Πότε άραγε ξεκίνησε η ιστορία των spoiler; Και πότε το να αποκαλύψεις την ανατροπή σε μια ταινία ή τηλεοπτική σειρά έγινε μανία (τόσο διάδοσης όσο και αποφυγής); Παίζει άραγε ρόλο στην απόλαυση ενός έργου η από τα πριν γνώση του φινάλε; Η καινούρια ταινία του M. Night Shyamalan βλέπεται με ή χωρίς το spoiler λίγο πριν τους τίτλους τέλους; Ο Bruce Willis τι άλλο είναι πέρα από φάντασμα;

 

Spoiler Alert

Το πρόσφατο παρελθόν είναι νωπό: Πανικός στα facebook και τα twitter (sic) γύρω από τις αποκαλύψεις για τις ανατροπές στα επεισόδια του Game of Thrones. Μια τηλεοπτική σειρά (και μια ογκώδης σειρά βιβλίων) όπου η πραγματική ανατροπή θα είναι ένα επεισόδιο… χωρίς ανατροπή, που ωστόσο δίχασε το κοινό της με ένα παράδοξο τρόπο: Εκείνους που το είδαν με το που βγήκε, και εκείνους (τους άτυχους) που θέλησαν να το δουν την επόμενη μέρα. Για τους δεύτερους, η «προστασία της απόλαυσης» της σειράς από τις εκνευριστικές αποκαλύψεις των twists έχει σήμερα ολόκληρα add-ins και φίλτρα. Πολύ γρήγορα, και οι πρώτοι έγιναν από θύτες, θύματα: Πολύς κόσμος «πρόλαβε» να διαβάσει παρακάτω στα βιβλία, και χρειάστηκε τελικά η χαρακτηριστική αργοπορία του George R.R. Martin να γράψει το καινούριο κεφάλαιο στην επική του ιστορία, για να «ισοφαριστεί» η πλοκή σε βιβλία και τηλεόραση. Τώρα, κανείς και καμιά δεν ξέρει απολύτως τίποτα για την συνέχεια, άρα κανείς δεν μπορεί και να spoilάρει.

Ανάλογο «ζέσταμα» αυτού το φαινομένου είχε προηγηθεί με το Lost- εκεί βέβαια κυριαρχούσε η προσπάθεια ερμηνείας των ανατροπών παρά η βιάση για την αποκάλυψή τους, όμως με την σειρά του J.J. Abrams ξεκίνησε κατά κάποιο τρόπο ένα από τα θεμέλια της μεγάλης εφόδου των τηλεοπτικών σειρών στην οικιακή διασκέδαση: Το λεγόμενο «second viewing», δηλαδή μια παράλληλη με την θέαση συζήτηση που λάμβανε χώρα στα social media.

Αν ανατρέξουμε στο παρελθόν, θα βρούμε spoiler αλλά και ειδοποιήσεις για spoiler σε κινηματογραφικές κριτικές από τη δεκαετία του ’70. Τότε βέβαια, η έννοια είδος (genre) σηματοδοτούσε και μια κάπως προκαθορισμένη έκβαση: Το Hollywood για παράδειγμα αγαπούσε τα happy end- δεν υπήρχε ιδιαίτερη αγωνία για το αν θα τα καταφέρει ο καλός στο τέλος. Από την άλλη, ήξερες πως περιμένεις κάτι πιο «μαύρο» στις ταινίες νουάρ ή και στις ταινίες τρόμου- σιγά σιγά, ακόμα και η πορεία θανάτων σε ένα θρίλερ αποκτούσε τα δικά της κλισέ (παραδείγματα: Η ξανθιά της αρχής πάντα πεθαίνει πρώτη. Ο μαύρος φίλος πάντα πεθαίνει στην αρχή. Ο δολοφόνος εμφανίζεται συνήθως τρίτος στα αρχικά credits ή τελευταίος. Όλα αυτά τα κλισέ ανέτρεψε στην πρώτη meta-ταινία τρόμου ο Wes Craven με το πρώτο Scream). Όλα αυτά όμως δεν σημαίνουν πως οι ταινίες δεν είχαν ανατροπές: Οι ιστορίες whodunit άλλωστε είχαν πάντα μεγάλο μέρος της ουσίας τους στο φινάλε, πολλές φορές καλώντας τον θεατή να μαντέψει το μυστήριο πριν τον/την ντεντέκτιβ. Είμαστε όμως ακόμα στα ‘70s και τα 80s: Οι ανατροπές και τα φινάλε-έκπληξη υπάρχουν αραιά και που, μα δεν είναι ότι κάποια ταινία βασίζεται εντελώς σε αυτά. Ακόμα και το θρυλικό «No, I am your father» του Darth Vader το 1980 απλά πρόσθεσε στον μύθο του Star Wars, που ήταν ούτως ή άλλως μια τεράστια επιτυχία.

