Στην ομαδική εικαστική εκθεσιακή εγκατάσταση “Ταπισερί”, ο ιστορικός Πύργος Μπαζαίου και ο εξέχουσας ομορφιάς περιβάλλων εξωτερικός χώρος με το ξερικό τοπίο και τους διατηρητέους ερειπιώνες, ενεργοποιούνται ταυτόχρονα, υποδεχόμενοι δώδεκα ετερόκλητες νησίδες ύφανσης. Οι σύγχρονοι υφαντικοί τόποι των συμμετεχόντων εικαστικών, συνομιλούν με την ελληνική διαχρονική υφαντική παράδοση, ορίζοντας άλλους τρόπους, αναζητώντας νέα υλικά, επινοώντας αυτοδίδακτες μεθόδους χειρωναξίας και προτείνοντας νεωτερικά υφασμένα τοπία.

Συντάσσοντας την εκθεσιακή δράση, οι συμμετέχοντες ενεργοποιούνται σε διαφορετικούς εσωτερικούς χώρους του Πύργου και διερευνούν τη μικρογεωγραφία του. Προχωρώντας σε επιμέρους διαδραστικές με τον χώρο και οργανικές ως προς τη χρήση των υλικών υφαντικές εγκαταστάσεις με αισθητικές, πλαστικές και συμβολικές σημειώσεις και λύσεις στη διαδικασία και τις ανεξάντλητες δυνατότητες της ύφανσης. Χρησιμοποιώντας βαμβάκι, λινάρι, φυτίλι, τσουβάλι, μαλλί και μετάξι, σύρμα, υφάσματα, κλωστές, χειροποίητο χαρτί και χαρτόνι, γιούτα, σιζάλ, καλάμια και ξύλα, βαφές και κουρέλια, εξερευνούν, επαναπροσδιορίζουν και ανασυνθέτουν την υφαντική διαχρονία.

Στον ισόγειο χώρο υποδοχής, ο Μανόλης Ζαχαριουδάκης, αποδομώντας ένα παραδοσιακό άνθινο μοτίβο, δημιουργεί ένα έξεργο αφαιρετικό πυροτέχνημα. Στην αποθήκη πύργου, η Ναξιώτισσα Μαρία Κώτσου, συμπλέκοντας το χαρτί με το νήμα, υφαίνει ασπρόμαυρα φωτογραφικά αρχειακά ανάλεκτα από τις οικείες οικογενειακές υφαντικές μνήμες της Απειράνθου. Στην εκκλησία, ο Επιτάφιος της Μαίρης Γαλάνη Κρητικού, επινοώντας μια εικόνα εντός της εικόνας, απαθανατίζει τον ίδιο τον Πύργο και το περιβάλλον αγροτικό τοπίο μιας κατανυκτικής εαρινής σιωπής.

Στον πρώτο όροφο, η Ειρήνη Γκόνου ανακτά τη σκυτάλη του νήματος, δημιουργώντας ένα οικείο παλίμψηστο: ένα σύγχρονο υφασμένο αποτύπωμα που προκύπτει μέσω της διαφύλαξης και εξέλιξης παραδοσιακών διαδικασιών και μεθόδων χειρωναξίας σε αντιπαραβολή και διάλογο. Στα κελιά, η Ιωάννα Τερλίδου εγκαθιστά τα κόκκινα διάτρητα υφαντά που χαρακτηρίζουν το έργο της. Ένας πολυάριθμος θίασος ή χορός σχηματοποιημένων μορφών αναβλύζει εδώ, ορίζοντας μια απτική και εννοιολογική μορφολογική και συμβολική όσμωση με τα παραδοσιακά ανθρωπόμορφα ελληνικά υφαντά μοτίβα. Στην τράπεζα, η Μάρω Κορνηλάκη ακουμπά εύθραυστα τρισδιάστατα προσευχητάρια ύλης από νήμα, πορσελάνη και οικογενειακά υφαντά κειμήλια. Στον ίδιο χώρο, η Μαρία Γρηγορίου με τον Γιάννη Παπαδόπουλο, περιπλανώμενοι στον κόσμο και στον κήπο τους, υφαίνουν ένα επίμηκες και υπερμεγέθες κουκούλι. Μια περίκλειστη οργανική φύτρα από νήμα και χειροποίητες βαφές. Στο δεξί κελί του ίδιου ορόφου, η Πανδώρα Μουρίκη, δημιουργεί πλοκάμια και θυσάνους, θάμνους φρυγάνων, κυμάνσεις και ερυθρές θάλασσες, χρησιμοποιώντας σιζάλ που η ίδια βάφει και μεταπλάθει. Απέναντί της, σε άλλο κελί, η Σοφία Πάσχου τοποθετεί επάνω σε κύβους μαγικά αντικείμενα – υφασμένα επάλληλα πολύχρωμα σχήματα μεταβλητών διαστάσεων.

