Η Tanweer παρουσιάζει στους κινηματογράφους από τις 19 Νοεμβρίου 2015 την ταινία «Τέλος Διαδρομής» (The End of the Tour) με τους Τζέισον Σίγκελ και Τζέσι Άιζενμπεργκ.

ΣΥΝΟΨΗ

Η ταινία βασίζεται στο βραβευμένο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Ντέιβιντ ΛίπσκιAlthough Of Course You End Up Becoming Yourself: A Road Trip with David Foster Wallace’. Διηγείται την ιστορία της πενθήμερης συνέντευξης που διενήργησε ο ρεπόρτερ (και μυθιστοριογράφος) του Rolling Stone, Ντέιβιντ Λίπσκι (Τζέσι Άιζενμπεργκ) στον βραβευμένο μυθιστοριογράφο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας (Τζέισον Σίγκελ), αμέσως μετά την έκδοση του επικού βιβλίου του, ‘Infinite Jest’ το 1996.

Καθώς οι μέρες περνούν, μια περίεργη και έντονη σχέση αρχίζει να δημιουργείται ανάμεσα στον δημοσιογράφο και τον συγγραφέα. Οι δύο άνδρες ανταλλάσσουν πειράγματα, γελούν και αποκαλύπτουν κρυφές πτυχές του εαυτού τους – χωρίς ποτέ να προδίδουν κατά πόσο είναι ειλικρινείς μεταξύ τους. Κατά έναν ειρωνικό τρόπο, η συνέντευξη δεν δημοσιεύτηκε ποτέ, και οι κασέτες με τις μαγνητοφωνημένες συζητήσεις τους, παρέμειναν για πάντα στο ντουλάπι του Λίπσκι. Οι δύο άνδρες δεν συναντήθηκαν ποτέ ξανά. Η ταινία βασίζεται στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Λίπσκι με αφορμή την αξέχαστη αυτή συνάντηση, που συνέγραψε μετά την αυτοκτονία του Γουάλας, το 2008.

Οι ερμηνείες του Σίγκελ και του Άιζενμπεργκ ξεχειλίζουν από συναίσθημα. Η ταινία είναι σκηνοθετημένη με χιούμορ κι ευαισθησία από τον βετεράνο του Sundance, Τζέιμς Πόνσολντ, σε σενάριο του βραβευμένου με Pulitzer, Ντόναλτ Μάργκουλις.

Στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί τρία βιβλία του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, τα: «Αμερικάνικη Λήθη» (Εκδόσεις Κέδρος), «Κορίτσι με Παράξενα Μαλλιά» (Εκδόσεις Τραυλός) και «Αυτό Εδώ Είναι Νερό» (Εκδόσεις Κριτική).

Βραβείο Κοινού στο Sarasota Film Festival

Επίσημη Συμμετοχή στο Φεστιβάλ του Sundance, όπως και στα Φεστιβάλ Λονδίνου, Σαν Φρανσίσκο, Σιάτλ και Μελβούρνης

Νύχτες Πρεμιέρας / 21ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Αθήνας 2015

Πρωταγωνιστούν:

Τζέισον Σίγκελ, Τζέσι Άιζενμπεργκ, Άννα Τσλάμσκι, Μάμι Γκάμερ, Μίκι Σάμνερ, Τζόαν Κιούζακ, Ρον Λίβινγκστον, Μπέκι Ανν Μπέικερ

Σκηνοθεσία: Τζέιμς Πόνσολντ

Σενάριο:  Ντόναλντ Μάργκουλις

Η ταινία βασίζεται στο βραβευμένο μυθιστόρημα του Ντέιβιντ Λίπσκι ‘Although Of Course You End Up Becoming Yourself: A Road Trip with David Foster Wallace’.

Παραγωγή: Ντρου Ντόουντλ, Μάικλ Λίτβακ, Ντέιβιντ Λάνκαστερ

Φωτογραφία: Τζέικομπ Ίχρε

Καλλιτεχνική Διεύθυνση Τζέραλντ Σάλιβαν, Σάρα Μ. Ποτ

Μοντάζ: Ντάριν Ναβάρο

Μουσική: Ντάνι Έλφμαν

Κοστούμια: Έμα Πότερ

Διάρκεια: 106’

Διανομή: Tanweer

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ

«Η αλήθεια θα σ’ απελευθερώσει. Αλλά πιο πριν θα σε έχει ξεκάνει.» ~ Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, «Infinite Jest»

Το χειμώνα του 1996, δύο φιλόδοξοι νέοι άνδρες, άγνωστοι μεταξύ τους, ξεκινούν ένα πενθήμερο road trip, κατά τη διάρκεια του οποίου ο καθένας προσπαθεί, άλλοτε με τρόπο νευρικό, άλλοτε με προκλητικό ν’ ανακαλύψει τον εαυτό του. Ο ένας είναι ο Ντέιβιντ Λίπσκι, «άγουρος» ακόμα δημοσιογράφος του περιοδικού Rolling Stone και ο άλλος ο 34χρονος Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, ένας ροκ σταρ της λογοτεχνίας, που ξαφνικά αναδείχτηκε ως ο πιο λαμπρός συγγραφέας και κοινωνικός παρατηρητής της γενιάς του.

Στην αρχή του ταξιδιού, ο Λίπσκι φαίνεται να «κυνηγά» μία μεγάλη αποκαλυπτική εξομολόγηση που θ’ απογειώσει την καριέρα του. Προσπαθεί να αποσπάσει από τον Γουάλας τις πληθωρικές του ιδέες για τον κορεσμένο από την ποπ κουλτούρα κόσμο μας – τον εθισμό στην τηλεόραση, τη μανία με την τεχνολογία, τη μοναξιά – αλλά και για κάτι ακόμα: για τα ελαττώματα του, για την προσωπική του ιστορία. Ίσως απλά και να έψαχνε για μια αδελφή ψυχή.

Οι δυο τους μίλησαν για ταινίες, κορίτσια, τραγούδια, τις παραξενιές της σύγχρονης ζωής. Αλλά στο τέλος του ταξιδιού, τους είχε συμβεί και κάτι άλλο: δημιουργήθηκε μεταξύ τους μία αναπάντεχη φιλία, ισχυρή και εκρηκτική όπως αυτή που υπάρχει μεταξύ κολλητών φίλων. Και ακόμα και αν η φιλιά αυτή βασίστηκε στο φθόνο, την ανασφάλεια, τη μοναξιά και την έλλειψη εμπιστοσύνης που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες σχέσεις, διέθετε ταυτόχρονα αυτό που πάνω απ΄ όλα αποζητούσε ο Γουάλας: ακτινοβολούσε ανθρωπιά. 

Ο σκηνοθέτης Τζέιμς Πόνσολντ και οι ηθοποιοί Τζέσι Άιζενμπεργκ και Τζέισον Σίγκελ μεταφέρουν αυτήν την απίθανη ιστορία στην οθόνη, καταφέρνοντας να αιχμαλωτίσουν το βαθύ συναισθηματισμό της. Άλλοτε τρυφερή, άλλοτε ελαφριά, η ταινία δεν είναι μόνο η ιστορία μίας ιδιοφυΐας που συγκρούεται με τη δύναμη μίας διασημότητας ή ενός ρεπόρτερ που κυνηγά το πρώτο του μεγάλο θέμα. Έχει να κάνει με τη δύσκολη σχέση που μπορεί ένας άνθρωπος να αποκτήσει με την επιτυχία, τη λαχτάρα μας για σύνδεση και την επιθυμία μας να ξεφύγουμε από τον ατέρμονο βομβαρδισμό πληροφοριών και να επιστρέψουμε σε αυτά που είναι απαραίτητα και αληθινά.

Ο Πόνσολντ λέει ότι τελικά όλα εξαρτήθηκαν από τον τρόπο με τον οποίο συνδέθηκαν οι δύο πρωταγωνιστές μεταξύ τους, κάτι που βγαίνει στην οθόνη και συγκινεί. «Είμαι ενθουσιασμένος που θα μοιραστώ αυτές τις δύο έξοχες ερμηνείες με το κοινό,» αναφέρει. Εξερευνώντας τις λιγοστές μέρες που οι δύο αυτοί συγγραφείς πέρασαν μαζί σε μια σημαντική στιγμή στη ζωή τους, αντικατοπτρίζει το βάθος των συναισθημάτων, την ειλικρίνεια και τη δυνατότητα ταύτισης, στοιχεία που είναι καθηλωτικά και πολύ συγκινητικά.

