«Ησύχασε,

 

Αυτά ήταν τα παρηγορητικά λόγια του Μάρλον Μπράντο προς την 19χρονη –τότε- Μαρία Σνάιντερ, όταν το περίφημο βούτυρο έκανε την εμφάνισή του στο σετ και στην συνέχεια στα οπίσθια της νεαρής ηθοποιού. Το 1972, η ταινία του Ιταλού σκηνοθέτη Μπερνάρντο Μπερτολούτσι «Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι», θα σοκάρει το κοινό παγκοσμίως και η ίδια σκηνή θα περάσει στην pop μυθολογία ως «εκείνη η σκηνή με το βούτυρο». Οι πρώτες προβολές της ταινίας θα συνδυαστούν από ταυτόχρονη κριτική αποθέωση αλλά και κατακραυγή και σε περιπτώσεις, αποστροφή για την απόδοση των σεξουαλικών σκηνών. Αυτό δεν θα εμποδίσει ωστόσο την αριστουργηματική σπουδή του Μπερτολούτσι για τις λεπτές ραφές ανάμεσα στο ερωτικό πάθος και την υπαρξιακή αγωνία να αποκτήσει τεράστια φήμη και αναγνώριση. Ο ίδιος και ο Μπράντο θα λάβουν υποψηφιότητα για Όσκαρ. Το 2011, ο σκηνοθέτης, γνωστός επίσης για τον «Τελευταίο Αυτοκράτορα», το «1900» και πολλές ακόμα σπουδαίες ταινίες, θα λάβει τον τιμητικό Χρυσό Φοίνικα για την σύνολη προσφορά του στον κινηματογράφο, στο άνοιγμα του φεστιβάλ των Καννών. Την ίδια χρονιά, η Μαρία Σνάιντερ θα χάσει οριστικά μια πολυετή μάχη με τον καρκίνο. Κατά καιρούς, είχε δηλώσει την τραυματική από πολλές όψεις εμπειρία της κατά τα γυρίσματα της ταινίας, με κέντρο την ίδια περίφημη σκηνή, για την οποία η ίδια δεν είχε ενημερωθεί παρά μόνο την ώρα που γυριζόταν: «Ήμουν όμως πολύ μικρή για να ξέρω ότι δεν επιτρέπεται να κάνεις κάτι εκτός σεναρίου. Ένιωσα λίγο βιασμένη, και από τον Μπράντο, και από τον Μπερτολούτσι», θα πει, το 2007. Η ηθοποιός θα περάσει την δεκαετία του ’70 μια μεγάλη περίοδο καταχρήσεων αλλά και αυτοκτονικών τάσεων. Σύμφωνα με την ίδια, ήταν απόρροια της απότομης φήμης από την ταινία. Θα εμφανιστεί και στο «Επάγγελμα: Ρεπόρτερ» του Αντονιόνι δίπλα στον Τζακ Νίκολσον, αλλά έκτοκτε η καριέρα της δεν θα είναι ανάλογη των πρώτων της βημάτων. Θα αρνηθεί στο υπόλοιπο της καριέρας της να κάνει γυμνό σε οποιοδήποτε έργο.

Το 2013, σε ένα βίντεο, ο ίδιος ο σκηνοθέτης θα «ομολογήσει» πως πράγματι, η ιδέα για το βούτυρο προέκυψε το ίδιο πρωί του γυρίσματος, καθώς εκείνος και ο Μάρλον Μπράντο έτρωγαν το πρωινό τους στο ίδιο πάτωμα που θα λάμβανε χώρα η σκηνή. «Ήθελα μια γνήσια αντίδραση από την Μαρία, και για αυτό δεν της το είπα», θα πει, μέσες άκρες, για την επιλογή του αυτή. Το θέμα ουδέποτε θα πάρει μεγάλες διαστάσεις. Θα καταχωρηθεί σε έναν μακρύ κατάλογο περιστατικών με «οριακές» στιγμές, σπουδαίων και λιγότερο σπουδαίων σκηνοθετών.

Πολύ πρόσφατα, στις 25 Νοεμβρίου, την παγκόσμια ημέρα ενάντια στην κακοποίηση των γυναικών, μια Ισπανική ΜΚΟ (El mundo de Alycia) θα ανεβάσει το βίντεο των δηλώσεων του Μπερτολούτσι με ισπανικούς υπότιτλους και αυτό θα γίνει viral σε όλο τον κόσμο. Θα ακολουθήσουν tweets κατακραυγής από διάσημους σταρ του Χόλιγουντ (ανάμεσά τους η Jessica Chastain, o Chris Evans κ.α.) και μόλις προχθές ο Μπερτολούτσι θα δηλώσει πως όλο αυτό πρόκειται για μια τεράστια παρεξήγηση: Το μόνο που δεν ήξερε η Σνάιντερ, ήταν ότι στην σκηνή θα προστεθεί λίγο βούτυρο. Προφανώς δεν υπήρχε βιασμός και όλο το υπόλοιπο «πακέτο»  της σκηνής της ήταν γνωστό.