Κάνοντας ένα fast-forward, ας φτάσουμε στο 1999. Στην ίσως καλύτερη ταινία της δεκαετίας, το Fight Club, τα τελευταία λεπτά μιας εκπληκτικής ταινίας αποκτούν ένα απρόσμενο κερασάκι στην τούρτα. Παράλληλα, ένας νεαρός σκηνοθέτης με καταγωγή από την Ινδία, σκηνοθετεί τον Bruce Willis σε μια ιστορία φαντασμάτων, την 6η Αίσθηση. Η τελευταία, αν και σαφώς πολύ υποδεέστερη της ταινίας του David Fincher, θα γίνει πολύ μεγάλο σουξέ κυρίως για την περίφημη ανατροπή του φινάλε της. Η αποκάλυψη του τέλους ωστόσο δεν θα έρθει για να ολοκληρώσει τον μύθο, όπως στο Fight Club, αλλά για να τον ανατρέψει ολότελα: Ακόμα και σήμερα, η ανάμνηση από την Έκτη Αίσθηση περιορίζεται μονάχα στο φινάλε (και την ατάκα του νεαρού Osment «I see dead people»). To twist-in-the-end ξεκινά να γίνεται ζητούμενο μιας ψυχαγωγικής κινηματογραφικής εμπειρίας, και ο M. Night Shyamalan εκτοξεύεται απ’ ευθείας ως νέος μαιτρ των ανατροπών.

Βέβαια, λίγα χρόνια πριν, το 1995, το «ποιος είναι ο Keyser Soze» στην ταινία «Συνήθεις Ύποπτοι» μάλλον αποτελεί την πρώτη cult κινηματογραφική ανατροπή, όπως και το ερώτημα «what’s in the box?» στο ντεμπούτο του David Fincher, «Se7en». Ωστόσο, ακόμα και σε αυτές τις ταινίες το φινάλε μοιάζει περισσότερο σαν ιδανική αποζημίωση της ταινίας: Για κάποιο λόγο, όλοι σέβονται και προφυλάσσουν το μυστικό θέλοντας να μοιραστούν το αίσθημα της τελικής έκπληξης. Από την άλλη πλευρά όμως, η ατάκα «ο Bruce Willis είναι φάντασμα» είναι ίσως το πρώτο μη-διαδικτυακό meme. Και κάπως έτσι, επειδή ο Bruce Willis είναι φάντασμα, η ταινία πετυχαίνει και στο σινεμά αλλά και στο ανερχόμενο (τότε) DVD.

