Ο Ζυλιέν Σορέλ, γιος ενός ξυλουργού σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Γαλλίας την εποχή της Παλινόρθωσης, μαθητής ενός παλιού πολεμιστή του Ναπολέοντα αλλά και του τοπικού εφημέριου, ένας έξυπνος, ημιμαθής, ρομαντικός νεαρός γεμάτος φιλοδοξίες, προσπαθεί να ξεφύγει από τις ρίζες του και να ανέλθει, φεύγει για το Παρίσι, ερωτεύεται χωρίς να το καταλάβει, μάχεται και ηττάται. Το Κόκκινο και το μαύρο, το κατεξοχήν μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, είναι το προγραμματικό κείμενο της κοινωνικής κινητικότητας: ο Ζυλιέν εργάτης, μαθητευόμενος ιερέας, παιδαγωγός, γραμματέας, κοσμικός, διπλωμάτης, κατάσκοπος, ευγενής, υπαξιωματικός, εγκληματίας και θανατοποινίτης, θα μπορούσε να έχει γίνει ξυλέμπορος, ιερέας ή επαναστάτης, να έχει παντρευτεί την καμαριέρα της ερωμένης του, μια πάμπλουτη Ρωσίδα κληρονόμο ή μια νεαρή αριστοκράτισσα του Παρισιού. Ο Σταντάλ αποδίδει με την ανάλαφρη ειρωνεία του τις αδυναμίες και το διχασμό του ήρωά του, την ασταθή αυτοκατανόηση και την κωμωδία της εσωτερικής του ζωής, παίζοντας με τη γλώσσα της φιλοδοξίας και του έρωτα, και συμπυκνώνοντας προκαταβολικά την πορεία όλων των ηρώων του 19ου αιώνα.
Το κατεξοχήν σκάνδαλο ωστόσο στο Κόκκινο και το μαύρο, το κατεξοχήν απροσδόκητο, είναι η πορεία του Ζυλιέν που από γιος ξυλουργού καταφέρνει να γίνει κύριος ντε Λα Βερναί και, παρ’ όλα αυτά, καταλήγει στη λαιμητόμο. Η βασική ερώτηση που θέτει το μυθιστόρημα είναι «τι μπορεί να γίνει κανείς τον 19ο αιώνα;» – μια ερώτηση ιδιαιτέρως προβληματική όταν τίθεται το 1830, στην Παλινόρθωση (που ο Σταντάλ δεν ήξερε, όσο έγραφε το Κόκκινο και το μαύρο, ότι θα έφτανε τόσο γρήγορα στο τέλος της). Μετά την έκρηξη της κοινωνικής κινητικότητας της επαναστατικής και της πρώτης αυτοκρατορικής περιόδου, όταν η ταπεινή καταγωγή και η ανέλιξη μέχρι την αριστοκρατία έπαψαν να είναι ασύμβατες, οι νέοι της Παλινόρθωσης, στους οποίους η Επανάσταση είχε κληροδοτήσει αυτή τη φαντασίωση της ραγδαίας κοινωνικής ανόδου, έρχονταν αντιμέτωποι με ένα κλίμα που ο Σταντάλ περιγράφει ως θανάσιμα άκαμπτο, στατικό και πληκτικό – μια στατικότητα που δεν οφείλεται μόνο στην επιθυμία επιστροφής στο παλαιό καθεστώς αλλά κυρίως στον παραλυτικό τρόμο που προκαλεί η πιθανότητα μιας νέας επανάστασης: ο «φόβος για το απροσδόκητο», ο φόβος για οτιδήποτε δεν συμμορφώνεται με τις συμβάσεις, που δείχνουν όλοι οι ευγενείς χαρακτήρες του μυθιστορήματος, συνοψίζεται στον φόβο του γιακωβινισμού, στο ότι «βλέπουν πίσω από κάθε θάμνο έναν Ροβεσπιέρο» (σ. 346).
-Από το επίμετρο του Σωτήρη Παρασχά, σ. 801-802.
Σταντάλ – Πληροφορίες για τον συγγραφέα
Ο Ανρί Μπελ γεννήθηκε στην Γκρενόμπλ το 1783. Πήγε στο Παρίσι το 1799 για να σπουδάσει αλλά κατέληξε να εργάζεται στο υπουργείο Πολέμου. Το 1800 ταξιδεύει στο Μιλάνο και μαγεύεται από την Ιταλία, στην οποία επιστρέφει διαρκώς, τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του ως πρόξενος στην Τσιβιταβέκια. Γράφει ταξιδιωτικά κείμενα και δοκίμια, τη δεκαετία του 1820 αρχίζει να δημοσιεύει διηγήματα και μέχρι το θάνατό του δημοσιεύει τρία μυθιστορήματα: την Αρμάνς (1827), το Κόκκινο και το μαύρο (1830) και το Μοναστήρι της Πάρμας (1839). Πεθαίνει στο Παρίσι από αποπληξία το 1842.