Δύο Ντέιβιντ σε διχασμό

Το ΤΕΛΟΣ ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ είναι μία βιογραφική ταινία. Αλλά θα μπορούσε να είναι και το ακριβώς αντίθετο.

Ο σκηνοθέτης Τζέιμς Πόνσολντ λέει: «Οι βιογραφίες έχουν την τάση να ισοπεδώνουν και να μειώνουν την πολυπλοκότητα της ζωής. Συνήθως τις αποστρέφομαι. Το ΤΕΛΟΣ ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ είναι πιο πολύ ένα στιγμιότυπο δύο ζωών που συμβαίνει κατά τη διάρκεια λίγων ημερών. Το σενάριο είναι σε μεγάλο βαθμό, αν όχι εξ ολοκλήρου, βασισμένο σε πραγματικές καταγεγραμμένες συνομιλίες. Στη συνέχεια, όμως ο Ντόναλντ Μάργκουλις «μεταποίησε» αυτές τις συνομιλίες σε μία έξοχη δραματική ταινία. Η ταινία ξεκινά λέγοντας μια ιστορία για το πώς ένας δημοσιογράφος προσεγγίζει ένα δύσκολο θέμα, αλλά η ιστορία περιπλέκεται περαιτέρω από τον εγωισμό, την ανασφάλεια, τη ζήλια, την τρωτότητα και το θαυμασμό. Τελικά, μεταμορφώνεται σε μία ιστορία ανεκπλήρωτου πλατωνικού έρωτα.»

Δεν πρόκειται για μία βιογραφική ταινία, αλλά δεν θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε και η περίπλοκη, τραγική ζωή του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας. Λίγοι μυθιστοριογράφοι γίνονται πλέον διάσημοι από την ιδιότητά τους και μόνο, αλλά η περίπτωση του Γουάλας ήταν διαφορετική. Τα βιβλία του έχουν τη δύναμη να κατακτήσουν ένα φανατικό κοινό. Τα αντίτυπα του γιγαντιαίου μυθιστορήματός του «Infinite Jest» δημιουργούν ένα μυστικό ισχυρό δεσμό μεταξύ εκείνων που θεωρούν ότι αντανακλά την κατακερματισμένη προσωπικότητά τους, αλλά και τη δίψα τους για ζωή.

Τα βιβλία, οι ιστορίες και τα άρθρα του έχουν τη δική τους δυναμική. Γλωσσικά ευφάνταστα, ενισχυμένα με υποσημειώσεις, πολύπλοκη πλοκή και συμπληρωμένα με μία υπερ-σύγχρονη (και συχνά ξεκαρδιστική) μανιακή ενέργεια, προκαλούν τους αναγνώστες να τους δώσουν και την τελευταία ρανίδα της προσοχής τους. Αλλά ταυτόχρονα συγκινούν το κοινό με την ειλικρίνειά τους και το αίσθημα της προσωπικής αναζήτησης που τα χαρακτηρίζει. Με την αφοπλιστική του ειλικρίνεια, τις ανασφάλειες του και την προσωπική απελπισία του, με το χαρακτηριστικό μείγμα έκστασης και θλίψης, ο Γουάλας κατάφερε να κάνει τους αναγνώστες του να αισθάνονται λιγότερο μόνοι.

Ο Γουάλας δεν ήταν ένας ακόμα σύγχρονος είρων. Αντίθετα, θεωρούσε την ειρωνεία δηλητηριώδη και πολέμησε ενάντια στο ισχυρό ρεύμα κυνισμού της εποχής του. Επεδίωκε ένα  είδος γραφής που θα μπορούσε καταπολεμήσει την αποξένωση, όχι απλώς να την αντανακλά. Την ίδια στιγμή, ο Γουάλας είχε και ένα κοφτερό μυαλό που μπορούσε να «καταναλώσει» κάθε είδους γνώση, με την ίδια απληστία.

Μεγαλωμένος στις μεσοδυτικές πολιτείες από καθηγητές γονείς, ο Γουάλας ξεκίνησε ως αθλητής και πολλά υποσχόμενος παίκτης του τένις. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του (φιλοσοφία και αγγλική γλώσσα) στο Amherst College, έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα, «The Broom Of The System», που ήταν και η διατριβή του. Ακολουθήθηκε η συλλογή διηγημάτων «Girl With Curious Hair», το 1.079 σελίδων «Infinite Jest». Μετά ακολούθησαν τα «A Supposedly Fun Thing I’ll Never Do Again», «Brief Interviews with Hideous Men», «Oblivion» και «Consider the Lobster». Το ημιτελές μυθιστόρημα του «The Pale King» και η οδυνηρή έναρξη της ομιλίας του το 2005 στο Kenyon College, με τίτλο «This is Water», δημοσιεύθηκαν μετά το θάνατό του.

