Σε διάλεξή του στο Πανεπιστήμιο του Τίλμπουργκ, ο Τζωρτζ Στάινερ υποστήριξε πως μολονότι είναι φυσικό κάθε γενιά να νιώθει ότι η εποχή της φέρει έντονα τα σημάδια της πτώσης και της παρακμής….

η σημερινή επιβεβαιώνει τελεσίδικα αυτό το αίσθημα: οι βαρβαρότητες και οι ωμότητες του 20ου αιώνα ήταν τόσο ακραίες και πέρα από κάθε ιστορικό προηγούμενο (με κορυφαίο γεγονός το Ολοκαύτωμα) ώστε η ευρωπαϊκή σκέψη να μην είναι πια σε θέση να ανακάμψει. Το τέλος του ευρωπαϊκού πολιτισμού είναι πια αναπόφευκτο. Οι δυσοίωνες διαπιστώσεις του Στάινερ, θυμίζουν, βέβαια, άλλες παρόμοιες που έχουν διατυπωθεί επανειλημμένα στο παρελθόν από δεκάδες ποιητές και φιλοσόφους. Ο ίδιος τις θεωρεί «αντικειμενικά έγκυρες»• όμως ποιος μπορεί να ορίσει με βεβαιότητα τι είναι «αντικειμενικά έγκυρο» στον χώρο της τέχνης (και των ανθρωπιστικών επιστημών εν γένει); Η άποψη του Μίλτον, για παράδειγμα, ότι ο Σαίξπηρ ήταν κατώτερος του Σοφοκλή, ή του Έντμουντ Γουίλσον, ότι η ποίηση μετά τον Γέητς είναι μία τέχνη προορισμένη να πεθάνει, δεν είναι παρά μια συγκεκριμένη άποψη εκπορευόμενη από ένα εντελώς προσωπικό, αξιολογικό σύστημα. Σήμερα οι πάντες ευαγγελίζονται το τέλος των πάντων. Βιβλία με τίτλους όπως Ο θάνατος της λογοτεχνίας ή Το τέλος της τέχνης, είναι κοινός τόπος. Ωστόσο ακόμη κι αν ισχυριστεί κανείς (όπως ο Στάινερ) ότι ζούμε στις σκοτεινότερες των εποχών, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι οι δημιουργικές δυνατότητες της φαντασίας δεν συναρτώνται προς τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις. Ο θάνατος ενός θεού, όσο πραγματικός κι αν είναι, δεν ισοδυναμεί με τον θάνατο των Μουσών. Μπορεί οι σφαγές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου να έκαναν τον Ντυσάν να αναφωνήσει το περίφημο: «C’ est fini la peinture», αλλά όλοι γνωρίζουμε ότι ούτε ο ίδιος σταμάτησε να ζωγραφίζει, ούτε φυσικά η ζωγραφική έσβησε μαζί με τα εκατομμύρια των θυμάτων του πολέμου. Ο Πικάσο, ο Μιρό, ή ο Κλέε  συνέχισαν να δημιουργούν και σε εποχές ακόμη πιο βάρβαρες.

Πριν από ενάμιση αιώνα ο Μάθιου Άρνολντ στο Κουλτούρα και αναρχία προέβλεπε το τέλος του ευρωπαϊκού πνεύματος τη στιγμή που ο Σταντάλ, ο Φλωμπέρ, ο Ντοστογιέφσκι και ο Μπωντλαίρ έγραφαν μερικές από τις καλύτερες και ανθεκτικότερες σελίδες τους. Ο Σανταγιάνα αποδοκίμαζε τη «βάρβαρη ποίηση» της εποχής του στο πρόσωπο των «ατάλαντων Μπράουνινγκ και Γουίτμαν», ενώ ο Σπένγκλερ και ο Νίτσε έψαλλαν τον επικήδειο στον δυτικό πολιτισμό. Η Δύση ωστόσο όχι μόνο δεν παρήκμασε (όπως εκείνοι μάλλον εύχονταν) αλλά κατόρθωσε μέσα από τα έργα του Μαν, του Προυστ, του Τζόυς, του Κάφκα, του Μπέκετ, θεματοποιώντας την παρακμή, να μετατρέψει την «έρημη χώρα» της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας σε τόπο ανθηρό. Ο πολιτισμός που ο Έλιοτ και ο Πάουντ καταδίκασαν ως «μπαλωμένο» άντεξε και καρποφόρησε πάλι στην ποίηση ενός Ώντεν, ενός Χέρμπερτ, ενός Μπρόντσκυ, ενός Άσμπερυ.

Το μόνο πράγμα που είναι «αντικειμενικά έγκυρο» είναι το δικό μας τέλος. Αυτό όμως, ευτυχώς, δεν συνεπάγεται το τέλος του πολιτισμού μας. Αν και ο Στάινερ μοιάζει να αδυνατεί να τις διακρίνει, οι Μούσες είναι ακόμη εδώ.

Info:

Ο Χάρης Βλαβιανός γεννήθηκε στη Ρώμη το 1957. Σπούδασε Οικονομικά και Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ και Πολιτική Θεωρία και Ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Έχει εκδώσει δέκα ποιητικές συλλογές, με πιο πρόσφατες τις Διακοπές στην πραγματικότητα (2009)  [Βραβείο του περιοδικού Διαβάζω 2010] και τα Σονέτα της συμφοράς (2011), καθώς και τρεις συλλογές δοκιμίων. Έχει μεταφράσει έργα κορυφαίων Αμερικανών και Ευρωπαίων ποιητών. Διδάσκει Ιστορία και Πολιτική Θεωρία στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος και δημιουργική γραφή στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕBI).