Πολυμαθής και γλαφυρός, ο Τόμας Στερνς Έλιοτ θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του 20ου αιώνα και της αγγλόφωνης λογοτεχνίας συνολικά. Αναγνωρίζεται ως ένας από τους ανανεωτές της αγγλικής ποιητικής διαλέκτου, ο οποίος έδωσε έμφαση σε ιστορικά και γεωγραφικά στοιχεία και τα έφερε στο προσκήνιο, σαν πινέζες σε έναν παγκόσμιο χάρτη της ανθρώπινης ύπαρξης. Με αφορμή τη γέννησή του, θυμόμαστε τα κομβικά σημεία της ζωής του και εξετάζουμε τρία έργα που, σε ήσσονα τόνο, προκάλεσαν τεκτονικές μεταβολές στην δυτική λογοτεχνία.

Ο Έλιοτ γεννήθηκε στο Σεντ Λούις του Μιζούρι στις 26 Σεπτεμβρίου του 1888 σε μία φιλομαθή και εύπορη οικογένεια που διατηρούσε γενεαλογικούς δεσμούς με την Αγγλία. Σαν παιδί ο Έλιοτ ήταν φιλάσθενος, γεγονός που τον απομόνωσε και τον έκανε να στραφεί προς την ανάγνωση και τη συγγραφή. Η κοινωνική του θέση και οι αρχές της οικογένειάς του, που θεωρούσε την παιδεία ύψιστο αγαθό, του επέτρεψαν την εισαγωγή του στην Ακαδημία Σμιθ, προπαρασκευαστικό σχολείο αρρένων για την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο Ουάσιγκτον του Σεντ Λούις. Εκεί ο Έλιοτ διδάχτηκε λατινικά, αρχαία ελληνικά, γερμανικά και γαλλικά, δείχνοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις κλασικές σπουδές και τη λογοτεχνία, αντικείμενα στα οποία εξειδικεύτηκε κατά τις σπουδές του στο Χάρβαρντ. Καθ’ όλη την παραμονή του στο Χάρβαρντ, ήρθε σε επαφή με τα χαρακτηριστικότερα λογοτεχνικά κινήματα και με τον συμβολισμό, που του επέτρεψε να γνωρίσει το έργο των Βερλαίν, Ρεμπώ, Μαλαρμέ και Κορμπιέρ, και γέννησε το ενδιαφέρον του να επισκεφτεί την Ευρώπη, και ειδικότερα το Παρίσι. Μετά το τέλος των σπουδών του στη Μασαχουσέτη μετακομίζει στο Παρίσι για να ολοκληρώσει μεταπτυχιακή εξειδίκευση στη Σορβόννη και έναν χρόνο αργότερα πηγαίνει στην Οξφόρδη με υποτροφία. Η μετεγκατάσταση στην Ευρώπη έμελλε να διαρκέσει μέχρι το τέλος της ζωής του, ενώ διακόπηκε λίγες φορές από τις επισκέψεις του στην Αμερική.

Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Έλιοτ είχε εκφράσει τη δυσαρέσκειά του για το ακαδημαϊκό κλίμα της Οξφόρδης. Μέσα από την αλληλογραφία του γίνεται σαφής η αποστροφή του, η οποία τον οδήγησε να εμπλακεί στους λογοτεχνικούς κύκλους του Λονδίνου και συνετέλεσε στη γνωριμία του με τον Εζρά Πάουντ και στη διαμόρφωση της φιλίας που συντάραξε τον αγγλόφωνο (κι όχι μόνο) λογοτεχνικό κόσμο. Ιδιαίτερος σταθμός των περιηγήσεων του Έλιοτ στο Λονδίνο αποτέλεσε και η εμπλοκή του στον Κύκλο του Μπλούμσμπερι, το κλειστό κλαμπ συζητήσεων και σκέψης, ένα think tank της εποχής όπου βρίσκονταν σημαντικές πνευματικές φυσιογνωμίες όπως ο πεζογράφος Ε.Μ. Φόρστερ, ο φιλόσοφος Μπέρναρντ Ράσελ, ο Άλντους Χάξλεϋ, υπό την φιλόξενη σκέπη της Βιρτζίνια Γουλφ. Η παραδοξότητα της συμμετοχής των Έλιοτ και Πάουντ στη συγκεκριμένη ομάδα, όπου κυριαρχούσε η πίστη στη δημοκρατία και οι φιλειρηνικές δηλώσεις, γίνεται έκδηλη με τις συντηρητικές πολιτικές και κοινωνικές θέσεις που οι ίδιοι θα εκφράσουν στη συνέχεια της ζωής τους. Πριν όμως τη διάρρηξη των δεσμών μεταξύ των δύο πλευρών, ο εκδοτικός οίκος που είχε ιδρυθεί στα πλαίσια του κύκλου, ονόματι Hogarth Press, εξέδωσε την «Έρημη Χώρα», το έργο-σταθμό του Έλιοτ και του κινήματος του μοντερνισμού.