Στον έρωτα, τον πόλεμο …και την τέχνη (;) όλα επιτρέπονται

 

Απέναντι στον διαδικτυακό καταιγισμό σχολιασμών, η συζήτηση θα αναδείξει πολλές πτυχές και ερωτήματα. Ήταν βιασμός η επιλογή του σκηνοθέτη να δημιουργήσει την σκηνή; Με ποιο μάτι οφείλει να κοιτάει κανείς το ίδιο έργο, τον ίδιο σκηνοθέτη, τους ίδιους ηθοποιούς; Απομυθοποιούνται μύθοι ή μήπως το πεδίο είναι ένα ακόμα σύμπτωμα του φαινομένου «viral», δηλαδή συζητήσεις τύπου mayfly, του εφημερόπτερου που ζει μονάχα 24 ώρες; Η τυρβώδης ροή του διαδικτύου και των social media και ο «περιορισμός χαρακτήρων» στο σχολιασμό αφήνουν λίγο χώρο για συζητήσεις που ξεπερνούν τους αφορισμούς και τις γενικεύσεις. Άνθρωποι του κινηματογράφου και της τέχνης (κυρίως) παρατάσσονται αμυνόμενοι τον Μπερτολούτσι, αφήνοντας ένα ψηφιακό «ναι μεν αλλά» και κατασκευάζοντας ένα σχήμα περίπου ως εξής: «μεγάλη τέχνη-μεγάλες θυσίες»

Το σχήμα αυτό δεν είναι καινούριο: Αν κάποιος ανατρέξει στην ιστορία των behind the scenes του σύγχρονου δυτικού κινηματογράφου, θα συναντήσει πολλά από τα μεγάλα τοτέμ. Είναι γνωστή η ιστορία της Tippi Hedren στην ταινία «Τα Πουλιά», όπου ο Άλφρεντ Χίτσκοκ θα επιλέξει κανονικά εκπαιδευμένα πτηνά για την επίσης περιβόητη σκηνή της επίθεσης στο φινάλε του έργου, με ένα μάλιστα να την χτυπάει στο μάτι με κίνδυνο να το χάσει. Είναι γνωστή επίσης η νευρική κατάρρευση της Shelley Duvall κατά την διάρκεια των γυρισμάτων της «Λάμψης» του Στάνλει Κιούμπρικ, η ανάλογη κατάρρευση του Martin Sheen κατά τα γυρίσματα του «Αποκάλυψη Τώρα!» του Φράνσις Φορντ Κόπολα, το γεγονός ότι η Bjork έφτυνε κάθε πρωί τον Λαρς Φον Τρίερ στο «Χορεύοντας στο Σκοτάδι» και δεκάδες ακόμα. Αυτές οι περιπτώσεις ωστόσο, δεν αφορούν μονάχα σταρ και μεγάλα ονόματα: Ξεδιαλέγοντας από έναν πραγματικά μακρύ και σε περιπτώσεις θανατηφόρο κατάλογο από τις εποχές του Ben Hur το 1925 και φτάνοντας μέχρι το ξυλοφόρτωμα κομπάρσων ή την άρνηση τουαλέτας από σύγχρονους σκηνοθέτες (Ντέιβιντ Ράσελ και Τζέιμς Κάμερον αντίστοιχα), ας σταθούμε στον Ούγγρο σκηνοθέτη Μάικλ Κούρτιζ, με το εντυπωσιακό βιογραφικό των 173 ταινιών και γνωστό κυρίως για μια, το εμβληματικό Casablanca.