Spoiler Free

Μια άκρως ενδιαφέρουσα μελέτη από το Τμήμα Ψυχολογίας του San Diego (εδώ για όσους ενδιαφέρονται: http://pages.ucsd.edu/~nchristenfeld/Publications_files/Spoilers.pdf) έδειξε πως στην πραγματικότητα, η πρωθύστερη αποκάλυψη μιας ανατροπής όχι μόνο δεν επηρεάζει την απόλαυση ενός έργου, αλλά μπορεί και να την αυξάνει. Τα επεισόδια των Game of Thrones και τα δεκάδες «reaction video» άλλωστε το αποδεικνύουν: Το να μαθαίνεις πως κάτι τρομερό γίνεται και πως ο Jon Snow πεθαίνει, ανεβάζει τους δείκτες τηλεθέασης. Στο GoT άλλωστε, η ανατροπή είναι η «πρέζα» της σειράς, καθώς η επιτυχία της είναι βαθιά εξαρτημένη στο να αιφνιδιάζει το κοινό. Αξίζει να δει κανείς πόσο κακές κριτικές και ήπια γκρίνια είχαν τα πρώτα επεισόδια του τελευταίου κύκλου, όπου τίποτα (περίπου) συνταρακτικό δεν συνέβη. Τα διαδικτυακά στρατόπεδα (οι spoilerομάχοι) αγωνίζονται μάταια, σε ένα διαδίκτυο γεμάτο από πληροφορίες για κάθε έργο, λογοτεχνικό ή κινηματογραφικό.

Ο M. Night Shyamalan παρέδωσε στην συνέχεια την καλύτερή του ταινία, τον «Άφθαρτο» (Unbreakable), ξανά με τον Bruce Willis στον πρωταγωνιστικό ρόλο και ξανά με μια (μικρότερου βεληνεκούς) ανατροπή στο φινάλε. Ωστόσο, επειδή το σοκ του φινάλε δεν ήταν το ίδιο δυνατό με την Έκτη Αίσθηση (δηλαδή δεν παρήγαγε ανάλογο σούσουρο), η ταινία δεν είχε ανάλογη επιτυχία και ένα μάλλον διαφορετικό κοινό την αγάπησε. Από εκεί και πέρα, οι ταινίες του Shyamalan είναι ο πιο περιγραφικός ορισμός της κάτω βόλτας: Οιωνός, Σκοτεινό Χωριό (κάπως σώζεται), Lady in the Water, Το συμβάν. Κοινός παρονομαστής των ταινιών του είναι η «προσμονή της ανατροπής», μα σε όλες τις περιπτώσεις δεν είναι κάθε μέρα του Μπρουσγουίλι. Η συνέχεια είναι επίσης μια έξοχη περιγραφή της φιλοσοφικής αναζήτησης για το αν το βαρέλι έχει πάτο: Κάτι μαχητές του ανέμου, κάτι καταδίκες της καριέρας του Will Smith (After Earth), κάτι εντελώς συντηρητικά φιάσκα όπως Η επίσκεψη. Η «στροφή» του Shyamalan στα blockbuster ήταν απολύτως αποτυχημένη  και ο ίδιος, αν και νεότατος ακόμα (γεννηθείς το 1970) έμοιαζε παρωχημένος και ξεπερασμένος. Η «σχολή» του ωστόσο, συνέχιζε να βρίσκεται σε άνθιση, τόσο στον κινηματογράφο όσο και, κυρίως, στην τηλεόραση: Μπορεί οι ταινίες με εμφατικές ανατροπές απλώς να αυξήθηκαν λίγο, μα σίγουρα η μανία για αποφυγή των spoiler αυξήθηκε κατακόρυφα. Κάπως έτσι, όταν ήρθε το «Split» (Ο Διχασμένος) με τον James McAvoy, δυο πράγμα συνέβησαν ταυτόχρονα: Πανικός να μην αποκαλυφθεί το twist στο φινάλε και την ίδια στιγμή ολόκληρες εκπομπές αφιερωμένες ακριβώς σε αυτό και την σημασία του. Ο M. Night Shyamalan (και μια ταινία του) έγινε ξανά, αντικείμενο συζήτησης. Και ω, τι παράξενο, το twist του Διχασμένου είναι ότι πιο meta σε twist έχει κυκλοφορήσει.

