Ακόμα και να διαβάζεις κάτι τέτοιο είναι ανείπωτα δύσκολο. Ας με πιστέψουν οι αναγνώστες, μού είναι εξίσου δύσκολο να το γράφω. Μπορεί κάποιος να ρωτήσει: «Για ποιό λόγο να τα γράφουμε, για ποιό λόγο να τα θυμίζουμε όλ’αυτά;» Το χρέος του συγγραφέα είναι να διηγείται τη φρικτή αλήθεια, το χρέος του πολίτη-αναγνώστη είναι να τη γνωρίζει. Όποιος στρέψει το βλέμμα από την άλλη, όποιος κλείσει τα μάτια και προσπεράσει, θα προσβάλει τη μνήμη των νεκρών.
Το κείμενο Η κόλαση της Τρεμπλίνκα του Βασίλι Γκρόσσμαν είναι η πρώτη μαρτυρία στον κόσμο για στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ο συγγραφέας είναι πολεμικός ανταποκριτής του σοβιετικού στρατού που φτάνει στην Τρεμπλίνκα το καλοκαίρι του 1944. Ο Γκρόσσμαν προσπαθεί να περιγράψει στην Κόλαση της Τρεμπλίνκα το αδύνατο να ειπωθεί. Αγγίζει τα όρια της γραφής.
Εξετάζοντας τα αφηγηματικά χαρακτηριστικά της Κόλασης της Τρεμπλίνκα που καλούνται να υπογραμμίσουν το πρωτόγνωρο και ανίερο της εξόντωσης χιλιάδων ανθρώπων, παρατηρεί κανείς ότι οι πληροφορίες ξεδιπλώνονται σιγά σιγά, διαδοχικά, παράλληλα με την πορεία θανάτου των πρωταγωνιστών αυτής της τρομακτικής αφήγησης. Ξεκινώντας από το ήρεμο, ειδυλλιακό τοπίο του πευκόφυτου, «πληκτικού », καθώς λέει ο αφηγητής, τοπίου της πολωνικής επαρχίας, η πληροφόρηση του αναγνώστη ακολουθεί σαν σε κάποιου είδους θρίλλερ τη σταδιακή αποκάλυψη και συνειδητοποίηση της πραγματικότητας σε μια μαρτυρική διαδρομή προς το θάνατο και συγχρόνως προς την αλήθεια.
Στην Κόλαση της Τρεμπλίνκα ο Γκρόσσμαν παρατηρεί με ενάργεια και φρικιάζει με τη μεθοδικότητα και την οργάνωση της μαζικής δολοφονίας, την οποία παρομοιάζει επανειλημμένως με βιομηχανία: Πρόκειται, τονίζει, για το στρατόπεδο ως εργοστάσιο παραγωγής θανάτου, για «σφαγείο-ιμάντα παραγωγής».
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Με τον τίτλο ήδη του κειμένου του, ο Γκρόσσμαν αναφέρεται στην Τρεμπλίνκα ως «κόλαση» μιλώντας για «κύκλους» σε μια σαφή σύνδεση με την Κόλαση του Δάντη : «Ας περιηγηθούμε λοιπόν στους κύκλους της κόλασης της Τρεμπλίνκα». Λίγο αργότερα αυτή ακριβώς τη μετωνυμία θα χρησιμοποιήσει και ο Πρίμο Λέβι.
Και όλοι αυτοί οι χιλιάδες, οι δεκάδες, οι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, όλα αυτά τα φοβισμένα, γεμάτα ερωτηματικά μάτια, όλα αυτά τα νεανικά και τα γερασμένα πρόσωπα, οι καλλονές με τις μαύρες μπούκλες και τα χρυσά μαλλιά, οι καμπουριασμένοι και ακατάστατοι, οι καραφλοί γέροι, οι δειλοί έφηβοι – όλοι ενώνονταν σε ένα και μοναδικό ποτάμι που κατάπινε και τη λογική, και την υπέροχη ανθρώπινη επιστήμη, και την αγάπη των κοριτσιών, και την απορία των παιδιών, και το βήχα των γερόντων, και την ανθρώπινη καρδιά. […]
Βασίλι Γκρόσσμαν
Στην αρχή αφαιρούσαν από τον άνθρωπο την ελευθερία, το σπίτι, την πατρίδα και τον οδηγούσαν σε μια ανώνυμη δασική ερημιά. Ύστερα, σε μια αλάνα δίπλα στο σιδηρόδρομο, τού έπαιρναν τα ρούχα του, τις επιστολές, τις φωτογραφίες των δικών του, ακολούθως, πίσω από το φράκτη του στρατοπέδου, τού έπαιρναν τη μητέρα, τη γυναίκα, το παιδί. Μετά έπαιρναν από τον γυμνό άνθρωπο τα έγγραφά του, τα πετούσαν στη φωτιά : του αφαιρούσαν το όνομά του. Τον έσπρωχναν σε έναν διάδρομο με ένα χαμηλό πέτρινο ταβάνι – τού αφαιρούσαν τον ουρανό, τα αστέρια, τον άνεμο, τον ήλιο. Και τότε άρχιζε η τελευταία πράξη της ανθρώπινης τραγωδίας – ο άνθρωπος περνούσε στον τελευταίο κύκλο της κόλασης της Τρεμπλίνκα. […]
Οι επιστήμονες, οι κοινωνιολόγοι, οι εγκληματολόγοι, οι ψυχίατροι, οι φιλόσοφοι αναλογίζονται : Τί είναι αυτό ; Τί φταίει – η κληρονομικότητα, η εκπαίδευση, το περιβάλλον, οι εξωτερικές συνθήκες, κάποιο ιστορικό πεπρωμένο, η εγκληματική βούληση των επικεφαλής ; Τί είναι αυτό ; Πώς συνέβη ; Τα εμβρυϊκά χαρακτηριστικά του ρατσισμού που έμοιαζαν αστεία στις τοποθετήσεις δευτεροκλασάτων καθηγητών-τσαρλατάνων και άθλιων επαρχιωτών θεωρητικών από τη Γερμανία του περασμένου αιώνα, η περιφρόνηση του Γερμανού φιλισταίου απέναντι στα «ρωσικά γουρούνια», στα «ζώα τους Πολωνούς», στον « Εβραίο που βρομάει σκόρδο», στον «διεφθαρμένο Γάλλο», στον «μικροέμπορα Άγγλο», στον «μασκαρά τον Έλληνα», στον «χοντροκέφαλο Τσέχο» – όλο αυτό το πακέτο πομπώδους, φτηνής υπεροχής του Γερμανού έναντι των άλλων λαών του κόσμου, που κορόιδευαν καλόκαρδα οι δημοσιογράφοι και οι κωμωδοί, όλα αυτά, ξαφνικά, μέσα σε μερικά χρόνια μετατράπηκαν από «παιδιαρίσματα» σε θανάσιμη απειλή για την ανθρωπότητα, για τη ζωή και την ελευθερία της, έγιναν πηγή απίστευτων και ανείπωτων βασάνων, αιματοχυσιών και εγκλημάτων. Εδώ υπάρχουν πράγματα που πρέπει να μας προβληματίσουν!