Η φράση «Γυναίκα δεν γεννιέσαι αλλά γίνεσαι» μπορεί να χρησιμοποιείται πλέον πολύ και σε μία ευρεία γκάμα περιστάσεων∙ από φεμινιστικές δηλώσεις έως τηλεοπτικές ατάκες. Η γυναίκα όμως που πρώτη διατύπωσε αυτήν την φράση – θεωρία είχε μία πολύ συγκεκριμένη χρήση της κατά νου. Η Σιμόν ντε Μποβουάρ συνόψισε στην παραπάνω φράση την θεωρία της περί κοινωνικής κατασκευής των φύλων και έως σήμερα το όνομα της θεωρείται συνώνυμο με τον φεμινισμό.

Σχεδόν έναν αιώνα μετά την γέννηση της Σιμόν ντε Μποβουάρ, οι συνθήκες για την γυναίκα μπορεί να είναι πολύ διαφορετικές, μπορεί να έχουν αλλάξει μόνο επιφανειακά, είτε να έχει υπάρξει πραγματική μεταβολή των στάσεων και των πεποιθήσεων. Οι καινοτόμες αντιλήψεις των αλλοτινών χρόνων μπορεί σήμερα να φαντάζουν ντεμοντέ. Όμως για να γίνει πραγματικά αντιληπτός ο αγώνας της ντε Μποβουάρ για το «δεύτερο φύλο»(δηλ. την γυναίκα) πρέπει ο τελευταίος να ενσωματωθεί στο χρονικό πλαίσιο που έλαβε χώρα.

«Γεννήθηκα στις 9 Ιανουαρίου του 1908 στις 4 το πρωί, σε ένα δωμάτιο με άσπρα λακαρισμένα έπιπλα που έβλεπε στην λεωφόρο Ρασπάιγ» γράφει η Σιμόν στο αυτοβιογραφικό έργο της « Αναμνήσεις μιας καθωσπρέπει κόρης».  Επρόκειτο, να φύγει από την ζωή τον Απρίλιο του 1986. Το πλήθος που συγκεντρώθηκε τότε στο νεκροταφείο του Μονπαρνάς φώναζε το εξής σύνθημα: «Γυναίκες, της οφείλετε τα πάντα».

Η Σιμόν ντε Μποβουάρ ήταν η πρωτότοκη κόρη μιας αριστοκρατικής οικογένειας, με πατέρα δικηγόρο με αρκετά συντηρητικές απόψεις και απομακρυσμένο από την πίστη στον θεό. Στην αντίπερα όχθη, η μητέρα της ήταν καθολική, κόρη εύπορης οικογένειας και βαθύτατα ευσεβής. Αυτή η αντίθεση που καθόριζε την δυναμική της σχέσης των γονέων της, η Σιμόν υποστηρίζει ότι έμελλε να καθορίσει και την ίδια. Ως παιδί, υπήρξε βαθιά θρησκευόμενη και είχε επιχειρήσει μάλιστα να γίνει καλόγρια. Μετά την εφηβεία, η σχέση της με τον θεό άλλαξε. «Ποτέ δεν θα απαρνιόμουν πράγματα που με ευχαριστούσαν επειδή δήθεν ο θεός θα τα απαγόρευε. Άρα δε πίστευα πια σε εκείνον.» Στην πορεία μάλιστα, ο πρόωρος θάνατος της φίλης της Ελιζαμπέθ Λακουέν – στα είκοσι της χρόνια- θα ενέτεινε την πεποίθηση της για την ανυπαρξία του θεού.

Η Σιμόν γράφει για τους γονείς τις: «Στις αντιλήψεις τους το μέλλον μου ήταν σαφώς προδιαγεγραμμένο. Στα 20 μου θα παντρευόμουν, θα περνούσα μία ζωή μητέρας και κυρίας του κόσμου». Κόντρα στις προσδοκίες των γονιών της η Σιμόν ντε Μποβουάρ, σπουδάζει φιλοσοφία και μαθηματικά στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Υπήρξε από τις λίγες γυναίκες με πτυχίο από την Σορβόννη, αφού η πρόσβαση στην ανώτερη εκπαίδευση είχε πρόσφατα επιτραπεί στις γυναίκες. Μάλιστα, στην ηλικία των εικοσιενός χρόνων πέρασε με επιτυχία εξετάσεις που της επέτρεπαν να διδάξει φιλοσοφία στην δημόσια εκπαίδευση- χώρος όπου επίσης οι γυναίκες αποτελούσαν μειονότητα. Έτσι, από το 1931 έως το 1937 δίδαξε σε λύκεια στην Μασσαλία και το Ρουέν και από το 1938 έως το 1941 στο Παρίσι, ενώ υπήρξε συνάδελφος με τον διάσημο ανθρωπολόγο Κλοντ Λεβί Στρος.

