλύψαμε τα ανθίβολα και τα σχέδια εργασίας του ζωγράφου-αγιογράφου Στέφανου Αλμαλιώτη (1910-1987) και, σχεδόν ταυτοχρόνως, τα ανθίβολα από τους Χιονιάδες. Τα τελευταία εμπιστευθήκαμε στις διακεκριμένες ερευνήτριες και βυζαντινολόγους κυρίες Ανδρομάχη Κατσελάκη και Μαρία Νάνου, οι οποίες αμέσως εξετίμησαν τη σημασία και το ερευνητικό τους ενδιαφέρον. Ήταν τώρα η σειρά τους, μελετώντας τα, να προβούν σε επιστημονικές τεκμηριώσεις, ταυτίσεις και παραλληλισμούς, μετά από επισκέψεις σε ικανό αριθμό εκκλησιών και μονών στη βόρεια και τη βορειοδυτική Ήπειρο. Ο εντοπισμός μιας μεγάλης και σημαντικής σειράς ανθιβόλων του Φώτη Κόντογλου (1895-1965), καθώς και του αρχείου με τα ανθίβολα του Κωνσταντίνου Αρτέμη (1878-1972), αποτέλεσαν για την Ομάδα μας συγκινητικές αφετηρίες για περαιτέρω έρευνες, με στόχο να ανακαλύψουμε και να γνωστοποιήσουμε στους ειδικούς, αλλά και στο ευρύτερο κοινό, κρυμμένους ή αγνοούμενους «θησαυρούς» από σχέδια με κάρβουνο, μολύβι, σινική, υδατοχρώματα και σε επιφάνειες χαρτιού διαφόρων τύπων –χαρτόνι, hardboard, ριζόχαρτο, φωτοτυπίες αμμωνίας, bloc εργαστηρίων κ.ά. Σημαντικό υλικό από τα αρχεία των Αγήνορα Αστεριάδη (1898-1977), Νίκου Εγγονόπουλου (1907-1985), Πολύκλειτου Ρέγκου (1903-1984), Αναστάσιου Λουκίδη (1884-1972), Ράλλη Κοψίδη (1929-2010) και Γιάννη Καρούσου (1937-2013), μελετάται από ειδικούς επιστήμονες και θα αποτελέσει αντικείμενο ιδιαίτερης προβολής και παρουσίας.

Τώρα, στην Ύδρα, μετά από πρόσκληση του Ιστορικού Αρχείου-Μουσείου Ύδρας, το οποίο φέτος εορτάζει τα είκοσι πέντε χρόνια της τόσο επιτυχημένης, υπό τη διεύθυνση της δραστήριας κ. Κωνσταντίνας Αδαμοπούλου λειτουργίας του, αποτολμούμε να παρουσιάσουμε ένα μικρό, αλλά αντιπροσωπευτικό, δείγμα από το αποθησαυρισμένο υλικό για το οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω, στο πλαίσιο των ημερών του Θείου Πάθους. Στην απόφασή μας αυτή καθοριστική ήταν και η από το 2009 προτροπή του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Κ.κ. Ιερωνύμου προς τους επιστήμονες «ν’ ασχοληθούν περαιτέρω με τη μελέτη των Ανθιβόλων και των Εικόνων της Ορθόδοξης Χριστιανικής λατρείας, ώστε να υπάρξει συνέχεια στην ιερή αυτή παράδοση».

Το ίδιο σημείωνε και ο σημερινός Πρωθυπουργός –Υπουργός Πολιτισμού τον Ιούλιο του 2009– στον δικό του χαιρετισμό για την πρώτη έκδοσή μας για τα ανθίβολα: «…Μας αποκαλύπτει ακόμα τον πλούτο που κουβαλάει η λαϊκή τέχνη μέσα από τους αιώνες, από στοιχεία που μετασχηματίζονται από εποχή σε εποχή χωρίς να κόβεται ο ομφάλιος λώρος που τα συνδέει μεταξύ τους αλλά και με προγενέστερες εποχές. Ένας πολιτισμός τελικά είναι δύο πράγματα: Η συνέχεια και η εξέλιξή του. Και μέσα από τα «Ανθίβολα των Χιονιάδων» προκύπτει και η συνέχεια και η εξέλιξη του ελληνικού εικαστικού τρόπου στους τρεις τελευταίους αιώνες…».


Το Ιστορικό Αρχείο – Μουσείο Ύδρας  παρουσιάζει την έκθεση Ἀνθίβολα ἐκ τοῦ νεσπέρου φωτός – Σχέδια για εικόνες και εκκλησίες από τους Χιονιάδες στην Ύδρα, από 12 Απριλίου έως 29 Ιουνίου 2014.