Στην ταινία η «Κιβωτός του Νώε» (1928), ο σκηνοθέτης επέλεξε να μην ενημερώσει ακριβώς για το γύρισμα του τελικού «κατακλυσμού» το συνεργείο και τους ηθοποιούς του, και το γεγονός ότι θα απελευθέρωνε πάνω τους μερικές χιλιάδες γαλόνια νερού. Απολογισμός; Πνευμονίες, τραυματισμοί, ακρωτηριασμοί αλλά και, σύμφωνα με μαρτυρίες, νεκροί. Ενώ, σύμφωνα με τους συνεργάτες του, θα μπορούσε να είχε ανάλογο αισθητικό αποτέλεσμα με μια εικονική σκηνή με χρήση μινιατούρων. Είναι μια «δουλειά» με τα δικά της ρίσκα; Είναι μια τέχνη στην οποία τα ρίσκα αυξάνονται; Είναι σύμφυτο της αγωνιώδους προσπάθειας να επιτευχθεί η ομορφιά, η αισθητική χάρη, η καλλιτεχνική μαγεία, στο φιλμ; Φυσικά, η κλίμακα και το εύρος των επιμέρους συμβάντων δεν βοηθούν σε γενικεύσεις. Ο Μπερτολούτσι ήταν ιδιαίτερα επίμονος ως προς αυτό: Το μόνο που δεν ήξερε η Μαρία Σνάιντερ, ήταν το βούτυρο. Το μόνο που ήθελε, ήταν η αυθεντική της αντίδραση και εξευτελισμός, ως κοριτσιού και όχι ως ηθοποιού.

Σκηνές χωρίς λιπαντικό

 

Ας δούμε μερικούς λογικούς συλλογισμούς: Αν το «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι» ήταν μια μέτρια ταινία ενός άσημου σκηνοθέτη στο σήμερα, το σκάνδαλο της μη συναινετικής χρήσης βούτυρου στα οπίσθια μιας νεαρής ανερχόμενης ηθοποιού (αυτό παραμένει ως σταθερά) είτε θα χανόταν ως ειδήση μέσα στην ασημαντότητα της ταινίας είτε θα μονοπωλούσε το ενδιαφέρον περισσότερο από την ταινία (δίνοντας της έτσι μια διαδικτυακή φήμη). Επίσης, η αναγόρευση της χρήσης βούτυρου στο επίμαχο σημείο ως «βιασμός» δεν είναι μια συζήτηση επιστημολογική ή νομικοτεχνική, δηλαδή το αν ο όρος καλύπτει ή δεν καλύπτει ή συγκαλύπτει κάτι άλλο, δεδομένου κυρίως ότι ο όρος χρησιμοποιήθηκε από το ίδιο το θύμα. Τέλος, είναι μάλλον σαφές πως κανένας/καμιά ηθοποιός δεν χρειάστηκε ποτέ να μαχαιρωθεί στα αλήθεια για να αποδώσει τον πόνο ενός μαχαιρώματος, να βιαστεί στα αλήθεια για να αποδωθεί η φρίκη του βιασμού, ή να πεθάνει στα αλήθεια για να εμφανιστεί ως νεκρός/ή. Όλα τα παραπάνω ξυπνούν πολλούς κινηματογραφικούς συνειρμούς, μεγάλων σκηνών και μεγάλων στιγμών, χωρίς να συνοδεύονται απαραίτητα από πραγματικές ιστορίες παραβίασης, εξευτελισμού ή εξουσιαστικής αυθαιρεσίας του σκηνοθέτη. Κάπως έτσι, είναι λογικό να συμπεραίνει κανείς και την αντίστροφη πλευρά αυτής της συνεπαγωγής: Κανέας μύθος ενός καλλιτεχνικού επιτεύγματος δεν μπορεί να αποκρύπτει ή να δικαιολογεί τα όποια παραπτώματα και τις όποιες σκοτεινές πλευρές της κατασκευής του.

Το «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι» είναι μια ταινία που στέκεται πιο ψηλά από «εκείνη την σκηνή με το βούτυρο», και ας είναι αυτή μια σημαντική ψηφίδα στο μωσαϊκό της υστεροφημίας της. Είναι μια σημαντική ταινία και για την απελευθερωτική της αισθητική δυναμική στις αρχές της δεκαετίας του ’70, είναι σημαντική και για την συγκλονιστική ερμηνεία του Μπράντο και πολύ περισσότερο, για την δύναμή της σε αυτό που πραγματεύεται και στον τρόπο με τον οποίο το κάνει. Αναμφίβολα, αν η Μαρία Σνάιντερ γνώριζε και συναινούσε στην σκηνή με το βούτυρο, μπορεί να απέδιδε ακόμα καλύτερα στην ένταση και στην αναπαράσταση του βιασμού. Ή μπορεί και η ερμηνεία της να έδειχνε έναν ερμηνευτικό εξευτελισμό και όχι έναν αληθινό εξευτελισμό, που επεδίωκε ο Μπερτολούτσι. Μάλλον πολύ μικρή επιρροή θα είχε κάτι τέτοιο στην συνολική δυναμική του έργου.