Ήταν γνωστό ότι ο Γουάλας υπέφερε από σοβαρή κατάθλιψη κατά περιόδους, σ’ όλη την ενήλικη ζωή του. Μετά από μια ανεπιτυχή αγωγή με φάρμακα, αυτοκτόνησε το 2008 στο Claremont, της Καλιφόρνια, όπου δούλευε ως καθηγητής συγγραφής στο Pomona College.

Ο θάνατός του συγκλόνισε όσους είχαν νιώσει κοντά του, μέσω των βιβλίων του. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Ντέιβιντ Λίπσκι, ο οποίος, άγνωστος στους περισσότερους, είχε πάρει συνέντευξη στον Γουάλας πριν από 12 χρόνια, ακριβώς όταν η καριέρα του Γουάλας έμπαινε σε ανοδική τροχιά και ο ίδιος ο Γουάλας ανακάλυπτε τα ψυχολογικά σκαμπανεβάσματα που συνοδεύουν τη διασημότητα.

Εκείνη την περίοδο, ο Λίπσκι ήταν δημοσιογράφος στο περιοδικό Rolling Stone και νέος μυθιστοριογράφος. Είχε δημοσιεύσει μια συλλογή διηγημάτων και ένα μυθιστόρημα, το «Τhe Art Fair», που ανακηρύχθηκε καλύτερο βιβλίο της χρονιάς από το περιοδικό Time. Ασχολούνταν με ποικίλα θέματα, όπως τοξικομανείς, ομοφυλόφιλοι έφηβοι, τη ζωή στο West Point (στο περίφημο βιβλίο «Absolutely American»). Το 1994 έψαχνε για ένα ανατρεπτικό θέμα… Μέχρι που σκέφτηκε τον Γουάλας. Δεν συνηθιζόταν να μπαίνουν πεζογράφοι στο εξώφυλλο του Rolling Stone, αλλά ο Γουάλας θεωρείτο αρκετά rock.

Η συνέντευξη που του πήρε ο Λίπσκι δεν δημοσιεύθηκε ποτέ. Όμως, μετά το θάνατο του Γουάλας, ξέθαψε τις ταινίες και τις σημειώσεις του. Και όταν ήρθε ξανά σε επαφή με το υλικό, στη προσπάθεια του να καταλάβει τι είχε συμβεί, έμεινε έκπληκτος με αυτό που ανακάλυψε.

Αναβίωσε αυτές τις πέντε μέρες στο « Although Of Course You End Up Becoming Yourself», ένα βιβλίο – κάθαρση για τον ίδιο, που απέκτησε πολλούς φανατικούς αναγνώστες, καθώς θεωρήθηκε ένα από τα πιο οξυδερκή κείμενα για την σκέψη του Γουάλας.

Αλλά ήταν κατάλληλο για να μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη;

Μία συνέντευξη μετατρέπεται σε road movie

Θα μπορούσε μια ιστορία δύο αντρών που διασχίζουν τις Μεσοδυτικές πολιτείες, μιλώντας για τη ζωή, την τέχνη και τις ανασφάλειές τους να είναι γεμάτη δράμα, ένταση και ορμή; Οι δημιουργοί του ΤΕΛΟΥΣ ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ έθεσαν ως στόχο να βρουν μια απάντηση σε αυτό το αίνιγμα, ξεκινώντας από την προσαρμογή του σεναρίου.

Ο Ντόναλντ Μάργκουλις, θεατρικός συγγραφέας του οποίου το «Dinner With Friends» κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ, όταν πήρε στα χέρια του ένα αντίγραφο του «Although Of Course You End Up Becoming Yourself» από τον παραγωγό Ντέιβιντ Κάντερ, με ένα σημείωμα που έλεγε, «Ρίξε μια ματιά. Ίσως να μπορεί να γίνει θεατρικό» αμέσως οραματίστηκε τη μεταφορά του βιβλίου στη μεγάλη οθόνη, ως μία αστεία, αλλά σίγουρα συναισθηματικά οδυνηρή ταινία δρόμου.

