Μιλήσαμε με τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Σταύρο Χριστοδούλου για τις ζωές και τις ματαιώσεις των ηρώων του μυθιστορήματός του, όπως διαμορφώθηκαν στην υποβλητική σκιά του περίφημου Hotel National.

– Για τη ρεαλιστική περιγραφή της ατμόσφαιρας και της ζωής στο Βουκουρέστι ειδικά κατά τα πρώτα χρόνια ηγεσίας του Τσαουσέσκου απαιτήθηκε μεγάλη έρευνα;

Για την πρώτη περίοδο του βιβλίου, τη δεκαετία του ’50, άντλησα κυρίως  από τις αφηγήσεις του πατέρα μου. Χρειάστηκε βεβαίως να διαβάσω και να αναζητήσω στοιχεία με την κλασική δημοσιογραφική έρευνα αλλά ο πατέρας μου υπήρξε η καλύτερη πηγή καθώς το 1956, όπως και ο Κύπριος ήρωάς μου, φοίτησε στην κομματική σχολή Νίκος Μπελογιάννης στο Μπρασόβ. Έπειτα από έναν χρόνο συνέχισε στο Βουκουρέστι, έως το 1960 που επέστρεψε στην Κύπρο. Εδώ τελειώνουν και οι όποιες ομοιότητες με τον Γρηγόρη Μιχαήλ αφού ο ήρωάς μου αυτονομείται κι ακολουθεί μια εντελώς διαφορετική πορεία ζωής. Όσο διήρκησε η γραφή χρειάστηκε να επισκεφθώ δυο φορές το Βουκουρέστι αναζητώντας απομεινάρια της εποχής Τσαουσέσκου. Ανάμεσά τους και το αντίστοιχο Hotel National, ένα από τα ξενοδοχεία που φιλοξενούσε την κομματική ελίτ, το οποίο ακόμα λειτουργεί αν και πόρρω απέχει από το ένδοξο παρελθόν του.

– Ο Γρηγόρης ακολουθεί μια διαδρομή που δεν έχει πισωγυρίσματα καθώς οι δικοί του του προσάπτουν ατομικισμό κι εκείνος δηλώνει πως για χάρη τους «φίλησε ρουμάνικους κώλους». Πού βρίσκεται η αλήθεια;

Ο Γρηγόρης στα νιάτα του υπήρξε ιδεαλιστής. Ποτέ δεν ονειρεύτηκε τη ζωή που του έλαχε. Από παιδί έλεγε «πως το κόμμα ξέρει καλύτερα» γι’ αυτό και μπήκε σε αυτή την περιπέτεια, να γίνει δηλαδή αχυράνθρωπος των Ρουμάνων. Για το κόμμα. Αυτό τουλάχιστο στην αρχή. Γιατί στη συνέχεια, το χρήμα και η εξουσία επέδρασαν στον χαρακτήρα του και ανέδειξαν ένα στοιχείο που ήταν καλά κρυμμένο πίσω από την κομματική πειθαρχία: τη φιλοδοξία του. Αυτό είδε σ’ εκείνον ο Σύντροφος Υπουργός –το αόρατο χέρι του καθεστώτος- και γι’ αυτό τον επέλεξε. Απ’ εκεί και πέρα, ναι, έκανε ό,τι ήταν μπορετό για να βοηθήσει τους δικούς του ανθρώπους, ανάμεσά τους και τον αδελφικό του φίλο Θοδωρή Κύρζη. Κι ας τον κατηγόρησαν ότι πούλησε την ψυχή του στον διάβολο…

– Ο Θοδωρής, ως πολιτικός πρόσφυγας, αισθάνεται ξένος παντού και οραματίζεται μια πατρίδα όπου «σε αγαπούν και δεν σε κρίνουν». Πώς δικαιώνεται ένας άνθρωπος που βιώνει τέτοια απαξίωση;

Όποιος έζησε τους πολιτικούς πρόσφυγες γνωρίζει πως είχαν εξιδανικεύσει την πατρίδα μέσα τους. Έζησαν δύσκολα στην ξενιτιά, χωρίς ιθαγένεια, χωρίς ταυτότητα, μετέωροι πάνω από το χαντάκι της ιστορίας. Στην όχθη μάλιστα των ηττημένων. Για έναν τέτοιο άνθρωπο –και τέτοιος ήταν ο Θοδωρής Κύρζης- δεν υπήρξε τίποτε χειρότερο από την απαξίωση που βίωσε όταν επιτέλους έκανε το πολυπόθητο ταξίδι της επιστροφής. Δεν δικαιώθηκε ποτέ. Πέθανε με την πίκρα, αλλά συνάμα και τη βεβαιότητα πως ό,τι έκανε ήταν ορθά καμωμένο. Αυτό το τελευταίο, την αφοσίωσή του σε μια ιδέα ακόμα κι όταν κατέρρευσαν όλα, το βρίσκω αφοπλιστικό.

