Oscar: τα βραβεία πολιτικής ορθότητας

To 2016, ο γνωστός μαύρος κωμικός Chris Rock ανέλαβε το δύσκολο έργο της παρουσίασης (και του άλλοθι) των #OscarsSoWhite, της απονομής δηλαδή που δεν είχε κανέναν μαύρο υποψήφιο. Το liberal Hollywood, μαθημένο να διαχειρίζεται αντιθέσεις με τη λογική των ..ποσοστώσεων και να κάνει πολιτική μόνο μέσω της (πολιτικά ορθής) δημόσιας εικόνας του, κατέληξε να γελάει αμήχανα με επίσης αμήχανα αστεία: Δεν είναι η πρώτη φορά, είπε σε κάποιο σημείο ο Rock, ας πούμε και το ’60 δεν υπήρχαν μαύρες υποψηφιότητες. Βέβαια, τότε είμασταν αρκετά πιο απασχολημένοι να αποφύγουμε κρεμάλες και βιασμούς, οπότε δεν μας ένοιαζε και πολύ το βραβείο κινηματογράφησης ή του ξενόγλωσσου ντοκιμαντέρ. Κάπως έτσι, η κριτική επεκτάθηκε και στις μονοδιάστατες προτιμήσεις της Ακαδημίες αλλά και σε αστέρες τύπου Will Smith που τους επιτέθηκαν. Ένα χρόνο μετά, το ρατσιστικό παραλήρημα που έφερε τον Donald Trump στην προεδρία των Η.Π.Α. σε συνδυασμό με το «κακό προηγούμενο» του 2016, οδήγησε στις πιο «πολιτικά ορθές» υποψηφιότητες και δημιούργησε και ένα σχετικό ντόρο για τα βραβεία: Πριν την τελετή, μια πολυφωνική περιρρέουσα ατμόσφαιρα είχε προαναγγείλει πως ο μόνος λόγος να χάσει το La La Land είναι να βραβευτεί το Moonlight για να «στεναχωρήσουμε» τον Πρόεδρο.

Σαν να μην έφτανε αυτό, σε ένα σπάνιο γύρισμα της τύχης, οι διοργανωτές έδωσαν λάθος φάκελο στο ζεύγος Beaty-Dunaway που ανέλαβε να ανακηρύξει τον νικητή: Το λαμπρό ζευγάρι της παλιάς εποχής του Hollywood αναφώνησε La La Land, μόνο και μόνο για να βρεθούμε στην αμήχανη στιγμή της διόρθωσης του λάθους: Η καλύτερη ταινία ήταν το Moonlight, είπε τελικά η Ακαδημία, οι συντελεστές του La La Land παρέδωσαν το Oscar και για μερικά δευτερόλεπτα όλες οι αντιφάσεις του Hollywood βρέθηκαν επί σκηνής να κοιτάζονται χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς να πουν. Η συνέπεια ήταν να προκύψουν όλοι χαμένοι: Το La La Land γιατί δεν πήρε το Όσκαρ καλύτερης ταινίας, το Moonlight γιατί το πήρε υπό το βάρος ότι ήταν πιο πολιτικά ορθό, το Hollywood γιατί τα έκανε σαλάτα ενώ αφιέρωσε μεγάλο μέρος της βραδιάς στην πολεμική του απέναντι στον Trump.

Τελικά, πέρα από την μικροπολιτική των Όσκαρ, έμεινε και ένα αναπάντητο ερώτημα: Η καλύτερη ταινία της χρονιάς, τελικά ποια ήταν;

Καλές και κακές ταινίες

Φυσικά, το ερώτημα είναι μάλλον λάθος. Δεν υπάρχει «καλύτερη» ταινία για μια χρονιά, όπως δεν υπάρχει καλύτερο βιβλίο ή καλύτερο τραγούδι. Βέβαια, υπάρχουν πιο «πετυχημένα» έργα σε όλες τις κατηγορίες: Για παράδειγμα, το Civil War της Marvel και το νέο Star Wars ήταν σίγουρα οι πιο πετυχημένες εμπορικά ταινίες για την χρονιά που μας πέρασε, ξεπερνώντας το 1 δις σε εισπράξεις. Το Moonlight από την άλλη, σταμάτησε στα 22 εκατομμύρια (ούτε στις πρώτες 120 ταινίες, από πλευράς παγκόσμιων εσόδων) ενώ το La La Land πλησίασε την πρώτη εικοσάδα, με 370 εκατομμύρια (εκ των οποίων τα 200 περίπου εκτός ΗΠΑ).