Ο Μάργκουλις πήρε την πυκνή πολυλογία των συνομιλιών Λίπσκι-Γουάλας και τη σμίλεψε, όπως ένας γλύπτης. Στις ατάκες τους, ανακάλυψε μια δραματική δομή που εξερευνά το πλήρες τόξο μιας φιλίας και ξαναζωντανεύει την αίσθηση αυτών των φευγαλέων στιγμών στη ζωή μας που μας συγκλονίζουν με τρόπο ανεξίτηλο. 

Η ταινία έχει να κάνει με το πώς δύο άντρες αναδιαμορφώνουν τους εαυτούς τους τόσο στο επίπεδο της εικόνας αλλά και πιο βαθιά. Το σενάριο του Μάργκουλις ήταν άμεσο, ανθρώπινο και -πολύ σκόπιμα- ωραιοποιημένο. Η ιδέα ήταν να πει μια ιστορία που θα μπορούσε να συναρπάσει και να συγκινήσει ένα κοινό που μπορεί να μην είχε ακούσει ποτέ για τον Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας.

Η συναισθηματική ένταση του σεναρίου απαιτούσε έναν ευαίσθητο σκηνοθέτη. Ο Μάργκουλις έστειλε το σενάριο στον Τζέιμς Πόνσολντ, που ήταν φοιτητής του στο Yale. Όπως αποδείχθηκε, ο Πόνσολντ ήταν ήδη οπαδός του Γουάλας. Αλλά εκείνο που κυρίως τον καθήλωσε ήταν το σενάριο του πρώην δάσκαλου του.

O Τζέιμς Πόνσολντ μιλά για τη φιλία, τη φήμη και την κληρονομιά

Ο Τζέιμς Πόνσολντ  από την αρχή αντιμετώπισε την ταινία, σαν την ιστορία του Ντέιβιντ Λίπσκι, παρόλο που αυτή η ιστορία βρίσκεται σε τροχιά γύρω από Γουάλας. Είδε επίσης την ιστορία ως μια ευκαιρία για να απεικονίσει ένα θέμα που δεν διερευνάται συχνά: εκείνο που χαρακτηρίζει τις άλλοτε κωμικές, άλλοτε εύθραυστες  και άλλοτε ανταγωνιστικές πτυχές της ανδρικής φιλίας. Για εκείνες τις πέντε ημέρες ο Λίπσκι και ο Γουάλας ήταν σαν ένα σύγχρονο, παράξενο ζευγάρι, διαφορετικό στις επιμέρους πλευρές του, αλλά όχι και τόσο διαφορετικό στα γενικά του στοιχεία.

Ζωτικής σημασίας για τον Πόνσολντ ήταν η καταγραφή της ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ αυτών των δύο ανδρών. «Δεν ήθελα να κάνω μια ταινία για τις τελευταίες μέρες του Ντείβιντ Φόστερ Γουάλας,», σχολιάζει ο Πόνσολντ. «Ήταν σημαντικό για μένα σε αυτή την ταινία να παρουσιάσω τον Γουάλας, όταν η ζωή του χαμογελούσε. Τον παρομοίασα με τον Bob Dylan στην ταινία Don’t Look Back. Είναι ένας νέος, λαμπερός  άντρας που εισέρχονται στο μάτι του κυκλώνα, που για πρώτη φορά έρχεται αντιμέτωπος στη ζωή του με τη διασημότητα. Και είναι συναρπαστικό να το παρακολουθεί κάποιος αυτό. Ήθελα να κάνω μία ταινία με πρωταγωνιστές δύο νεαρούς, έξυπνους, ανασφαλείς άντρες που παρόλο που στην αρχή της σχέσης τους υποδύονται κάποιους άλλους, καταλήγουν να μιλούν για το πώς θα ζήσουν μια καλύτερη ζωή».

Οι κίνδυνοι της ταινίας, ειδικά το βάρος της κληρονομιάς του Γουάλας, ήταν το «καύσιμο» για τον Πόνσολντ. Παρόλο που ο Πόνσολντ λέει ότι αυτή η ταινία είναι απλά η ιστορία του Λίπσκι, ελπίζει πως η κινηματογραφική εμπειρία θα οδηγήσει το κοινό να ανακαλύψει το έργο του Γουάλας.

