Το όνομα του Βασίλη Μπογάκου έχει συνδεθεί με τη γενιά της μεταπολεμικής νεωτερικότητας στην Ελλάδα, με τους αρχιτέκτονες εκείνους που επιχείρησαν να μεταφέρουν σε μια χώρα της ευρωπαϊκής περιφέρειας τους ιδεολογικούς, τεχνολογικούς και μορφολογικούς κώδικες του δυτικού μοντερνισμού, τους αισιόδοξους και δυναμικούς συμβολισμούς τους.

Διακρίθηκε σε νεαρότατη ηλικία, μέσα από σημαντικές συνεργασίες, σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς και αργότερα κατόρθωσε να διατυπώσει ένα προσωπικό γραφιστικό αρχιτεκτονικό κώδικα, βασισμένο στην εξαιρετική ικανότητά του ως designer, που εφάρμοσε σε ποικίλα πεδία αρχιτεκτονικού σχεδιασμού.

Η αρχιτεκτονική του Μπογάκου χαρακτηρίζεται από αναζητήσεις και πειραματισμούς, από συγκλίσεις και αποκλίσεις από το διεθνιστικό κανόνα. Δίπλα σε έργα, στα οποία οι διεθνιστικοί συντακτικοί κώδικες κυριαρχούν, όπως το σχολικό συγκρότημα στην Αγ. Παρασκευή, συναντάμε μελέτες και υλοποιήσεις που επιλέγουν την υλικότητα του μπρουταλιστικού ύφους, όπως η καπναποθήκη της Θεσσαλονίκης ή την ευαίσθητη ένταξη στο παραδοσιακό περιβάλλον, όπως το κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στη Δημητσάνα, ή αντίθετα την τεχνολογική εκφραστικότητα, όπως ο σταθμός βενζίνης της Esso Pappas.

Οι προαστιακές πολυκατοικίες που σχεδίασε και υλοποίησε στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 στο Ψυχικό και τη Φιλοθέη πετυχαίνουν να εγγράψουν ένα ιδιαίτερο στίγμα, δημιουργώντας σχεδιαστικά πρότυπα.

Σχεδιάζοντας τις κατόψεις με άψογη γεωμετρική αφαίρεση, ο Μπογάκος δίνει ταυτόχρονα, όπως γράφει στην εισαγωγή του ο François Loyer, στην επιφάνεια του τοίχου «τη δική της δόνηση – μέχρι το σημείο να ανταγωνιστεί την ίδια την αρχιτεκτονική γραφή».

Το εισαγωγικό κείμενο γράφτηκε από τον François Loyer.
Η καλλιτεχνική επιμέλεια και ο σχεδιασμός του βιβλίου είναι της Ιωάννας Κωστίκα / fnedesign.