Το 1929, η Σιμόν ντε Μποβουάρ γνωρίζει μέσα στον ακαδημαϊκό κύκλο τον Ζαν Πωλ Σαρτρ και γεννιέται μία σχέση αλλόκοτη και ελευθεριάκη που θα τους έδενε μέχρι το τέλος της ζωής τους. Μεταξύ τους είχαν τρία χρόνια διαφορά. Ο Σαρτρ ήταν ο μόνος που είχε αποφοιτήσει με βαθμό μεγαλύτερο από εκείνον της ντε Μποβουάρ, ενώ η καθόλου ευπαρουσίαστη εικόνα του δεν στάθηκε εμπόδιο στην σαγήνη που άσκησε στην ιέρεια του φεμινισμού. Η σχέση τους δεν υπήρξε ποτέ συμβατική και φυσικά ήταν εκτός γάμου. Είχαν ωστόσο συνάψει μεταξύ τους ένα σύμφωνο, με το οποίο συναινούσαν ότι επιτρέπονται αμφότερες οι παράλληλες σχέσεις. Εξάλλου, η μεταξύ τους επαφή ήταν πολύ πιο βαθιά. Πολλοί, μάλιστα, απορούσαν πώς ήταν εφικτό να ασκεί τόσο έντονη επιρροή ένας άνδρας σε μία δυναμική φεμινίστρια.

Παρόλα αυτά, σε όλες τις βιογραφίες είναι έντονη η προσπάθεια να παρουσιάζονται σαν συνοδοιπόροι και χωρίς ιεράρχηση. Συντάχθηκαν μαζί στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα -από όπου αργότερα αποχώρησαν –  ενώ το 1945 ξεκίνησαν να εκδίδουν μαζί την αριστερή επιθεώρηση «Μοντέρνοι Καιροί». Η ντε Μποβουάρ και ο Σαρτρ ήταν σύντροφοι, αυτόφωτοι και ανεξάρτητοι και η ντε Μποβουάρ δεν ήταν ποτέ η ετερόφωτη κυρία που έπαιρνε λίγη από την λάμψη του συζύγου της.

Η Σιμόν ντε Μποβουάρ χαράχθηκε στην ιστορία ως η μητέρα του φεμινισμού. Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι η ίδια δεν αποδέχονταν εξ αρχής αυτόν τον χαρακτηρισμό. Θεωρούσε ότι οι αγώνες της έπρεπε να τοποθετούνται σε ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο και να μην περιορίζονται εκ προοιμίου στις μεταξύ των γυναικών μάχες. Υπήρξε σημαντική φιλόσοφος, συγγραφέας και ακτιβίστρια. Μάλιστα, την δεκαετία του εβδομήντα πρωτοστάτησε στις διαδηλώσεις για το δικαίωμα στην νόμιμη έκτρωση και υπέγραψε μεταξύ άλλων το διάσημο κείμενο με τις 342 υπογραφές γυναικών που δήλωναν ότι είχαν προχωρήσει σε παράνομη έκτρωση.

Το συγγραφικό της έργο κέρδισε τόσο απήχηση όσο και κατακραυγή. Ανάμεσα στα σημαντικότερα έργα της συγκαταλέγονται το μυθιστόρημα «Οι μανδαρίνοι» για το οποίο της απονεμήθηκε βραβείο  Goncourt  και φυσικά το φιλοσοφικό της δοκίμιο «Το δεύτερο φύλο» . Το τελευταίο αποτελεί προϊόν των ώριμων χρόνων της, μεστής σκέψης και μελέτης. Η Σιμόν τόλμησε να αμφισβητήσει έννοιες ιερές και αναλλοίωτες, όπως η μητρότητα και ο γάμος. Το βιβλίο συγκέντρωσε πλήθος αγανακτισμένων κριτικών ενώ ταυτόχρονα οι πωλήσεις αυξάνονταν ραγδαία.

Στο «Δεύτερο φύλο» διατύπωσε την θεωρία της περί κοινωνικής κατασκευής των φύλων καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η ύπαρξη προηγείται της ουσίας και όχι το αντίστροφο. Μπορεί οι πωλήσεις να ξεπέρασαν τις προσδοκίες, αλλά το βιβλίο μπήκε στην λίστα με τα απαγορευμένα βιβλία του Βατικανού και έβαλε την Σιμόν στο στόχαστρο από τη μία με κατηγορία τον μισανδρία και από την άλλη τον μισογυνισμό. Ο Αλμπέρ Καμύ μάλιστα σχολίασε ότι στο «Δεύτερο φύλο» η Σιμόν επιδιώκει να γελοιοποιήσει τους άνδρες της Γαλλίας.

Η Σιμόν, εν κατακλείδι είναι μία γυναικεία μορφή που αξίζει να μνημονεύεται. Στην περίπτωση της – όπως και σε άλλες περιπτώσεις φημισμένων ανθρώπων- η φήμη με την κατανόηση του έργου της από τον κόσμο είναι ποσά αντιστρόφως ανάλογα. Είναι τόσο διαδεδομένο το όνομα της και η φεμινιστική της ιδιότητα που σπάνια κάποιος θα ασχοληθεί με την ουσία των κειμένων και του έργου της εν γένει. Η φήμη της τής εξασφάλισε σίγουρα τον επιθετικό προσδιορισμό «φεμινίστρια», αλλά σίγουρα της αξίζουν ακόμα επίθετα όπως πρωτοπόρα, αγωνίστρια, πολυσχιδής, ευαισθητοποιημένη. Αυτό που κάποιοι λένε «Γυναίκα» …