Ο Αϊζενμπεργκ και ο Σίγκελ, ο Λίπσκι και ο Ουάλας

Καθώς αποτελεί μία ιστορία δύο αγνώστων που συνδέονται απροσδόκητα, το ΤΕΛΟΣ ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ έμελλε να είναι μια ταινία εστιασμένη στις ερμηνείες. Όλα εξαρτιόνταν από την επιλογή ηθοποιών που θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν δύο νεαρούς άνδρες με τέτοιο  δυναμικό και ζωντανό τρόπο ώστε το κοινό να νιώσει ότι είναι μαζί στους στο ίδιο δωμάτιο, την ώρα των γυρισμάτων, να συζητά μαζί τους για τη ζωή. Απαιτούσε επίσης, δύο ηθοποιούς που να είναι πρόθυμοι να «ξεγυμνωθούν» ερμηνεύοντας ρόλους, που δεν σου επιτρέπουν να κρυφτείς.

Ο ρόλος του Ντέιβιντ Λίπσκι ήταν κομμένος και ραμμένος στα μέτρα του Τζέσι Άιζενμπεργκ. Ο ηθοποιός είναι γνωστός για την ικανότητά του να ακτινοβολεί εξυπνάδα και να εμπνέει συμπάθεια, αλλά είναι και ο ίδιος συγγραφέας (έχει γράψει αρκετά θεατρικά έργα, είναι τακτικός συνεργάτης του The New Yorker και του λογοτεχνικού περιοδικού McSweeneys, και θα εκδώσει σύντομα βιβλίο με διηγήματα). Ο Τζέισον Σίγκελ είναι ένας καταξιωμένος κωμικός ηθοποιός, που δέχτηκε με μεγάλη προθυμία να πάει όσο βαθιά χρειαζόταν για το ρόλο. Οπότε ο Πόνσολντ αισθάνθηκε ότι ήταν ο κατάλληλος.

Ο Άιζενμπεργκ ερμήνευσε το ρόλο με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο. «Ο στόχος μου ήταν να εμπλουτίσω συναισθηματικά αυτόν τον χαρακτήρα. Δεν είναι απλά ένας τύπος που προσπαθεί να πάρει μια σημαντική συνέντευξη. Είναι ένας τύπος που έχει τις δικές του ερωτήσεις για την ταυτότητα του, τις δικές του αγωνίες και τα δικά του περίπλοκα συναισθήματά για τους άλλους ανθρώπους.» Μία ακόμα ενδιαφέρουσα πτυχή για τον Άιζενμπεργκ ήταν ότι για πρώτη φορά έπρεπε να γίνει ο ανακριτής και όχι ο ερωτώμενος.

Ο Πόνσολντ προσθέτει: «Η ταινία είναι πιο σκληρή απέναντι στον Λίπσκι. Είναι πιο εύκολο να αισθανθεί κάποιος συμπάθεια για μία βασανισμένη ιδιοφυία που ο κόσμος λατρεύει, απ΄ ότι για έναν άντρα, σαν τον Λίπσκι, που είναι ασήμαντος, ανασφαλής και υπερβαίνει τα όριά του. Αν και νομίζω ότι όλοι βλέπουμε στο πρόσωπο του Τζέσι κάτι από τον εαυτό μας.»

Σχετικά με τον Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, ο Άιζενμπεργκ σημειώνει ότι ο Λίπσκι ξεκίνησε τη συνέντευξη με ανάμεικτα συναισθήματα, τα οποία δεν ήταν σίγουρος πώς θα μπορέσει να  συμφιλιώσει. Είναι και ο ίδιος συγγραφέα και σχετικά επιτυχημένος  – έχει ήδη δημοσιεύσει ένα μυθιστόρημα – αλλά έχει δίπλα του κάποιον που έχει καταφέρει κάτι πολύ μεγαλύτερο. Νιώθει ταυτόχρονα ζήλεια, άγχος και θαυμασμό.