– Το Κόμμα έδωσε βάση στην ιδεολογική προσήλωση του Γρηγόρη ή στην εξυπνάδα του;

Το κόμμα επέλεξε τον Γρηγόρη για να κάνει τη «βρώμικη» δουλειά. Το θέμα λοιπόν ήταν αν είχε τα εφόδια να την κάνει καλά. Το ότι ήταν έξυπνος μετρούσε στα συν. Η ιδεολογική προσήλωση είχε πολύ λιγότερη σημασία, ενδεχομένως γιατί εθεωρείτο αυτονόητη. Από ένα σημείο κι έπειτα πάντως, ουδείς νοιαζόταν για την ιδεολογική νομιμοποίηση της ιδιότυπης επιχειρηματικής σχέσης που αναπτύχθηκε ανάμεσα στον Κύπριο και τους Ρουμάνους. Όπως σας είπα και πριν, μια ιστορία που ξεκίνησε αθώα «για την υπόθεση του σοσιαλισμού» όπως έλεγαν τότε, στην πορεία εξελίχθηκε σε ένα παιχνίδι επιβίωσης.

– Αν ο Θοδωρής δεν βίωνε τον αυταρχισμό ενός καθεστώτος και δεν είχε γράψει τον μονόλογο «Τούνελ», τι έργο θα είχε γράψει;

Ενδιαφέρουσα ερώτηση… Με προκαλείτε να σκεφτώ πώς θα ήταν αν επέλεγε τον ασφαλή δρόμο. Η πρώτη λέξη που μου έρχεται στο μυαλό για το θεατρικό είναι «Το ξέφωτο». Μπορεί στο βουνό που πολέμησε ή στο πάρκο Χεραστράου όπου έκανε εκείνους τους μεγάλους περιπάτους. Θα ήταν ένα έργο για τον έρωτα κυρίως. Γιατί αυτή ήταν η φτιαξιά του. Από παιδί  ερωτευόταν παρορμητικά, την ελευθερία, τη Θάλεια, την πατρίδα, την ιδέα μιας δικαιότερης ζωής, αργότερα την Ερμίνα… Αν ο αυταρχισμός του καθεστώτος Τσαουσέσκου λοιπόν δεν τον οδηγούσε στο αποπνιχτικό τούνελ, ο Θοδωρής θα υμνούσε με λυρισμό τα αγνότερα των συναισθημάτων. Και μάλλον θα εισέπραττε το πολυπόθητο χειροκρότημα καθώς δεν θα άφηνε κανένα ενοχλητικό αποτύπωμα στο διάβα του.

– Το ξενοδοχείο Hotel National ασκεί δέος –διαχρονικά- στον Γρηγόρη αλλά και στον αναγνώστη. Τον σκεφτήκατε εξ αρχής ως τίτλο;

Η ιδέα ενός ξενοδοχείου που εμπεριείχε τους συμβολισμούς εκείνης της εποχής ήταν εξαρχής στο μυαλό μου. Τα λεγόμενα κομματικά ξενοδοχεία υπήρχαν σε όλες τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ήταν περίκλειστα και απροσπέλαστα για όσους δεν ανήκαν στην καθεστωτική ελίτ. Ο Γρηγόρης ανάπτυξε μια πολύ «ειδική» σχέση με το Hotel National. Του ασκούσε δέος όπως λέτε αλλά από ένα σημείο κι έπειτα τον καταδυνάστευε. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι επέλεξε αυτόν τον χώρο, στη δύση του βίου του, για να αντικρίσει τη ζωή του κατάματα.

– Το πρώτο σας αυτό βιβλίο ανοίγει έναν συγγραφικό δρόμο και, αν ναι, πώς τον έχετε φανταστεί;

Δεν τον έχω φανταστεί. Η συγγραφή είναι ο τρόπος μου για να εκφραστώ δημιουργικά. Δεν ήταν κάτι που ονειρεύτηκα, σχεδίασα ή επεδίωξα. Απλώς κάποια στιγμή κατάλαβα πως είχε μεστώσει μια ιστορία μέσα μου και θέλησα να τη βάλω στο χαρτί. Παραμένω ενεργός δημοσιογράφος, οπότε βρίσκομαι μονίμως σε ένα κυνήγι του χρόνου. Το Hotel National έχετε δίκαιο πως μου άνοιξε ένα δρόμο. Εδώ και δύο χρόνια λοιπόν δουλεύω το δεύτερό μου μυθιστόρημα, μια τελείως διαφορετική ιστορία, την οποία ελπίζω σύντομα να ολοκληρώσω.