Η Λόττε Κέστνερ, η οποία ενέπνευσε στον Γκαίτε τη Λόττε του μυθιστορήματός του Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου, με το οποίο ο νεαρός τότε συγγραφέας απέκτησε φήμη σε όλη την Ευρώπη, αποφασίζει ένα ταξίδι «στη χώρα της νιότης»: καταφτάνει στη Βαϊμάρη με την επιθυμία να συναντήσει ξανά, ύστερα από περίπου μισό αιώνα, τον αγαπημένο της Γκαίτε. Η άφιξή της στο ξενοδοχείο της πόλης προκαλεί αναστάτωση. Όλοι θέλουν να δουν από κοντά την ηρωίδα του σπουδαίου μυθιστορήματος. Και ο ένας μετά τον άλλον της μιλούν για τον μεγάλο άνδρα που τους γητεύει όλους, φίλους και εχθρούς. Δημιουργείται έτσι, σταδιακά, μια εικόνα του Γκαίτε από τις αφηγήσεις των άλλων, που λειτουργούν σαν κάτοπτρα, το καθένα εκ των οποίων αντανακλά και μια διαφορετική πλευρά της ύπαρξής του. Ώσπου στη μέση αυτής της «αίθουσας των κατόπτρων» εμφανίζεται εντέλει ο ίδιος ο Γκαίτε, τόσο αληθινός, που ο αναγνώστης νιώθει σχεδόν την ανάσα του.

Ο Τόμας Μαν άρχισε να γράφει τη Λόττε στη Βαϊμάρη το 1933 και την ολοκλήρωσε το 1939. Ήταν ήδη τότε ο διάσημος συγγραφέας του Μαγικού βουνού, τιμημένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, αυτοεξόριστος. Ευρισκόμενος το 1933 σε περιοδεία στο εξωτερικό, δεν επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου εν τω μεταξύ οι χιτλερικοί είχαν καταλάβει την εξουσία, με αποτέλεσμα το καθεστώς να του αφαιρέσει την ιδιότητα του Γερμανού πολίτη. Η φράση «Η Γερμανία είμαι εγώ!» που αποδίδει στον Γκαίτε, στο έβδομο κεφάλαιο του βιβλίου, είναι φράση του ίδιου του Τόμας Μαν, σχόλιο για την απαγόρευση από τους ναζί να επιστρέψει στη χώρα του. «Η Γερμανία» είχε πει τότε ο Τόμας Μαν «είναι εκεί που βρίσκομαι εγώ!»

Τόμας Μαν

Ο Πάουλ Τόμας Μαν γεννιέται στις 6 Ιουλίου 1875 στο Λύμπεκ της βόρειας Γερμανίας, ως το δευτερότοκο παιδί μιας εύπορης οικογένειας. Το 1889 αρχίζει να φοιτά στο γυμνάσιο «Κατερινέουμ», όπου από το 1893 εκδίδει το μαθητικό περιοδικό Der Frühlingssturm. Στην προτελευταία τάξη υποχρεώνεται να διακόψει το σχολείο και να ακολουθήσει την οικογένειά του που μετακομίζει στο Μόναχο μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα του. Εκεί εργάζεται ως μαθητευόμενος σε μια ασφαλιστική εταιρεία και το 1894 γράφει την πρώτη του νουβέλα με τον τίτλο Gefallen. Σύντομα παραιτείται από τη δουλειά του και παρακολουθεί διαλέξεις Ιστορίας της Τέχνης, Ιστορίας της Λογοτεχνίας και Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου.

Το 1897 αρχίζει να γράφει τους Μπούντενμπροκ (που θα εκδοθούν το 1901) και την επόμενη χρονιά εκδίδει τον Μικρό κύριο Φρίντεμαν. Το 1905, τη χρονιά που παντρεύεται την Κάτια Πρινγκσχάιμ, έχει ήδη εκδοθεί ο Τριστάνος του. Θα αποκτήσουν έξι παιδιά, την Έρικα Γιούλια Χίντβιγκ (1905), τον Κλάους Χάινριχ Τόμας (1906), τον Άουγκουστ Γκότφριντ Τόμας (1909), τη Μόνικα (1910), την Ελίζαμπετ Βερόνικα (1918) και τον Μίχαελ Τόμας (1919). Το 1912 εκδίδεται ο Θάνατος στη Βενετία και το 1925 το Μαγικό βουνό, δυο έργα που μαζί με τους Μπούντενμπροκ συνέβαλαν στην απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Τόμας Μαν το 1929. Το 1933, με την άνοδο των ναζί στην εξουσία, παίρνει τον δρόμο της προσφυγιάς. Εγκαθίσταται πρώτα στην Ελβετία, ενώ ταξιδεύει στις ΗΠΑ το 1936, τη χρονιά που του αφαιρείται η γερμανική υπηκοότητα.

Το 1938 εγκαθίσταται οριστικά στην Αμερική και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον. Το 1939 εκδίδεται Η Λόττε στη Βαϊμάρη. Μετακομίζει έπειτα στην Καλιφόρνια, όπου το 1947 εκδίδεται ο Δόκτωρ Φάουστους. Το 1949 ταξιδεύει για πρώτη φορά και πάλι στη Γερμανία. Την ίδια χρονιά αυτοκτονεί ο γιος του Κλάους. Το 1952 εγκαθίσταται οριστικά στην Ελβετία, όπου και πεθαίνει το 1955.