Μέσα από τους κύκλους του Λονδίνου γνώρισε την Βίβιαν-Χέι Γουντ, την οποία παντρεύτηκε το 1915 και έμειναν μαζί μέχρι το 1933, διατηρώντας μία ταραγμένη σχέση με πολλούς καυγάδες, πολύ αλκοόλ και άπειρες εκδηλώσεις ψυχοσωματικών συμπτωμάτων που οδήγησαν τον Έλιοτ στην Ελβετία για ψυχαναλυτική φροντίδα και την Γουντ σε ψυχιατρική κλινική, όπου και έμεινε μέχρι τον θάνατό της. Μπορεί ο γάμος με την Γουντ να ενέτεινε την ψυχική συντριβή που αποτυπώθηκε στην «Έρημη Χώρα», αλλά από πολλούς κριτικούς αναγνωρίζεται ως μούσα του η Έμιλι Χέιλ, Αμερικανίδα καθηγήτρια Δραματικής Τέχνης, με την οποία διατηρούσε μακροχρόνια σχέση και πλούσια αλληλογραφία, από τα φοιτητικά τους χρόνια μέχρι τον δεύτερο γάμο με τη γραμματέα του Εσμέ Βάλερι Φλέτσερ.

Εκτός από την ποίηση, ο Έλιοτ ασχολήθηκε με τη συγγραφή θεατρικών έργων και δοκιμίων, ειδικότερα μετά τη λήξη του πολέμου. Τα πιο γνωστά θεατρικά έργα είναι το «Φονικό στην Εκκλησία» (1935), η «Οικογενειακή Συγκέντρωση» (1939), το «Κοκτέιλ Πάρτυ» (1949) και το «The Confidential Clerk» (1953). Η δημοσίευση των «Τεσσάρων Κουαρτέτων» οδήγησε στο να αναγνωριστεί ως ο μεγαλύτερος εν ζωή Άγγλος ποιητής και άνθρωπος των γραμμάτων και το 1948 τιμήθηκε με το Τάγμα της Αξίας και το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η σχέση του με την ακαδημία των Νόμπελ συνεχίστηκε μέχρι τον θάνατό του, καθώς λειτουργούσε συμβουλευτικά και κριτικά προς τους υποψηφίους, έχοντας μάλιστα προτείνει τον Γιώργο Σεφέρη δύο φορές, το 1955 και το 1961. Ο σπουδαίος ποιητής έφυγε από τη ζωή στις 4 Ιανουαρίου του 1965 σε ηλικία 76, αφήνοντας ως εντολή να αποτεφρωθεί και η στάχτη του να σκορπιστεί στον ναό του Αγίου Μιχαήλ στο East Cocker, τόπο καταγωγής των προγόνων του, όπου διαδραματίστηκε το ομώνυμο δεύτερο μέρος των «Τεσσάρων Κουαρτέτων».

Με αφορμή την συμπλήρωση 134 ετών από τη γέννηση του Τ.Σ. Έλιοτ σας προσκαλούμε σε μία σύντομη εξέταση των τριών σημαντικότερων έργων του, που συγκαταλέγονται ανάμεσα στα ποιήματα που άλλαξαν τη ροή της σύγχρονης λογοτεχνίας.

