Η Ομάδα Gras στην παράστασή της “Theresienstadt” φωτογραφίζει μια αληθινή ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Από τη Φωτεινή Τσαρδούνη

Η πόλη Τερεζίν, στα βόρεια της Πράγας, χρησιμοποιήθηκε από τους Γερμανούς Ναζί ως στρατόπεδο συγκέντρωσης και ως σταθμός μετάβασης των Εβραίων για εκτόπισή τους σε άλλα, μεγαλύτερα στρατόπεδα. Η πόλη, παρά τις κατοχικές της συνθήκες διαβίωσης, ανέπτυξε μια πρωτόγνωρη πολιτιστική δραστηριότητα και έκφραση. Από αυτό επωφελήθηκαν τα Ες-Ες και το 1944, στα πλαίσια προπαγάνδας τους, με αφορμή την επίσκεψη μιας επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού  στην πόλη, παρουσίασαν την πόλη ως «θέρετρο».

Η ομάδα Gras διάλεξε να φέρει στην σημερινή θεατρική σκηνή μια πτυχή της τότε υποκριτικής των Ες-Ες. Μια υποχρεωτική γιορτή για τους κρατουμένους, με επιβεβλημένα χαμόγελα που να φωνάζουν «όλα βαίνουν καλώς».

Με πολύχρωμο φουστάνι εποχής και ένα τεράστιο χαμόγελο μας υποδέχθηκε μία από τις κοπέλες στην είσοδο, καλοσωρίζοντάς μας στο «Πρότυπο Κέντρο Υποδοχής Άλλων» (Π.Κ.Υ.Α.). Ατμόσφαιρα γιορτινή, μπαλόνια, πολύχρωμα, φουστάνια, μουσική χορευτική, γέλια, τούρτα… Κι εμείς οι θεατές γίναμε οι δημοσιογράφοι ή οι κοινωνικοί λειτουργοί της κοινωνικής εκδήλωσης.  Μετά από πολύ γιορτή, η Διοικητής, έκανε τις δηλώσεις της από το πάνελ, όπως ορίζει το πρωτόκολλο. Ένας πολιτικάντης λόγος, που έχουμε πλέον συνηθίσει ν’ακούμε από παντού, που χαϊδεύει τ’ αυτιά μας και ζωγραφίζει ένα όντως όμορφο μέρος να διαμένει κάποιος. Οι χοροί πρωτοστατούν, ώσπου εμφανίζεται το πρώτο ρήγμα. Οι κοπέλες κυκλώνουν απειλητικά μία από την παρέα τους, αιωρείται η απειλή και ο φόβος. Και μετά και πάλι τραγούδι. Και αρχίζει μια εναλλαγή σκηνών, γιορτής από την μία, σκληρή και παρασκηνιακή πραγματικότητα από την άλλη. Βία, κακοποίηση, σεξουαλική, σωματική, ψυχολογική, κάθε είδους,  αγωνίες, απειλές, κραυγές, τραγικότητα, αδιέξοδα, τάσεις αυτοκτονίας, θάνατοι, σπαραγμοί.

Η παράσταση είχε ένα πολύ καλό αντικείμενο πραγμάτευσης. Την κυρίαρχη εικόνα του φαίνεσθαι, μία νύξη ότι όλα δεν πρέπει να είναι όπως αρχικά δείχνουν (π.χ. το παράθυρο πάνω αριστερά με τις δυο κοπέλες – παρατηρητές, ντυμένες με κουρέλια) και την λανθάνουσα αλήθεια που βρίσκει ρωγμές και αποκαλύπτεται. Επιτυχής ο ωραιοποιημένος πίνακας, αλλά υπήρχε μια δυσαναλογία, και χρονική και έντασης, μεταξύ των δύο κόσμων.  Παρά την ενέργεια όλων τον ηθοποιών και τις ανεξάντλητες επιδόσεις τους στον χορό, η ισορροπία χανόταν όταν επί 5 λεπτά παρακολουθούσαμε ένα πάρτυ, ενώ εμβόλιμα έμπαιναν κάποια μονάχα δευτερόλεπτα αποκάλυψης του «τι συμβαίνει από πίσω». Και όποτε αυτά τα κομμάτια έπαιρναν μεγαλύτερο μερίδιο χρόνου, υπήρχε μια αμηχανία και συγκράτηση. Λόγια που ψιθυρίζονται και δεν ακούγονται, βίαιες κινήσεις μεν, αλλά αναποφάσιστες και ντροπαλές από την άλλη. Υπήρξαν αρκετές οι φορές που βλέπαμε την προσωπική πορεία και προσπάθεια των ηθοποιών να διαχειριστούν την συναισθηματική τους φόρτιση αναποκρινόμενες σε αυτό που έπρεπε ν’ αναπαραστήσουν. Αλλά αυτό περιοριζόταν στο προσωπικό στοίχημα και αφαιρούσε «βαθμούς» μετάδοσης  αυτής καθ’ αυτής της ιστορίας.

Σαφώς ήταν δύσκολο το εγχείρημα σε τόσα μικρά χρονικά πλαίσια. Ίσως μια καλύτερη κατανομή του σκηνικού χρόνου να μπορούσε να επιφέρει καλύτερες ισορροπίες, έτσι  ώστε οι θεατές να μην χειροκροτούν στο τέλος μονάχα για την προσπάθεια των ηθοποιών ή ως φόρο τιμής για το Τερεζίν ή για την σύντομη αναφορά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του 2013 στην Ελλάδα, αλλά και γιατί η ίδια η παράσταση τους ταρακούνησε μέσα τους και τους έβαλε να στοχαστούν απέναντι στο σήμερα και στο τότε, το οποίο είναι πολύ περισσότερο κοντά μας απ’ ότι θα θέλαμε να πιστέψουμε.