Από την άλλη, υπάρχουν φυσικά και τα βραβεία, που «καταγράφουν» και αρχειοθετούν τις καλύτερες στιγμές της παγκόσμιας ταινιοθήκης. Τα Όσκαρ μπορεί να έχουν το μεγαλύτερο πρεστίζ μα σπανίως απηχούν σε πιο παγκόσμιες τάσεις. Ενίοτε, η ίδια τους η μικροπολιτική μπορεί να οδηγήσει στο να μην εκφράζουν ούτε εγχώριες τάσεις (όπως για παράδειγμα η βράβευση του Crash προ ετών). Στην Ευρώπη, τα μεγάλα φεστιβάλ ανέδειξαν διαφορετικές ταινίες: Το «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» του Κεν Λόουτς βραβεύτηκε στις Κάννες με τον Χρυσό Φοίνικα, το φεστιβάλ του Βερολίνου ανέδειξε το Fire at Sea (Ιταλική ταινία με θέμα τα προσφυγικά θαλάσσια ταξίδια ζωής και θανάτου στη Μεσόγειο) ενώ στο φεστιβάλ της Βενετίας πήρε το βραβείο της κριτικής επιτροπής μια ταινία που «σνομπαρίστηκε» στα Όσκαρ και ας είναι αμερικάνικη, το Nocturnal Animals του Tom Ford. Σειρά βραβείων σε φεστιβάλ όλου του κόσμου κέρδισε επίσης και ο «Εμποράκος» του Ιρανού Ασγκάρ Φαραντί (μεταξύ των οποίων και Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, παρά το μποϊκοτάζ του σκηνοθέτη λόγω των μέτρων Trump απέναντι στους μουσουλμάνους). Αναμφίβολα, η συνεχής επανεμφάνιση μιας ταινίας σε διακρίσεις πολλών φεστιβάλ δεν μπορεί να είναι δείκτης της αξίας της, όμως ακόμα και εκεί μπορεί να ανακαλύψει κανείς «φεστιβαλικούς» σκηνοθέτες (ο Ξαβιέ Ντολάν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα) αλλά και πολυάριθμες αδικίες.

Είναι μάλλον αδύνατο να ενοποιηθεί ένα οικουμενικό «αισθητικό» κριτήριο: Μια ταινία μπορεί να διακριθεί επειδή άνοιξε έναν καινούριο αισθητικό ή/και τεχνικό ορίζοντα στην τέχνη του σινεμά, κάποια άλλη μπορεί να διακριθεί επειδή είχε το θάρρος να αφουγκραστεί την εποχή της και να μιλήσει για αυτήν. Κατά κάποιο τρόπο, φαίνεται να έχει λιγότερη σημασία κάποια τελική αναγόρευση από τις ίδιες τις τάσεις που αναδεικνύονται μέσα από τις διαδικασίες επιλογής στα διάφορα φεστιβάλ και διαγωνιστικά τμήματα. Ξανά, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ο διαξιφισμός Moonlight και La La Land στα διάφορα φεστιβαλικά και μη βραβεία στην Αμερική: Μια γρήγορη ματιά θα αναδείξει μια κατανομή που πολλές φορές φαίνεται να αντιστοιχεί και στον πολιτικό διχασμό της περιόδου. Είναι όμως δυνατόν μια ταινία να φέρει ένα τόσο συγκυριακό φορτίο; Πως μπορεί μια ταινία, όπως π.χ. το La La Land που είναι μια νοσταλγική ματιά στα μιούζικαλ να συνδέεται έστω και λίγο με την αισθητική του Προέδρου της Αμερικής;

Το έργο τέχνης και η εποχή του

Η ιστορία του σινεμά όπως και όλων των τεχνών, δεν μπορεί να ιδωθεί μονάχα ως αντανάκλαση της εκάστοτε εποχής της. Έχει δηλαδή μια αυτόνομη πορεία με την Ιστορία, στην οποία ωστόσο μπορεί να συναντήσει κανείς πολλά σημεία τομής και αλληλεπίδρασης. Κάθε έργο φυσικά κοιτάει πως να ξεπεράσει την εποχή του, παραμένοντας ωστόσο πάντα παιδί της. Αυτή η αναμέτρηση με το χρόνο εξηγεί το γιατί μπορεί κάποιος πολύ πιο εύκολα να συγκροτήσει μια λίστα με δέκα ή δεκαπέντε καθοριστικές ταινίες για μια δεκαετία, αλλά θα δυσκολευτεί αρκετά να πράξει το ίδιο για κάθε χρονιά ξεχωριστά.