Η Έρημη Χώρα / The Wasteland

Το σπουδαιότερο ποίημα του Έλιοτ κυκλοφόρησε το 1992 υπό τον τίτλο «Η Έρημη Χώρα» και αποτελεί ένα από τα κορυφαία έργα του μοντερνισμού αλλά και της λογοτεχνίας του 20ου αιώνα συνολικά που αποδόθηκε στα αγγλικά από τον Γιώργο Σεφέρη και αργότερα από τον Κλείτο Κύρου. Ο αγγλικός τίτλος «The Wasteland» έχει λάβει πολλές αποδόσεις, όπως «Ο ερημότοπος» από τον Τάκη Παπατσώνη (1933), «Η Έρημη Χώρα» από τον Γιώργο Σεφέρη (1936), «Η Ρημαγμένη Γη» από τον Κύρο Κλείτου (1990), «Η Έρημη Γη» από τον Συμεών Σταμπουλού (2019) και «Η Άγονη Γη» από τον Χάρη Βλαβιανό (2020), μεταξύ άλλων. Πέρα από την ένταση και το τραχύ ύφος που εντείνεται από τον ελεύθερο στίχο, είναι ένα ποίημα υποβλητικό, βασισμένο στη δημιουργία σκοτεινής ατμόσφαιρας που συνδέεται με τη μυθολογία, τόσο τη χριστιανική (όπως είναι ο μύθος του αγίου δισκοπότηρου), όσο την σανσκριτική, την αρχαιοελληνική και τον αρθρουριανό κύκλο. Το ποίημα συχνά θεωρείται δραματικός μονόλογος, με αναλυτές επίσης να αναφέρουν ότι μπορεί να αποτελεί συρραφή πολλών φωνών και αφηγητών, με τον ίδιο τον Έλιοτ να παραδέχεται ότι ο βασικός του στόχος ήταν να ξεπεράσει τον «Οδυσσέα» του Τζέιμς Τζόυς, και ιδιαίτερα το τελευταίο κεφάλαιο.

Η «Έρημη Χώρα» χαρακτηρίζεται συχνά ακατανόητη, σκοτεινή, μυστικιστική, όπως και το αντικείμενο που ενέπνευσε το έργο που δεν είναι άλλο από τον ψυχισμό του ίδιου του ποιητή. Μέσα σε 433 στίχους (από τους 900 που ήταν αρχικά αλλά περικόφτηκαν από τον επιμελητή Πάουντ) ο Έλιοτ κατέγραψε την αναμέτρησή του με την ψυχική συντριβή που βίωνε τόσο ο ίδιος όσο και η τότε σύζυγός του, η οποία και τοποθετήθηκε στο χρονικό και ιστορικό πλαίσιο της μεσοπολεμικής Ευρώπης, όταν η Αγγλία και η Ευρώπη μαστίζονταν από μία αίσθηση πτώσης και χάους: οι αυτοκρατορίες κατέρρεαν, τα κράτη αποκτούσαν ασταθείς κυβερνήσεις, οι διεθνείς συνθήκες έδιναν τέλος στον πόλεμο αλλά άφηναν ανοιχτούς λογαριασμούς για εκείνον που θα ακολουθούσε. Η «Έρημη Χώρα» είναι τέκνο της εποχής που γράφτηκε και εγκολπώνει την αίσθηση της διάλυσης, της φθοράς, την αποκοπή του ανθρώπου από την οργανικότητα με τον εγκλεισμό του στην πόλη και τις συμβάσεις. Μέσα από πυκνή γλώσσα και τον ρυθμό που κυμαίνεται από χαμηλούς τόνους μέχρι ελεγεία, ο Έλιοτ προσπαθεί να αντιπαραβάλει τις διαχρονικές μυθολογικές αναφορές με τον ορθολογισμό, όμως αναζητά τη σύσταση μίας νέας κοινωνίας, προσδοκά την ανάσταση. Όπως σημειώνει ο Θανάσης Τριαρίδης, ο Έλιοτ (μαζί με τον Πάουντ) αναζητούσαν το «μωλωπισμένο νέο σώμα»: μωλωπισμένο, αλλά νέο.