Παρόλο που ο Άιζενμπεργκ ήθελε να είναι πιστός στην ουσία του Λίπσκι – πέρασε κάποιο χρόνο με τον συγγραφέα και άκουσε προσεκτικά τις ηχογραφήσεις του – είχε μεγαλύτερη ευχέρεια από τον Σίγκελ, για να προσεγγίσει το ρόλο με το δικό του τρόπο. Ο Λίπσκι είναι ένα πραγματικό πρόσωπο, αλλά δεν τον γνωρίζει πολύ ο κόσμος. Έτσι, ο ηθοποιός που τον ενσαρκώνει μπορεί να επιλέξει το πώς να δώσει σάρκα και οστά στο χαρακτήρα. Αντίθετα ο Σίγκελ γνώριζε από την αρχή ότι το κοινό προσδοκά συγκεκριμένα πράγματα από αυτόν, στην ενσάρκωση του Γουάλας. Πήρε την πρόκληση πολύ σοβαρά: διάβασε το  «Infinite Jest», εξασκήθηκε ώστε να υιοθετήσει τη διάλεκτο και τη φωνή του Γουάλας, άκουσε πολλές φορές τις ηχογραφήσεις και μίλησε με ανθρώπους που γνώριζαν τον Γουάλας, για να δώσει χρώμα και εκφραστικότητα στο χαρακτήρα. Παράλληλα, πήρε κιλά και μάκρυνε τα μαλλιά και τα γένια του για να έχει την grunge εμφάνιση ενός από τους πιο αναγνωρίσιμους συγγραφείς του 20ου αιώνα.

Στο γύρισμα ωστόσο, ο Σίγκελ άφησε κατά μέρος όλη την έρευνα και την ανάλυση που είχε προηγηθεί της ερμηνείας του και ακολούθησε το ένστικτό του, με την καθοδήγηση του Πόνσολντ. «Δεν μπορεί να υπάρξει άλλος τρόπος,» σημειώνει.

Στο δρόμο

Το ΤΕΛΟΣ ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ είναι ένα road movie, αλλά δεν εγκαταλείπει ποτέ τις μεσοδυτικές πολιτείες, όπου ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Το αμερικανικό τοπίο της περιοχής χαρακτηρίζει την ταινία, χωρίς ωστόσο να γίνεται κλισέ.

Οι τοποθεσίες γυρισμάτων της ταινίας – από τα δωμάτια του ξενοδοχείου, ένα στούντιο 4.870 τετραγωνικά πόδια στη Μινεσότα και το τεράστιο Mall of America – ήταν απαραίτητες για να επαναφέρουν τον Λίπσκι και τον Γουάλας στον πραγματικό κόσμο, μετά από τις έντονες συζητήσεις που έχουν εκτυλιχτεί στο σαλόνι και στο αυτοκίνητό τους.

Για τον Τζέισον Σίγκελ, το Mall of America ήταν μία ιδιαίτερα υποβλητική τοποθεσία, απολύτως σχετική με το θέμα της ταινίας. Το slogan που είχε βγει το 1997 για το εμπορικό κέντρο ήταν «Το Πνεύμα της Αμερικής» και πρόκειται όντως για ένα τσουνάμι, για ένα βασίλειο υλικών αγαθών, όπως αναφέρεται και στην ταινία. Φιλοξενεί 510 καταστήματα, ένα πάρκο ψυχαγωγίας… Πρόκειται για μία αισθητηριακή υπερφόρτωση. Σου παίρνει το μυαλό.

Το πραγματικό ταξίδι του Γουάλας και του Λίπσκι πραγματοποιήθηκε το χειμώνα και ήταν σημαντικό για τον Πόνσολντ να φανεί αυτό, χωρίς ωστόσο να μεταφέρεται μία ψυχρή, παγωμένη αίσθηση στο κοινό. Και το πέτυχε αυτό, έχοντας στη διάθεσή του μία σπουδαία ομάδα, που περιελάμβανε τον Σουηδό κινηματογραφιστή Τζέικομπ Ίρε, γνωστό για τη δουλειά του με τον Χοακίμ Τρίερ, που πρόσφατε γύρισε μαζί του το LOUDER THAN BOMBS, τον υπεύθυνο σχεδιασμού παραγωγής Τζέραλντ Σάλιβαν (ROSEWATER και ME AND EARL AND THE DYING GIRL), την ενδυματολόγο Έμα Πότερ (JAMES WHITE και LOUDER THAN BOMBS) τον μοντέρ Ντάρεν Ναβάρο που είχε συνεργαστεί με τον Πόνσολντ στο SPECTACULAR NOW.