Ο Μπερτολούτσι δεν αναζήτησε μια αισθητική μέκκα κατασκευάζοντας με αυτόν τον τρόπο την σκηνή με το βούτυρο. Βρέθηκε, μαζί με τον Μπράντο,  σε μια συγκεκριμένη συνθήκη ελευθερίας και εξουσίας πάνω στο σώμα και το πνεύμα της 19χρονης και άπειρης Μαρία Σνάιντερ, και δούλεψε έτσι κυρίως επειδή μπορούσε.

 

Υστερόγραφο για την πολιτική ορθότητα

Ένα γύρισμα του 1972 γίνεται διαδικτυακό debate στα τέλη του 2016 με πολλές προεκτάσεις: Για τον εξουσιαστικό ρόλο του σκηνοθέτη, για τον σεξισμό του δυτικού κινηματογράφου και την εκμετάλλευση του γυναικείου σώματος, για το γεγονός ότι όλα αυτά δεν αφορούν μονάχα τα οπισθοδρομικά και ταγμένα σε τέτοια ιδεώδη μυαλά αλλά μπορεί να αφορούν και προοδευτικές ιδιοφυίες, χαρισματικούς καλλιτέχνες και «τοτέμ». Θα ήταν λάθος ωστόσο να θεωρηθεί πως το να ανασύρεται αυτή η «παλιά ιστορία» αφορά μονάχα στην υστεροφημία του Μπερτολούτσι ή του «Τανγκό». Αντιθέτως, δένεται με μια κουβέντα που απλώνεται σε ολόκληρη τη δημόσια σφαίρα, από τον κινηματογράφο μέχρι την πολιτική.

Πολλές φορές, και όχι τυχαία, η ειδική συζήτηση για την Μαρία Σνάιντερ συνδέεται με την γενική συζήτηση για τις πολιτικές ταυτότητας. Μάλιστα εντάσσεται και ο Μπερτουλούτσι ως θύμα μιας κάποιας «πολιτικής ορθότητας». Είναι γεγονός πως τα identity politics και η πολιτική ορθότητα λειτούργησαν από χειριστές τύπου Hilary Clinton ως προσχήματα μιας από καιρό αποτυχημένης πολιτικής συνταγής. Ο κίνδυνος ωστόσο με τα απόνερα της σκάφης, είναι να πεταχτεί και το μωρό. Άλλωστε, ο «πολιτικά μη ορθός» συρφετός σε Αμερική και Ευρώπη που ενίοτε «λέει και τα πράγματα με το όνομά τους», όχι απλά δεν φέρνει κάτι καινούριο στο τραπέζι αλλά αντίθετα, αναβιώνει «τον παλιό καλό καιρό» σε θέματα ρατσισμού, σεξισμού και όχι μόνο. Αν ψάξει κάποιος να βρει την αισθητική και το σινεμά αυτής της κουλτούρας δεν χρειάζεται να κοιτάξει μακριά – μπορεί να θυμηθεί το βαθύ πουριτανισμό στην επίθεση απέναντι στην Φρίντα Λιάππα για την ταινία «Τα χρόνια της μεγάλης ζέστης» (έχει διασωθεί στο youtube η κόντρα Σαββόπουλου – Ραφαηλίδη στην εκπομπή Προφίλ του Πάνου –μετέπειτα Κόκκινου Πάνου- Παναγιωτόπουλου).

Το βασικό πρόβλημα του σύγχρονου εκκολαπτόμενου Μπερτολούτσι δεν είναι ότι θα τον ξεφωνίσουν σε περίπτωση που επιχειρήσει κάτι αντίστοιχο στα γυρίσματά του. Το βασικό του πρόβλημα είναι αν και κατά πόσο θα «κερδίσει στο τέλος» ο κριτικός εκείνος (και το κοινό εκείνο) που ξεφώνιζε το «Τανγκό» ως ένα «πορνογράφημα που παριστάνει την τέχνη». Αυτό παραμένει ένα διακύβευμα για την συλλογική αισθητική, όπως παραμένει και το ζήτημα του σεξισμού: Δεν χρειάζεται πάλι να ψάξει κανείς πολύ μακριά- χρειάστηκε μόλις ένα ολιγόλεπτο βίντεο του Μπερτολούτσι το 2013 για να γίνει διαδικτυακό σκάνδαλο κάτι που η ίδια ηθοποιός έλεγε και ξαναέλεγε για παραπάνω από είκοσι χρόνια…