Η όμορφη ταινία του Barry Jenkins, «Moonlight», αφορά στην ιστορία ενηλικίωσης ενός gay μαύρου σε μια δύσκολη γειτονιά της Φλόριντα. Φτωχός, μαύρος και gay, ο χαρακτήρας του Chiron κουβαλάει μαζί του πολλές ταυτότητες που ακόμα διεκδικούν την θέση τους στον κόσμο- σε μια εποχή «επιστροφής» της λευκής ταυτότητας (βλέπε ρητορεία Trump), η ταινία κατάφερε να έρθει σε αντίστιξη με την νοσταλγική «λευκότητα» του La La Land. Είναι μάλλον βέβαιο πως καμιά από τις δυο ταινίες δεν κατασκευάστηκε (τουλάχιστον συνειδητά) με στόχο να πάρει θέση απέναντι στην αλλαγή σκυτάλης στο Λευκό Οίκο. Δυο νέοι δημιουργοί έστρεψαν το βλέμμα τους σε διαφορετικά θέματα, διάλεξαν διαφορετικά υλικά και έφτιαξαν δυο ταινίες με διαφορετικό στόχο και προσανατολισμό. Η συνύπαρξή τους στις προτιμήσεις κριτικών και φεστιβάλ ανέδειξε δυο διαφορετικές εκδοχές του make America great again: Μια που νοσταλγεί τις καλές στιγμές του παρελθόντος και μια στρέφει το φακό της σε πρόσωπα που το ίδιο παρελθόν μπορεί να φαντάζει τρομακτικό, όπως φρόντισε να επισημάνει και ο Chris Rock στην περσινή απονομή. Για τους λάθος ή τους σωστούς λόγους, το Moonlight κατάφερε να εκφράσει τον καλλιτεχνικό κόσμο που επιθυμεί το δεύτερο. Αν η πολιτική λοιπόν κατάφερε να τρυπώσει στην αισθητική, το μεγάλο ζητούμενο είναι το κατά πόσο μπορεί να περάσει από μια διακήρυξη σε ουσία. Το μεγαλύτερο άλλωστε πρόβλημα με την πολιτική ορθότητα ποτέ δεν ήταν η ορθότατη προσπάθεια να εκφραστεί και γλωσσικά ένα κοινωνικό ζητούμενο. Η μεγάλη αποτυχία της φιλελεύθερης ρητορικής στην Αμερική αλλά και στην Ευρώπη ήταν πως πάντα επιθυμούσε να «ξεμπερδέψει» με την υπόθεση των δικαιωμάτων μονάχα με την εκφορά ενός ορθού λόγου. Αποκαλύπτοντας αυτήν την υποκρισία, ο Trump πετάει σήμερα το μωρό μαζί με τα απόνερα: Όχι απλά δεν ενδιαφέρεται για τα δικαιώματα των μειονοτήτων, αλλά θέλει να μεταμορφώσει ξανά την ίδια την γλώσσα προς όφελος ενός νέου ρατσισμού: Με άλλα λόγια, να φέρει μια καινούρια αισθητική στην πολιτική, στην ίδια λογική της αισθητικοποίησης της πολιτικής που επιχείρησε η ναζιστική Γερμανία.

Την ίδια στιγμή, στην Ευρώπη, υπάρχουν ακόμα δημιουργοί που πράττουν το ακριβώς αντίθετο: Πολιτικοποιώντας την αισθητική, ο Κεν Λόουτς επιχειρεί να αφηγηθεί μια ιστορία στρέφοντας ξανά τον φακό του σε όσους δεν φαίνονται, όπως στον κάθε Daniel Blake εκεί έξω. Η ορατοποίηση του Daniel Blake ως κινηματογραφικού ήρωα είναι καλλιτεχνικό μα και πολιτικό συμβάν, σε μια χώρα που οι πολλοί Daniel Blake που δρομολόγησαν το Brexit είναι δακτυλοδεικτούμενοι ως θύματα λαϊκισμού ή αμόρφωτη πλέμπα. Και στην Ευρώπη, η ταινία «κονταροχτυπήθηκε» στα βραβεία με την Γερμανική «Toni Erdmann» της Ade Mare. Εκεί, μέσα από την αβίαστα κωμική εξιστόρηση της προσπάθειας ενός πατέρα να «ξαναβρεί» την νέο-γιάπισσα κόρη του, η Ade Mare φαίνεται με την σειρά της να αναπολεί μια καλύτερη και πιο ανάλαφρη εκδοχή του σύγχρονου κόσμου και της θέσης της Ε.Ε. εντός του. Με άλλα λόγια, στρέφει την δική της κάμερα στα ψυχικά και πνευματικά αδιέξοδα των νέων golden boys and girls, και κοιτάει προς την θάλασσα για την «επιστροφή του πατέρα», όπως ο Τηλέμαχος, για να ξαναβρεί το νόημα της ζωής.