Οι Κούφιοι Άνθρωποι / The Hollow Men

Μετά την κυκλοφορία της «Έρημης Χώρας» το 1922, ο Έλιοτ παρουσίασε μία σταδιακή πνευματική και θρησκευτική αλλαγή μέσα από μία νέα δέσμευση προς τον Χριστιανισμό και την Αγγλικανική Εκκλησία, που εκείνη την περίοδο ήταν στενά συνδεδεμένη με την κοινωνική πολιτική εξουσία της Αγγλίας. Σύμφωνα με τον Πίτερ Άκροϊντ, βιογράφο του ποιητή, ο Έλιοτ μέσα από την αγγλικανική πίστη αναζητούσε τόσο ένα πνευματικό καταφύγιο όσο και έναν πιο ισχυρό δεσμό με την αγγλική κουλτούρα των προγόνων του. Η στροφή του ποιητή, που τόσο έντονα είχε κατακεραυνώσει το κατεστημένο μέσα από το έργο του, αντιμετωπίστηκε με καχυποψία από τους ομοτέχνους του, όμως είχε προετοιμαστεί με το δεύτερο πιο γνωστό ποίημά του, τους «Κούφιους Ανθρώπους» (1925), δύο χρόνια πριν την μεταστροφή του σε αγγλικανό και την αποδοχή της Βρετανικής υπηκοότητας, με την οποία αποτάχθηκε τον αμερικανικό υλισμό και τις έκκλητες παρέες του Μπλούμσμπερι.

Και πάλι με υποβλητικό ύφος, ο Έλιοτ γράφει για το δίλημμα της πίστης, δίνοντας φωνή σε αυτούς που βρίσκονται ανάμεσα στον παράδεισο και στην κόλαση, στο φως και στο σκοτάδι, στο Limbo της Κόλασης του Δάντη. Ακολουθώντας την τεχνική που χρησιμοποίησε και στην «Έρημη Χώρα», αξιοποιεί την εκτενή γνώση του και βάζει διακειμενικά στοιχεία από το έργο του Σαίξπηρ μέχρι την «Καρδιά του Σκότους» του Τζόσεφ Κόνραντ αλλά και στοιχεία της παράδοσης, όπως αναφορές στο κάψιμο του ομοιώματος του Γκάι Φοκς και σε παιδικά τραγούδια. Το ποίημα μπορεί να θεωρηθεί μία σκωπτική κριτική που υπερβαίνει το θέμα της πίστης και θίγει την ακραία αμφιβολία, τη δειλία εκείνων που επιλέγουν τη μέση λύση προσβλέποντας σε κάποιο λυτρωτικό όραμα που θα τους βγάλει από τη δύσκολη θέση. Σε μία εποχή όπου οι «ίσες αποστάσεις» πληθαίνουν και η απάθεια νοηματοδοτείται ως πολιτική στάση, η διαχρονική αξία των «Κούφιων Ανθρώπων» προκαλεί δέος.

Μπορούμε να βρούμε μία συγκλονιστική απόδοση του ποιήματος στην ποπ κουλτούρα μέσα από την ταινία του Φράνσις Φορντ Κόπολα «Αποκάλυψη Τώρα» (1979), η οποία βασίζεται και πάλι στην «Καρδιά του Σκότους». Στα βάθη της ζούγκλας του Βιετνάμ, ο Συνταγματάρχης Κουρτζ (ερμηνεύει ο Μάρλον Μπράντο) διαβάζει το ποίημα, σε ένα μεταιχμιακό στάδιο μεταξύ σωφροσύνης και παράνοιας, και ο Κόπολα καταθέτει ένα εξαιρετικό δείγμα όπου η λογοτεχνία συνομιλεί με τον κινηματογράφο. Αξίζει να σημειωθεί και η ελληνική μελοποίηση του ποιήματος, από τους Ωχρά Σπειροχαίτη. Ασφαλώς δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε σε έναν από τους πιο γνωστούς στίχους της αγγλόφωνης λογοτεχνίας, που συμπυκνώνει τη σκέψη του Έλιοτ για την παρακμή της κοινωνίας: «Έτσι τελειώνει ο κόσμος/Όχι μ’ ένα βρόντο μα μ’ ένα λυγμό».

