Δεν νομίζω πως μέχρι τώρα στον κινηματογράφο έχει υπάρξει-και ίσως ούτε θα υπάρξει- πιο αναγνωρίσιμη φιγούρα ηθοποιού από αυτή του Τσάρλι Τσάπλιν. Με το μικρό του μουστάκι, το στρογγυλό του καπέλο και την επίσημη εμφάνιση που λίγο ταίριαζε στον μικροσκοπικό και ευκίνητο άνδρα, ο Τσάρλι Τσάπλιν δημιουργεί ένα αγαπητό σε όλους αρχέτυπο: του ευγενικού άτυχου. Με έναν ρόλο εμπνευσμένο από την αρχή της ίδιας του της ζωής, και με το θάρρος και την αποφασιστικότητά του, απέδειξε πως, με λίγο χιούμορ, η ζωή γίνεται ταινία.

Στα προσεχώς

Γεννήθηκε στις 16 Απριλίου 1889 στο Λονδίνο. Οι γονείς του ήταν ερμηνευτές στην καλλιτεχνική σκηνή του Λονδίνου και απίστευτα φτωχοί. Ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογένεια για να βρει την τύχη του στην Νέα Υόρκη και λίγα χρόνια αργότερα η μητέρα του, λόγω ψυχιατρικών προβλημάτων, κλείνεται σε άσυλο, αφήνοντας τον Τσάπλιν και τον αδερφό του Σίντνεϊ να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Αναγκάζονται να δουλέψουν.

Το 1897, ο μικρός Τσάρλι, γίνεται μέρος της χορευτικής ομάδας “The Eight Lancashire Lads” και μαζί τους κάνει τον γύρο της Αγγλίας, ενώ το 1899 λαμβάνει έναν μικρό ρόλο στην παράσταση «Σέρλοκ Χόλμς» του παραγωγού Γουίλιαμ Τζιλέτ. Το ταλέντο του στην ηθοποιία ήταν αδιαμφισβήτητο και με το τέλος των παραστάσεων, γίνεται κωμικός στο θεατρικό είδος βαριετέ. Το 1908 συμμετέχει στην ομάδα παντομίμας του Φρεντ Κάρνο και το 1910 την ακολουθεί στην Νέα Υόρκη. Έγινε γρήγορα αγαπητός από το αμερικανικό κοινό, κυρίως για τον ρόλο του Μέθυσου στο σκετς “A Night in an English Music Hall”. Μέχρι το 1912, και ενώ βρισκόταν ακόμα σε περιοδεία στις Η.Π.Α., ο Τσάπλιν υπέγραψε ένα κινηματογραφικό συμβόλαιο που θα αποτελούσε το πρώτο βήμα του στην επιτυχία.

Με τον Πατέρα της Κωμωδίας

Το συμβόλαιο ήταν με την εταιρία Keystone η οποία άνηκε στον βετεράνο κωμικό Μακ Σένετ. Οι ταινίες του Σένετ ανήκαν στο είδος της slapstick κωμωδίας, ένα είδος που χαρακτηρίζεται από ταχέως εναλλασσόμενα αστεία, ριψοκίνδυνα ακροβατικά και την βασιλεία του παραλόγου. Ο Τσάπλιν έκανε το ντεμπούτο του στην ταινία «Making A Living» (1914) με έναν ρόλο που λίγο τον κολάκευε. Ο κινηματογράφος δεν του έκανε εντύπωση και ήλπιζε να τον αφήσει σύντομα, μόλις μάζευε τα απαραίτητα χρήματα για τον ίδιο και τον αδελφό του. Παρόλα αυτά, ο Σένετ τον ώθησε να δημιουργήσει έναν κινηματογραφικό χαρακτήρα που θα τον εξέφραζε περισσότερο, που θα ένιωθε άνετα να υποδύεται.

Έτσι ο Τσάπλιν, βρίσκοντας ένα παλιό φαρδύ παντελόνι του «Χοντρού» Άρμπακλ, υιοθετώντας στοιχεία από προηγούμενους κωμικούς -μεγάλα παπούτσια, στρογγυλό καπέλο, μπαστούνι και ένα μικρό, διακριτικό μουστάκι που επέτρεπε να φανούν οι εκφράσεις του- και με έναν ταπεινό, αισιόδοξο χαρακτήρα, δίνει ζωή στον γνωστό «Αλητάκο» της Μεγάλης Οθόνης. Πρώτη εμφάνιση της ιδιαίτερης φιγούρας έγινε στην ταινία «Στον Ιππόδρομο της Βενετίας»(1914).

