Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς, η νέα ταινία του Γιάννη Οικονομίδη αφηγείται μια ιστορία για έναν ανέφικτο έρωτα στην ελληνική επαρχία γεμάτη πάθος, απληστία και έγκλημα. Το καστ του είναι όπως πάντα κάτι παραπάνω από ενδιαφέρον και οι οριακοί χαρακτήρες του κινούνται στα σκοτεινά μονοπάτια της βίας αναζητώντας διεξόδους που οδηγούν σε ακόμα περισσότερους λαβυρίνθους. Το μαύρο χιούμορ είναι διάχυτο μέσα στην πρόζα -όσο τρομακτική κι αν μοιάζει η εξέλιξη των γεγονότων- και σχολιάζει καυστικά μια παράλογη κοινωνία που κάνει τα στραβά μάτια σε έναν υπόκοσμο που τρεκλίζει. Ο Στάθης Σταμουλακάτος υποδύεται τον Γλάρο, ψευδώνυμο συμβολικό αφού πρόκειται για ένα ζώο παμφάγο και εφευρετικό, που ξέρει να προσαρμόζεται όσο λίγοι.

Μας μιλά για τη δική του σχέση με την ελληνική επαρχία και την Ελληνίδα μάνα. Δύο στοιχεία πολύ βασικά για την πλοκή της ταινίας του Γιάννη Οικονομίδη, αλλά όπως φαίνεται και για τον ηθοποιό. Μας αφηγείται ακόμα τη συνεργασία που είχε με τον σκηνοθέτη, ο οποίος τον ωθεί σε χαρακτήρες γεμάτους ένταση, αλλά και για τις πρόβες που σαν τελετουργία δένουν τους συντελεστές πριν από τα γυρίσματα. Νηφάλια και χωρίς ψευδαισθήσεις βλέπει ότι το μέλλον του ελληνικού κινηματογράφου δεν διαγράφεται ρόδινο απλά επειδή βγαίνουν κάποιες καλές ταινίες και καταλήγει να μας εξηγεί την πραγματικότητα της ζωής των ηθοποιών σε ένα περιβάλλον επισφαλές, όπου η τέχνη δεν προσφέρει απαραιτήτως και τα προς το ζην.


– Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς μιλά για έναν παράνομο έρωτα στην ελληνική επαρχία. Ποια είναι η δική σας σχέση με την ελληνική επαρχία;

Εγώ μεγάλωσα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου στην ελληνική επαρχία γιατί η μητέρα μου δούλευε όταν ήμουν μικρός και έπρεπε να με στείλει στη γιαγιά μου γιατί δεν μπορούσε να με κρατήσει κάποιος άλλος. Κι έτσι, τα πρώτα χρόνια τα πέρασα στην ελληνική επαρχία. Σιγά σιγά αυτό σταμάτησε και από τη στιγμή που πέθαναν η μητέρα μου και η γιαγιά μου σπάνια πηγαίνω πλέον στο χωριό της μητέρας μου.

– Ποια είναι η γνώμη σας για την ελληνική οικογένεια και τον ρόλο της μάνας μέσα σε αυτήν;

Η μάνα ανέκαθεν παίζει έναν σημαντικό ρόλο στην ελληνική οικογένεια από παλιά. Οι πατεράδες έβγαιναν για να δουλέψουν και το βάρος για την ανατροφή των παιδιών έπεφτε στη μάνα. Οπότε, έστω και αν ο πατέρας έδειχνε ότι είναι ο αρχηγός και κάνει κουμάντο, στην πραγματικότητα η μάνα στο τέλος έδινε τις γραμμές για την ανατροφή των παιδιών.

– Τι ακριβώς επαγγέλλεται ο Γλάρος, ο δικός σας ρόλος στην ταινία;

Ο Γλάρος είναι το τσιράκι του Τσέκου, το δεξί του χέρι, το πρωτοπαλίκαρο του. Δεν κάνει κάποια δουλειά, απλά είναι μαζί του. Τον φυλάει και ο Τσέκος του αναθέτει τις δουλειές.

– Ο Γιάννης Οικονομίδης, όπως και σε πολλές από τις ταινίες του κοιτάζει κατάματα το τρίπτυχο έγκλημα, βία, άνθρωπος. Σας ελκύουν οι χαρακτήρες που δημιουργεί; Θεωρείτε πως είμαστε όλοι εν δυνάμει δολοφόνοι;

Δεν ξέρω αν είμαστε όλοι εν δυνάμει δολοφόνοι, αλλά εν δυνάμει είμαστε όλοι σκατάνθρωποι. Όσο για το αν με ελκύουν οι χαρακτήρες ναι. Γιατί κάνεις κάτι, τουλάχιστον σαν ηθοποιός, που στην πραγματική σου ζωή δεν θα το έκανες ποτέ. Βγάζεις έναν σκατοχαρακτήρα προς τα έξω, ενώ υπό κανονικές συνθήκες δεν θα φερόσουν έτσι σε ανθρώπους. Τουλάχιστον όχι εγώ.

