Μια βοσκοπούλα στα μπουζούκια

Την φράση «μια βοσκοπούλα αγάπησα μια ζηλεμένη κόρη» την έχουν όλοι ακούσει, τραγουδήσει, διακωμωδήσει ή απλά αναφέρει, μιας και αποτελεί πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της παράδοσης. Πιθανόν να μην γνωρίζουν απαραιτήτως οι νεότεροι από ποιο λογοτεχνικό κείμενο προέρχεται, όμως υπάρχουν γενιές ολόκληρες που μεγάλωσαν ακούγοντας για απελπισμένους έρωτες και αδιέξοδες συνθήκες, με φόντο κάποια εξωραϊσμένα τοπία της ελληνικής υπαίθρου.

Μετρώντας 123 χρόνια ζωής, ο «Αγαπητικός της βοσκοπούλας», το δραματικό ειδύλλιο του Δημητρίου Κορομηλά, αν και κάπως παρωχημένο στις μέρες μας, εξακολουθεί να προκαλεί το ενδιαφέρον, να συγκινεί, καθώς και να αποτελεί ένα πεδίο έρευνας για το πώς παρουσιάστηκε η ελληνική κοινωνία στα γράμματα και τις τέχνες. Επιπλέον, με αυτό το έργο, ο συγγραφέας συνέβαλλε ουσιαστικά σε μια διαφορετική ροπή του ελληνικού θεάτρου και πολλοί θεατρολόγοι υποστηρίζουν πως αποτέλεσε πρόδρομο για το αστικό δράμα του Ξενόπουλου, καθώς και άλλων κατοπινών συγγραφέων.

Η περιγραφή της κοινωνικής νοοτροπίας, της λαογραφίας και της παράδοσης, που τόσο θυμίζει και τη «Λυγερή» του Καρκαβίτσα, προέρχεται από την επίμονη αναζήτηση μιας αυθεντικότητας εκ μέρους του Κορομηλά, που τριγύρισε αρκετά στην Ελλάδα ώστε να εντρυφήσει στην «μυστική γιορτή» της επαρχίας. Βέβαια μια ιδιάζουσα ανάγνωση που γνωρίζουν συχνά στα έργα εκείνης της εποχής, είναι η ωραιοποίηση και ο ρομαντισμός ως κάτι αρνητικό και ίσως επικίνδυνο. Όμως, η λαογραφία και η κοινωνική καταγραφή, κατέστησαν αναγκαίο τον άμεσο και ζωντανό τρόπο απεικόνισης της τότε πραγματικότητας, μιας πρώιμης «επιτόπιας έρευνας» ας πούμε, με τις πλάνες, τις όποιες «αποκρύψεις» και τις πιθανές υπερβολές της.

Το τραγούδι που εντάχθηκε στο κείμενο και στη συνέχεια ενοποιήθηκε με την μουσική μας παράδοση, προέρχεται από το ποίημα του Γ. Ζαλοκώστα «Φίλημα», που χρησιμοποίησε ο Κορομηλάς σε παραλλαγή στο κείμενό του, ενώ η μουσική βασίστηκε από ιταλικές καντάδες του 19ου αιώνα.

Σε κάποιο χωριό του Ρούμελης, η ζωή και η καθημερινότητα των κατοίκων αναταράζονται με την παρουσία ενός πλούσιου ξένου, που καταφτάνει εκεί, αφού πρώτα σώσει από πνιγμό έναν νεαρό συντοπίτη τους. Στην βρύση του χωριού, συναντά μια νεαρή κοπέλα που του θυμίζει έντονα την μεγάλη του χαμένη αγάπη και της δίνει έναν χρυσό σταυρό. Η μητέρα της, θα θελήσει να την παντρέψει με τον ξένο, σκεπτόμενη το καλύτερο μέλλον, αγνοώντας επίμονα τον έρωτα που τρέφει για τον φτωχό νέο που παραλίγο να πνιγεί στο ποτάμι. Όταν συναντά για πρώτη φορά τον ξένο, καταλαβαίνει έντρομη πως πρόκειται για τον άνδρα που πρόδωσε όταν οι γονείς της, την πάντρεψαν με κάποιον μεγαλύτερο και πλουσιότερο, από μακρινό τόπο. Όμως, θα θελήσει να πάει κόντρα τόσο στον εαυτό της, όσο και στον περίγυρο, επιμένοντας να παντρέψει την μικρή Κρουστάλλω, ανοίγοντας έναν κύκλο παρεξηγήσεων και άσχημων γεγονότων.