Στον δεύτερο όροφο του Πύργου, η Ισμήνη Σαμανίδου εγκαθίσταται στον διάδρομο, ενώνοντας σημάνσεις, λαβυρίνθους και διαδρομές στα όρια μιας στενής υφαντής επιφάνειας από βαμμένα στο χέρι νήματα. Στο ροζ δωμάτιο, η Ζωή Γαΐτανίδου εγκαθιστά ταπισερί σε έντονα χρώματα, προτείνοντας παλίμψηστα πεδία όπου το κέντημα εναλλάσσεται και αλληλοσυμπληρώνεται με τη ζωγραφική και η πρωτόγονη αρχετυπική γραφή συναντά τη ναΐφ και νεο-εξπρεσιονιστική έκφραση. Τέλος, στο μεγάλο δωμάτιο του δευτέρου ορόφου, η Μαίρη Γαλάνη Κρητικού κεντά ιστορίες μαξιλαριών, απλώνοντάς τις στο έδαφος σαν χαλί, κάτω από τους πυκνά κεντημένους θαλασσινούς μύθους ενός επιτοίχιου κάναβου.

Ο κύκλος κλείνει στον εξωτερικό περιβάλλοντα χώρο, εντάσσοντας στην περιήγηση και τον πέτρινο ερειπιώνα στην πλαγιά πίσω από τον Πύργο. Εκεί, ο Νίκος Κόνιαρης τοποθετεί δυο αντικριστές βίγλες, υφασμένες από κατάλοιπα ρούχων, χρόνου, στιγμών και ανθρώπινης εγκατοίκησης.

Η επιμελητική διαδικασία «ύφανσης» της έκθεσης, υπήρξε και αυτή εξίσου χειροποίητη με την πολύτιμη πρώτη ύλη της. Αγκαλιάζοντας και εγκαλώντας στην πορεία σε συμμετοχή, τόσο τους στημένους παραδοσιακούς αργαλειούς και τις βελόνες από τα Καλά Νερά του Πηλίου ως τα περίχωρα των Χανίων, του Ηρακλείου και της Νάξου, όσο και τις συναρπαστικές προτάσεις κεντητικής και ύφανσης που έφτασαν από την Αθήνα και την Αγγλία. Συγκεντρώνοντας, εντέλει, ένα διακριτό μέρος του ανθού των Ελλήνων δημιουργών που επίμονα καταπιάνονται και πειραματίζονται με την κλωστή και το υφάδι, με φυσικές βαφές και φυτικά νήματα, με χαμηλόφωνα μοτίβα και ευτελή υλικά που μετατρέπονται σε πολύτιμα.

Επιμέλεια: Ίρις Κρητικού
Οργάνωση: Μάριος Βαζαίος
Διοργάνωση: Πολιτιστικός Οργανισμός ΑΙΩΝ-Φεστιβάλ Νάξου 2022

Κεντρική φωτογραφία θέματος: Νίκος Κόνιαρης