Spoilers ahead

Όχι, δεν θα αποκαλύψουμε το φινάλε του Split. Όπως έλεγε και ο αείμνηστος Rogert Ebert, καμία κριτική ταινίας δεν έχει δικαίωμα να κάνει spoil τα κρυφά μυστικά του έργου (δεν είναι αξίωμα βέβαια). Οπότε, για αυτή τη φορά, ο Bruce Willis δεν είναι φάντασμα. Όμως τίποτα δεν θα άλλαζε στην ταινία η πρότερη γνώση του φινάλε, καθώς αυτό δεν αφορά την πλοκή καθ’αυτή αλλά αφορά τον σκηνοθέτη της: Ο Shyamalan, μάλλον αποφασισμένος να επανεφεύρει το σκηνοθετικό του στίγμα, επιστρέφει στις ρίζες του και σε αυτό που κάποτε τον καταξίωσε. Το φινάλε του είναι μια υπόσχεση πως αφήνει πίσω τις τελευταίες του δουλειές και επιστρέφει στις αρχές της χιλιετίας. Ναι, αλλά πως μπορούν να γίνονται τόσα με μερικά δευτερόλεπτα πριν τους τίτλους τέλους; Μα φυσικά, αντιγράφοντας δυο συνταγές. Η πρώτη είναι δική του: Η ταινία, πέρα από την ενδιαφέρουσα ερμηνεία του McAvoy δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα comme-ci comme-ca θρίλερ, με ένα ξεχείλωμα θεμάτων όπως η σεξουαλική κακοποίηση και αδιάφορο τέλος. Αυτά τα δευτερόλεπτα στο φινάλε είναι η ουσία, θα μπορούσε κάλλιστα να είχε προηγηθεί ο «Ύπνος» του Andy Warhol και όχι οι 23 προσωπικότητες του McAvoy. Η δεύτερη συνταγή αφορά στο ιδιαίτερα προσδοφόρο «ενιαίο κινηματογραφικό σύμπαν» που εισήγαγε η Marvel για τις υπέρ-ηρωικές της ταινίες. Αλλά όσες εμπορικές συνταγές και να ακολουθήσει κανείς, το καρπούζι παραμένει μάπα αν δεν υπάρχει η ιδιαίτερη ματιά και ένας μύθος που έχει κάτι να πει.

Δεν υπάρχει κανένας φόβος να γίνει spoil κάτι στην ταινία. Το twist που εξυπηρετεί διαφημιστικές καμπάνιες δεν εξυπηρετεί απαραίτητα κινηματογραφικούς μύθους. Στη δεύτερη περίπτωση, η γνώση του δεν έχει ιδιαίτερη επιρροή στην απόλαυση του έργου: Το Άγαλμα της Ελευθερίας είναι ακόμα θαμμένο στην άμμο και ο Norman είναι η μητέρα του (όταν λες το τέλος αλλά όχι το έργο, μετράει σαν spoiler;). Ένα έργο τελικά, μπορεί να είναι spoiled όχι αν κάποια μυστικά του έρθουν στο φως στην εποχή της πληροφορίας, αλλά κυρίως όταν το φετίχ της πληροφορίας λειτουργήσει εις βάρος της κατασκευής. Η προαναφερθείσα έρευνα άλλωστε επισημαίνει πως πολλές απογοητεύσεις μπορεί να είχαν αποφευχθεί αν μερικά δώρα τυλιγόντουσαν σε διάφανο σελοφάν: Στην περίπτωση του «Split» αυτό είναι απολύτως ταιριαστό.

Το word-of-mouth του 1999 με το φινάλε της Έκτης Αίσθησης δεν ήταν μόνο μια από τις πρώτες εμφανίσεις της spoiler-μανίας: Ήταν και μια πρώτη εφαρμογή της επιτυχίας του viral, έστω και …προφορικά. Ο Shyamalan είναι άλλωστε αρκετά ικανός στο να δημιουργήσει hype για μια ταινία του. Αρκούν όμως τα τρικ για ένα καλό σινεμά;