Η Ταινία αρχίζει

Μέχρι το 1914 και την αποχώρηση του από τo στούντιο Keystone είχε εμφανιστεί σε 35 ταινίες, μερικές από τις οποίες είχε σκηνοθετήσει ο ίδιος. Το 1915 υπέγραψε συμβόλαιο με το στούντιο Essanay και από εκεί ξεκίνησε να καλλιεργεί το ταλέντο του τόσο σαν ηθοποιός όσο και σαν σκηνοθέτης. Την περίοδο εκείνη φτιάχνει ταινίες όπως «Αλήτης»(1915) και «Ο Σαρλό εις την Κάρμεν» (1915).

Δεν ήταν ιδιαίτερα εξοικειωμένος με τεχνικές μοντάζ, λήψης πλάνων ή με την κινηματογραφική γλώσσα αλλά κάτι τέτοιο δεν ήταν απαραίτητο για τις προσωποκεντρικές ταινίες του. Ο «Σαρλό», αν και δεν είχε αποκλειστικά τον ρόλο του αλήτη, ήταν το alter ego του Τσάπλιν, μία διαρκής σύνδεση με την παιδική του ηλικία. Οι ταινίες του είναι κριτικές μιας κοινωνίας ανισότητας μέσα από τα μάτια ενός παιδιού. Ο συμπαθητικός χαρακτήρας του Τσάπλιν ανταγωνίζεται κάθε φορά άτομα που στα πρόσωπά τους συγκεντρώνουν πτυχές μίας ολόκληρης κοινωνίας. Ένας απόβλητος της υψηλής κοινωνίας την οποία όμως δεν σταμάτησε ποτέ να επιθυμεί.

Το 1916 αλλάζει για άλλη μια φορά εταιρία και υπογράφει με την Mutual Film Corporation για 12 κωμωδίες σε 18 μηνών. Μεταξύ άλλων σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί στις «Ο Σωσίας» (1916), «Ο Σαρλό Πυροσβέστης»(1916), «Ο Βιολιστής»(1916), «Ενεχυροδανειστήριο»(1916), «Το Αντίδοτο»(1917), «Ο Μετανάστης»(1917) και «Δραπέτης» (1917). Το συμβόλαιο λήγει το 1917 και το 1918 κλείνει συμφωνία με την First National Exhibitors’ Circuit η οποία θα φρόντιζε για την εκμετάλλευση και διανομή των ταινιών του. Φτιάχνει ταινίες όπως “Σκυλίσια Ζωή»(1918), «Ο Σαρλό στα Χαρακώματα»(1918), «A Day’s Pleasure»(1919) «The Pilgrim»(1923) και «Το Χαμίνι»(1921).

Η ανεξαρτητοποίηση όμως από τις μεγάλες εταιρίες ήταν σημαντική για τον Τσάπλιν και έτσι, το 1920, ιδρύει την United Artists μαζί με αθάνατα ονόματα της κινηματογραφικής βιομηχανίας της δεκαετίας του ’10: τον σκηνοθέτη Ντέιβιντ Γκρίφιθ, και το ζεύγος ηθοποιών Μαίρη Πίκφορντ και Ντάγκλας Φέρμπανκς. Σκοπός τους ήταν η ελευθερία των καλλιτεχνών από τις απαιτήσεις των Αμερικανών παραγωγών όσον αφορά, τόσο την παραγωγή της ταινίας, όσο και τη διανομή στις κινηματογραφικές αίθουσες.

Όλη η παραγωγή πέρναγε από τα χέρια του Τσάπλιν. Η αλλαγή αυτή του έδωσε την ευκαιρία να δημιουργήσει ταινίες πιο ευαίσθητες, επικεντρωμένες στα κοινωνικά προβλήματα της εποχής του, στις οποίες όμως δεν έλλειπε το χιούμορ, η δεξιοτεχνική παντομίμα και η απεριόριστη φαντασία. Υπήρξε ιδιαίτερα πολυπράγμων συνθέτοντας τη μουσική των ταινιών του και γράφοντας ο ίδιος τα σενάρια. Τίτλοι όπως οι «Μία Γυναίκα στο Παρίσι» (1923)- η μόνη ταινία στην οποία δεν πρωταγωνίστησε-, «Ο Χρυσοθήρας» (1925)- η οποία θεωρείται το διαμάντι της φιλμογραφίας του, και «Το Τσίρκο» (1928) καθιέρωσαν την πορεία της καριέρας του.