Ο Πέτρος Ζούλιας θέλησε να στήσει στη σκηνή του Παλλάς, ένα λαϊκό θέαμα, με ζωντανή μουσική και παραδοσιακές αποχρώσεις. Δεν υπήρξε καμία νεωτεριστική προέκταση ή έννοια και έγινε προσπάθεια δημιουργίας ενός στρωτού ψηφιδωτού της εποχής. Αυτό συνήθως είναι και το ζητούμενο των σκηνοθετών που αναλαμβάνουν αντίστοιχα έργα και έτσι συνηθιζόταν ανέκαθεν, μέχρι ο Καραθάνος να αποδείξει το αντίθετο με την «Γκόλφω» του. Ο Ζούλιας δημιούργησε μία οπτική δύο χώρων, όπου μπροστά παρακολουθούμε την δράση και πίσω, διάφορες αναπαραστάσεις από τη ζωή της υπαίθρου, που βοηθούν συνοδευτικά στην υπόθεση. Σε αυτό συνέβαλλε το λειτουργικό σκηνικό της Λίλης Πεζανού. Η παρουσία κάποιου τραγουδιστή για το μουσικό μέρος, είναι σταθερή επιλογή στις εκτελέσεις της «Βοσκοπούλας». Το πρόβλημα δεν είναι ο Γιώργος Μαργαρίτης, που στέκεται αξιοπρεπώς, αλλά εάν το μουσικό κομμάτι, θα ήταν προτιμότερο να ενσωματωθεί με τον πρωταγωνιστικό ρόλο, για ένα καλύτερο αποτέλεσμα, μιας και η έλλειψη συνοχής στην συγκεκριμένη φάση ήταν εμφανής. Εξάλλου για να δικαιολογηθεί η παρουσία του ερμηνευτή, χρειάστηκε να ενταχθεί και άλλο τραγούδι που απλά δεν έδεσε. Τα κοστούμια της Αναστασίας Αρσένη είχαν κάποιες μοντέρνες πινελιές και λειτούργησαν περισσότερο συμβολιστικά, με τις φουστανέλες να αντιστοιχούν στην εποχή. Συνολικά έλειψε επιτυχημένα το έντονο φολκλόρ από την σύλληψη.

Ως προς τις ερμηνείες, ήταν σχεδόν μοιρασμένες. Η Μαρία Πρωτόπαππα, διαθέτει πλέον την πυγμή, το κύρος και τη στόφα καλής πρωταγωνίστριας. Ακόμη και τις μικρές στιγμές που φαίνεται σκηνοθετικά ακαθοδήγητη, βρίσκει τον τρόπο τόσο να σώσει το λόγο της, όσο και να επαναφέρει το ενδιαφέρον του θεατή σε εκείνη. Μεγάλο της ατού οι δραματικές κορυφώσεις. Ο Βασίλης Μπισμπίκης, δίνει μια συμπαθητική ερμηνεία, αποτυπώνεται βαρύς και μελαγχολικός, όμως δεν απογειώνει το ρόλο του, ενώ θα μπορούσε να είναι περισσότερο συγκινητικός και εσωστρεφής. Ο Χρήστος Στέργιογλου, με τον απόλυτο έλεγχο της φωνής του, άλλοτε συναισθηματικός, άλλοτε τρυφερός και πάντοτε με ένα ιδιαίτερο εσωτερικό χιούμορ, αποτελεί μία από τις πιο ευχάριστες παρουσίες στην παράσταση. Η Ρένη Πιττακή, είχε μία σπαρακτική εσωστρέφεια και μια σωστή υπερβολή. Ο Πάνος Βλάχος ως ερωτευμένος «Λιάκος», χειρίζεται ικανοποιητικά τις συναισθηματικές του εκρήξεις, αποτυπώνει μια εφηβική αθώοτητα, παρά τις ελάχιστες άστοχες στιγμές. Η Ευγενία Δημητροπούλου, στάθηκε αμήχανα και επιπόλαια απέναντι στην «Κρουστάλλω» της. Υπήρξαν φάσεις, που παρά την φανερά καλή πρόθεση και προσπάθεια, αναδείχθηκε ένα υποκριτικό χάσμα. Παρόλα αυτά, διαθέτει ένα νεύρο στις ερμηνείες της. Ο Νίκος Μαγδαληνός, έχει μια μανιερίστικη υπερβολή, αν και στην συγκεκριμένη περίπτωση, ο ρόλος το απαιτούσε και έτσι «κούμπωσε» με ένα πειστικό χιούμορ. Τέλος, οι υπόλοιποι ηθοποιοί συμπλήρωσαν άρτια το σύνολο, τόσο στην πρόζα όσο και στο μουσικοχορευτικό κομμάτι, δίνοντας ένα όμορφο τελικό αποτέλεσμα.

Ο «Αγαπητικός της Βοσκοπούλας», εάν αντιμετωπιστεί με σεβασμό, μπορεί να αποτελέσει μια ευχάριστη αναδρομή στα περασμένα. Κι αν ο έρωτας της Μαριώς και του Μήτρου, φαντάζει ξεπερασμένος σήμερα, η χαλκογραφία της εποχής τους, σίγουρα έχει πολλά να αφηγηθεί μα κυρίως, να εξηγήσει…

Το δραματικό ειδύλλιο «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας» του Δημητρίου Κορομηλά, σε σκηνοθεσία Πέτρου Ζούλια, παρουσιάζεται στο Θέατρο Παλλάς. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