– Τόσο στο θέατρο όσο και στις ταινίες που έχετε πρωταγωνιστήσει υποδύεστε ρόλους που κουβαλούν μια τεράστια ένταση, Πώς το διαχειρίζεστε αυτό;

Καταρχάς είναι οι ρόλοι που μου αρέσουν. Να ξεκινήσουμε από αυτό. Δεύτερον, όταν μπλέκεις με τον Γιάννη -γιατί ο Γιάννης ευθύνεται πιο πολύ για όλο αυτό- μαθαίνεις σιγά σιγά να διαχειρίζεσαι τα μέσα σου, που λέμε. Δηλαδή στο Στέλλα Κοιμήσου μου έλεγαν πώς μπορείς και πώς μπορείς. Για μένα ήταν πάρα πολύ εύκολο. Δηλαδή, απλά ανέβαζα λίγο ταχυπαλμία την ώρα που τελείωνε, όχι την ώρα που ήμουν σε ένα action και μετά ηρεμούσα βλέποντας τηλεμάρκετινγκ.

– Ποια ήταν η ατμόσφαιρα κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας;

Φανταστική. Και κατά τη διάρκεια των προβών ήταν φανταστική. Γιατί ο Γιάννης έκανε σχεδόν έξι μήνες με κάποιους ηθοποιούς εφτά πρόβες. Οπότε, όλα αυτά τα παιδιά που συναντηθήκαμε -τουλάχιστον, αυτοί που είχαμε τους μεγαλύτερους ρόλους- ήμασταν συνέχεια στις πρόβες μαζί, γελάγαμε, δεν ήταν μόνο κάνουμε πρόβα. Δηλαδή, κάναμε και χαβαλέ. Κάποιες μέρες δεν κάναμε πρόβες, τρώγαμε όλοι μαζί, βγαίναμε έξω στο τέλος. Ο Γιάννης το’ θελε αυτό γιατί θα μας έδενε στην πορεία. Το έκανε και λίγο υπόγεια. Οι πρόβες έχουν και αυτή την τελετουργία στον Γιάννη, να δέσουν όλους τους ηθοποιούς μαζί για να έχει ένα αποτέλεσμα. Και αυτό συνεχίζεται όταν ξεκινάει η ταινία, φαίνεται πάνω στο σετ. Και πάνω στο σετ, δηλαδή περνάμε πολύ καλά.

– Ο ελληνικός κινηματογράφος έχει αποκτήσει έναν νέο παλμό τα τελευταία χρόνια. Νιώθετε αισιοδοξία για το μέλλον του χώρου;

Κοίτα, με το ότι γίνονται κάποιες καλές ταινίες δεν μπορείς να λες ότι είσαι αισιόδοξος. Τουλάχιστον εγώ δεν είμαι. Γιατί είναι τόσο δύσκολο να κάνεις μια καλή ελληνική ταινία, με κάποιες προδιαγραφές. Στον Γιάννη παίρνει σχεδόν τρία με τέσσερα χρόνια για να κάνει μια ταινία. Είναι πάρα πολύ δύσκολο. Είχαμε μια συζήτηση πριν από κάποιες ημέρες για αυτό το πράγμα και μου είπε ωραία, τώρα όταν θα γεράσουμε θα κάνουμε και την επόμενη ταινία. Είναι πάρα πολύ δύσκολο και αν δεις οι ελληνικές ταινίες που βγαίνουν ανά χρόνο είναι λίγες. Δεν μπορώ να πω ότι είμαι αισιόδοξος.

– Πέρα από τη δουλειά σας ως ηθοποιός αληθεύει ότι εργάζεστε και ως κούριερ τα πρωϊνά; Ποιες είναι οι αντιδράσεις του κόσμου όταν σας αναγνωρίζει;

Τον τελευταίο χρόνο το έχω σταματήσει. Το σταμάτησα γιατί δεν μπορούσα λόγω προβών. Είχα πάρα πολλά θέατρα μαζί οπότε μπορούσα να πω ότι βιοποριζόμουνα. Τα προηγούμενα χρόνια όμως, κάποιοι με βλέπανε και μου λέγανε μα πώς εσύ. Είχε μια εντύπωση ο κόσμος ότι επειδή είσαι ηθοποιός πάει να πει ότι βγάζεις και πολλά λεφτά, πράγμα που δεν ισχύει. Δεν ισχύει καθόλου. Έπρεπε να δουλεύω το πρωί και το βράδυ να έχω θέατρο για να μπορώ να φτάνω σε ένα επίπεδο από καθαρά οικονομικής άποψης. Είναι πάρα πολύ δύσκολο ακόμα και με την πρωϊνή σου δουλειά να βιοπορίζεσαι, πόσο μάλλον μόνο από το θέατρο. Σε μένα αυτό πήγε για 25 χρόνια σχεδόν. Από τη στιγμή που μπήκα στη σχολή δούλευα και κατάφερα να το βγάλω από πάνω μου τον τελευταίο ενάμισι χρόνο.


Διαβάστε επίσης:

Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς, του Γιάννη Οικονομίδη