Φινάλε με ήχο

Τη δεκαετία του ’30, με την εμφάνιση και την σταδιακή ανάπτυξη του ομιλούντος κινηματογράφου, η βιομηχανία άρχισε να αλλάζει. Ο Τσάπλιν όμως άργησε να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Την περίοδο αυτή δημιουργεί ακόμα βουβές τις ταινίες “Τα Φώτα της Πόλης ”(1931) και “Μοντέρνοι Καιροί”(1936) -η οποία περιλαμβάνει μουσική, εφέ και ελάχιστους διαλόγους.

Το 1940 όμως μπαίνει δυναμικά στον κόσμο του ήχου, απατώντας στα γεγονότα του 2ου Παγκοσμίου πολέμου με την πολιτική του σάτιρα «Ο Μεγάλος Δικτάτορας». Στην ταινία διακωμωδεί τον Αδόλφο Χίτλερ, τον οποίο υποδύεται ο ίδιος, τον Μπενίτο Μουσολίνι και τις επεκτατικές τους διαθέσεις, δίνοντας έναν από τους καλύτερους λόγους στην ιστορία του κινηματογράφου. Η ταινία αποτέλεσε μεγάλη επιτυχία και ο Τσάπλιν πήρε το πρώτο, και μοναδικό του, Όσκαρ Ηθοποιίας.

Απομακρύνεται από τον κινηματογραφικό χώρο για επτά χρόνια, λόγω προβλημάτων στην προσωπική του ζωή, και επιστρέφει με μία από τις σκοτεινότερες κωμωδίες του, «Ο Κύριος Βερντού»(1947), η οποία βασίστηκε στη ζωή του δολοφόνου Χενρί Ντεσιρέ Λαντρού, σενάριο που του πρότεινε ο Όρσον Γουέλς. Παρόλα αυτά, η ταινία βγήκε στης αίθουσες την περίοδο που ο Τσάπλιν κατηγορούταν ως κομμουνιστής, με αποτέλεσμα η ταινία να μην γίνει αποδεκτή από το κοινό.

Το 1952 -κατά την πρώτη φάση του Ψυχρού Πολέμου- λόγω των προηγούμενων κατηγοριών του, και ενώ βρισκόταν σε ταξίδι στην γενέτειρά του, του απαγορεύτηκε η επιστροφή στις Η.Π.Α. Ο Τσάπλιν θα περάσει τα τελευταία του χρόνια με την οικογένειά του στην Σουηδία και δεν θα γυρίσει στη Αγγλία παραμόνο όταν, το 1972, του αποδοθεί ιδιαίτερο Βραβείο της Αμερικανικής Ακαδημίας του Κινηματογράφου για την σημασία του έργου του.

«Τα Φώτα της Ράμπας» (1952) ήταν ίσως η μόνη δραματική ταινία του, στην οποία εμφανίζεται και ο ανταγωνιστής του την εποχή της βουβής κωμωδίας, Μπάστερ Κίτον. Δέκα χρόνια αργότερα παρουσιάζει στο κοινό το «Ένας Βασιλιάς στη Νέα Υόρκη»(1957), και ύστερα το «Η Κόμισσα από το Χονγκ-Κονγκ» (1967),τη μοναδική του έγχρωμη ταινία και την τελευταία του. Το 1972 λαμβάνει τον τίτλο του Ιππότη από την Βασίλισσα Ελισάβετ Β’ της Αγγλίας.

Τα Χριστούγεννα του 1977, λόγω των προχωρημένων προβλημάτων υγείας του, πεθαίνει στη Σουηδία. Το σώμα του κλάπηκε λίγους μήνες μετά τον θάνατό του, όμως, με τη βοήθεια των αρχών, επιστράφηκε στην οικογένεια 11 μήνες μετά. Με ένα τέλος βγαλμένο από τα ευφάνταστα σενάριά του, ο Τσάρλι Τσάπλιν αφήνει πίσω τις ταινίες του και τις ελπίδες του για έναν καλύτερο κόσμο.

Πληροφορίες-Φωτογραφίες από: britannica.com | charliechaplin.com | biography.com | newyorker.com