Τέσσερα Κουαρτέτα / Four Quartets

Η σύνθεση των «Τεσσάρων Κουαρτέτων», έργο το οποίο χαρακτηρίστηκε «το καλύτερό του» από τον ίδιο τον Έλιοτ, ξεκίνησε από ανάγκη κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν περιορίστηκαν οι παραστάσεις και ο Έλιοτ σταμάτησε να συγγράφει θεατρικά έργα, όπως έκανε εκείνη την περίοδο. Ανακαλώντας το υλικό που είχε προετοιμάσει, κατέληξε ότι το ποίημα «Burnt Norton» που είχε συνθέσει το 1935, θα μπορούσε να επεκταθεί σε μια σουίτα ποιημάτων με επίκεντρο διάφορες γεωγραφικές τοποθεσίες που θα λειτουργούσαν ως πυξίδα μιας ολόκληρης ζωής. Και το έκανε, ενσωματώνοντας σε πιο απλή μορφή (όσο απλή μπορεί να είναι η γραφή του Έλιοτ) λυρικά στοιχεία προσωδίας και πιο προσωπικό τόνο, περιορίζοντας τις αναφορές σε εσωτερικά και μυθολογικά περιστατικά. Από άποψη περιεχομένου, η τετραλογία ασχολήθηκε με την προσωπική ιστορία του ίδιου του ποιητή αλλά και υψηλά ζητήματα, όπως είναι η ανθρώπινη ιστορία, η πρόοδος και η περατότητα.

Στο «Τέσσερα Κουαρτέτα» που κυκλοφόρησε το 1943 περιλαμβανόταν το «Burnt Norton» (1935), περιγραφή της βίωσης μίας υπερβατικής «στιγμής ηρεμίας» (“still point”) από τον ποιητή, το «East Coker» (1940), που αναφερόταν στην πατρογονική εστία και στη σχέση με τους προγόνους, ενώ το «The Dry Salvages» (1941) αναφερόταν στις αναμνήσεις από την ανατροφή του στο Σεντ Λούις και τα νεαρά του χρόνια στη Μασαχουσέτη. Στο τελευταίο ποίημα, «Little Gidding» (1942), κατονόμαζε ως τόπο ολοκλήρωσης του προσκυνήματος την Αγγλία, εντάσσοντας το ταξίδι σε μία σφαίρα θρησκευτικής έντασης, με αναφορές στην ήττα του Καρόλου του Α’ στον Εμφύλιο Πόλεμο της δεκαετίας του 1640, που επέτρεψε τη συνέχεια της πνευματικής ζωής της αγγλικανικής κοινότητας του Nicholas στο Little Gidding. Σε μία μοναδικής δύναμης κατάληξη, το έργο τελειώνει με μία αναφορά στο «Burnt Norton», δημιουργώντας μία κυκλική δομή, μία επαναληψιμότητα, μία προσπάθεια να ανοιχτεί στο διηνεκές ή, όπως σημειώνει ο Αλέξανδρος Στεργιόπουλος, «να ερμηνεύσει το σημείο-μηδέν, το σημείο που συναντώνται αρχή και τέλος».

Πηγή: Τ.Σ. Έλιοτ: «Έρημη Γη» (μετάφραση Σ. Σταμπουλού), Τ.Σ. Έλιοτ: «Έρημη Χώρα – Προύφροκ – Έρημοι Άνθρωποι» (μετάφραση: Γιάννης Αντιόχου), Τ.Σ. Έλιοτ: «Τέσσερα Κουαρτέρα» (μετάφρσαη Χ. Βλαβιανού), John Xiros Cooper: “Cambridge Introduction to T.S. Eliot”, Leon Surette: “Dreams of a Totalitarian Utopia: Literary Modernism and Politics”, britannica.com, tseliot.com, poetryfoundation.org, lifo.gr, efsyn.gr, toperiodiko.gr, triaridis.gr

Φωτογραφίες: Main: George Platt Lynes; from the collection of Valerie Eliot, 1: Bob Landry/The LIFE Picture Collection, Nobel: Keystone