Μια ύπαρξη αγωνίζεται να βγει στο ζην, ένας ηθοποιός αγωνίζεται να βγει στη σκηνή, ένας καλλιτέχνης/ζωγράφος αγωνίζεται να βγει στο μονοπάτι της τέχνης του.

Από την Εύη Προύσαλη*

«Πρέπει να βγω… πρέπει να βγω έξω … ό,τι κι αν γίνει, πρέπει να βγω… τρέμω ολόκληρος … δεν γίνεται, πρέπει να βγω…»

Μια ύπαρξη αγωνίζεται να βγει στο ζην, ένας ηθοποιός αγωνίζεται να βγει στη σκηνή, ένας καλλιτέχνης/ζωγράφος αγωνίζεται να βγει στο μονοπάτι της τέχνης του. Τρεις οντότητες που «ρίχνονται» στον κόσμο για να προσδιορίσουν το είναι τους. Τραγικοί, καθότι ελεύθεροι και συνάμα εγκλωβισμένοι στα πάσης φύσεως ιδεολογικά και κοινωνικά δεσμά που τους επιβάλλονται έξωθεν. Παλεύουν να απαγκιστρωθούν διεκδικώντας το δικαίωμά τους στον αυτο-προσδιορισμό και την αυτο-καταξίωση. Πρόκειται για τον αέναο αγώνα -αλλά και την αγωνία- του όντος όταν έρχεται αντιμέτωπο με το είναι-του-στον-κόσμο αλλά και με το είναι-του σε σχέση με τους άλλους. Εσωτερικές κι εξωτερικές συγκρούσεις υφαίνουν το δίχτυ μέσα στο οποίο φυλακίζεται ο άνθρωπος. Η μάχη είναι αμφίρροπη. Κάποιοι διασώζονται αποφασίζοντας να βγουν στο «προσκήνιο» ενώ άλλοι καταποντίζονται στα ερέβη του εσώτερου είναι τους, στην ασφάλεια μιας ζωής «εντός» του νου τους κι «εκτός» κόσμου, ήτοι στην τρέλα.

Το έργο του Γρηγόρη Χαλιακόπουλου είναι πολύπλευρο. Με αφορμή έναν θεατρικό μονόλογο ξεσκεπάζει τον ψυχισμό του ηθοποιού, τον διχασμό του ανάμεσα στο άτομο και την persona ηθοποιός αποκαλύπτοντας τον τρόμο και τον φόβο του κενού της σκηνής εν όψει της πρεμιέρας. Ταυτοχρόνως, εμβαθύνει στην άγνωστη προσωπικότητα ενός παραγνωρισμένου Έλληνα ζωγράφου του Νικόλαου Δραγούμη, γιου του πρωθυπουργού της Ελλάδας Στέφανου Δραγούμη, ο οποίος πέθανε στο ψυχιατρείο, καθώς η οικογένειά του δεν ενέκρινε την καλλιτεχνική του πορεία. Κείμενο με ρέοντα λόγο, κλιμακωτές κι ευδιάκριτες ψυχολογικές διακυμάνσεις που επιτρέπουν αβίαστα την παράλληλη έκφραση των σκέψεων και των εσωτερικών προβληματισμών. Όπως, όμως όλοι οι αυτο-βιογραφούμενοι μονόλογοι, έτσι και ο συγκεκριμένος, ενέχουν σκοπέλους κυρίως στο πλαίσιο της υποχρεωτικής πληροφόρησης του κοινού σχετικά με το παρελθόν (π.χ. οικογενειακή κατάσταση του ηθοποιού). Πάντως, το αποτέλεσμα δεν πρόδωσε το ευκταίο. Η σκηνοθεσία (Μαρίκα Θωμαδάκη) αναδεικνύει με πολυπρισματικό τρόπο το κείμενο. Η σύνολη σύλληψη πετυχαίνει να αναπαραστήσει το τρισυπόστατο του ατόμου/ηθοποιού/Δραγούμη, τη «σκιά» του ειδώλου, μέσα από τον κατακερματισμό της μορφής του ηθοποιού στο αντικαθρέφτισμα των τριών σκηνικών κατόπτρων. Η έμπνευση της όψης (σκηνικά Ανδρομάχη Μοντζολή) και η φωτιστική υπαινικτικότητα (Γιώργος Σηφάκης) παράλληλα με την πρωτότυπη μουσική (Φίλιππος Περιστέρης) της κυριαρχίας του τσέλου διευκολύνουν τη συγκινησιακή ροή. Ο Βασίλης Παπαδημητρίου ερμηνεύει με απέριττο και φυσικό τρόπο τις ομολογουμένως επικίνδυνες διαβαθμίσεις του εσωτερικού μονολόγου. Άκρως λειτουργική και μελετημένη η -καθοδηγημένη ως φαίνεται σκηνοθετικά- αποστασιοποιημένη εκφραστική του «άλλου» εαυτού του ηθοποιού.

Το Θέατρο της Ημέρας, ένας φιλόξενος χώρος, με ατμοσφαιρικό φουαγιέ, φιλοξενεί μια παράσταση που «παίζει» με τα αλληλεπικαλυπτόμενα επίπεδα, τόσο του παλίμψηστου του ψυχολογικού εαυτού μας όσο και του δίπολου της θεατρικής υπόκρισης, όπου το σώμα του ηθοποιού είναι ταυτόχρονα παρών «εαυτός» και δραματικό πρόσωπο.

*Η Εύη Προύσαλη είναι Δρ. Θεατρολογίας – Κριτικός Θεάτρου