Παράλληλα, και φεύγοντας από τον αμιγώς «δυτικό» κινηματογράφο, ο Ιρανός σκηνοθέτης Ασγκάρ Φαραντί συνεχίζει την ανατομία του σύγχρονου Ιραν με την κάμερα-νυστέρι του: Με τον «Εμποράκο» φέρνει ξανά σε σύγκρουση το παλιό με το νέο, όπως το έκανε και με την εξαιρετική ταινία «Ένας χωρισμός». Το νεαρό μοντέρνο ζευγάρι της ταινίας θα διαλυθεί εκ των έσω από ένα γύρισμα της τύχης αλλά και από την αδυναμία του να αποτινάξει τον καταπιεστικό ζυγό της πατριαρχίας. Σε μια ταινία που αφορά σχεδόν εξ’ίσου την Δύση με την Ανατολή, οι προσπάθειες του συζύγου να αποκαταστήσει την τιμή της γυναίκας του ύστερα από μια σεξουαλική επίθεση που δέχεται, καταλήγουν γρήγορα να είναι κινήσεις αποκατάστασης της δικής του τιμής και όχι σεβασμού στις επιθυμίες της. Το μοντέρνο Ιραν, λέει, έχει ακόμα μπόλικη σκόνη να αποτινάξει από τα καινούρια του ρούχα. Την ίδια στιγμή, το κεντρικό ζευγάρι ξεφεύγει από το ιστορικό, κοινωνικό και θρησκευτικό του πλαίσιο και γίνεται οικουμενικό και παγκόσμιο, κάνοντας έτσι τις μεγάλες κορώνες της «σύγκρουσης πολιτισμών» ανατολής και δύσης να μοιάζουν με την σύγκρουση όψεων ενός νομίσματος που συνεχίζει να περιστρέφεται σε λανθασμένες τροχιές.

Το φεστιβάλ της Ιστορίας

Πολλές όψεις του σύγχρονου κόσμου τρυπώνουν μέσα στα έργα του, είτε αυτό είναι πρόθεση των δημιουργών τους είτε όχι. Και αν ένας σκηνοθέτης κινείται μονάχα από το αισθητικό του όραμα, φορώντας παρωπίδες για τον έξω κόσμο, έρχεται η σχέση ενός έργου με το κοινό του να αποσαφηνίσει την πάντα βαθιά του διασύνδεση με την πραγματικότητα που τον περιβάλλει (αυτό ισχύει για την περίπτωση του νεαρού Chazelle και του La La Land).

Όπως τώρα μπορούμε να μελετήσουμε τον κινηματογράφο π.χ. της δεκαετίας του ’50 ή του ’60 και να «διαβάσουμε» τις αισθητικές τάσεις και την διαπλοκή τους με την κοινωνία, έτσι και για τα μέσα του 2010 οι ταινίες θα φέρουν ένα χνάρι. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το χνάρι αυτό σίγουρα θα μοιάζει πολύ με τα δευτερόλεπτα της αμηχανίας στην απονομή των Oscar: Το μέλλον περιγράφεται με πολλές και διαφορετικές εκδοχές, και ακόμα δεν φαίνεται να επικρατεί καμία με καθαρό τρόπο. Μπορεί το μέλλον να σημαίνει επιστροφή στο παρελθόν. Μπορεί το μέλλον να έχει τις φωνές των μη ορατών, των ξεχασμένων Daniel Blake αυτού του κόσμου που ανακαλύπτουν ξανά την δύναμη της φωνής τους. Πολλοί νέοι δημιουργοί, σαν τον Τηλέμαχο, αναζητούν στον ανοιχτό ορίζοντα τον πατέρα να τους θυμίσει τα πως και τα γιατί, άλλοι λοξοκοιτούν παράλληλα προς την αντίθετη κατεύθυνση και αποφασίζουν πως πρέπει να κατασκευάσουν τα καινούρια υλικά για το μονοπάτι προς το μέλλον. Άλλοι πάλι, είναι πια σίγουροι πως πρέπει να αποτινάξουν τον συμβολικό «πατέρα» και την σκόνη του παρελθόντος για να φτιάξουν νέους ορίζοντες. Όλοι αυτοί σήμερα συνυπάρχουν, όπως οι συνυπάρχουν και οι πολλές εκδοχές ενός κόσμου που πέρασε είκοσι και πλέον χρόνια θεωρώντας πως η Ιστορία τελείωσε και η θάλασσα σταμάτησε, και η σύγχρονη τρικυμία τους βρίσκει απροετοίμαστους.

Απέναντι σε όλα αυτά, το σινεμά είναι όπως πάντα μια εξαιρετικά ευαίσθητη κεραία: Ακόμα και οι μικρότεροι των κραδασμών μπορούν να βρουν την έκφρασή τους μέσα στην τέχνη που ενώνει όλες τις υπόλοιπες. Καμιά ταινία δεν θα είναι ποτέ «η καλύτερη»- κάποιες ωστόσο, θα βρεθούν στη σωστή μεριά της Ιστορίας.