Πώς και γιατί η Ρόζα Εσκενάζυ ενέπνευσε τον Roy Sher (Ρόι Σερ) για ένα ντοκιμαντέρ αφιέρωμα στην σπουδαία φωνή της, στο ρεμπέτικο και στην διαδρομή της από την Κωνσταντινούπολη ως την Αθήνα, τον Πειραιά, την Αμερική και τέλος το Στόμιο, την κωμόπολη του Κορινθιακού κόλπου, όπου βρέθηκε τελικά ο τάφος της. Συνέντευξη στην Μαρία Κωφίδου

Μαρία Κωφίδου: Γιατί επιλέξατε τη Ρόζα Εσκενάζυ ως θέμα του ντοκιμαντέρ «My sweet canary»;

Roy Sher: Ήταν ένα βράδυ του 2004, που ανακάλυψα στην Ιερουσαλήμ ένα μικρό καπηλειό, όπου κάθε εβδομάδα μια ομάδα νέων έπαιζε ρεμπέτικα τραγούδια. Εκεί ανακάλυψα τη Ρόζα Εσκενάζυ. Μόλις πριν από πέντε χρόνια. Δεν ήταν μόνο φωνή της που μου προξένησε το ενδιαφέρον. Ήταν και το όνομά της το οποίο είναι εβραϊκό. Ρώτησα, έμαθα και αποφάσισα να γυρίσω μια ταινία για το ρεμπέτικο, τον βιογραφικό άξονα της Ρόζας και της ζωή της από την

Μ. Κ.: Πως  θα χαρακτηρίζατε την ηρωίδα του ντοκιμαντέρ;

R. S.: Όταν ξεκίνησα την έρευνα είχα μόνο κάποιες φωτογραφίες, ορισμένο οπτικοακουστικό υλικό. Δεν υπήρχαν πια πολλοί άνθρωποι που να την γνωρίζανε προσωπικά, γεγονός που δυσκόλεψε την έρευνά μου. Μερικούς μήνες πριν την ολοκλήρωση του φιλμ συνάντησα την εγγονή της Ρόζα, την κα Λιναρδοπούλου και ξεκινήσαμε να συζητάμε για τα μέλη των οικογενειών μας.  Εκεί συνειδητοποίησα ότι ήξερα περισσότερα για τη Ρόζα από όσα ξέρω για τον παππού μου. Πλέον μπορώ να πω ότι ήταν μια πολύ ισχυρή προσωπικότητα, με εμμονές, ένας αγνός άνθρωπος, σαν παιδί αλλά ταυτόχρονα ήταν και αγριόγατα. Πιθανόν έπεσε πολλές φορές στη ζωή της αλλά πάντα στεκότανε στα πόδια της. Και όπως όλοι οι δυνατοί άνθρωποι είχε τις αδυναμίες της.

Μ. Κ.: Στο ντοκιμαντέρ παρακολουθούμε συν τοις άλλοις τρεις νέους μουσικούς διαφορετικών εθνικοτήτων.

R. S.: Ναι, το σκεπτικό μου ήταν ότι η φωνή της Ρόζα και η μουσική είναι μια παγκόσμια γλώσσα. Τη μιλάνε και την αισθάνονται όλοι έστω και αν δεν κατανοούν τους στίχους, όπως άλλωστε συνέβη και σε εμένα τον ίδιο. Εξάλλου η ζωή και η πορεία της Ρόζας ήταν ένα ταξίδι σε διαφορετικά μέρη αλλά πάντα με ένα κοινό παρανομαστή που δεν ήταν άλλος από την ίδια και τη μουσική. Στο φιλμ ο Τόμερ Κατζ, ισραηλινός ερμηνευτής ουτιού και μπουζουκιού, η ελληνοκύπρια τραγουδίστρια-συνθέτρια Μάρθα Λιούις, που ζει στην Αγγλία, και η Τουρκάλα τραγουδίστρια και μουσικός Μεχτάπ Ντεμίρ, πραγματοποιούν ένα οδοιπορικό, από την Κωνσταντινούπολη στην Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, ακολουθώντας τα μουσικά ίχνη της ερμηνεύτριας, αποκαλύπτοντας τις κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις του ρεμπέτικου ως φαινόμενο, περιδιαβαίνοντας τις σύγχρονες μουσικές σκηνές, όπου αναβιώνουν παγκοσμίως τα τραγούδια της Ρόζας Εσκενάζυ.

Μ. Κ.: Η παγκόσμια πρεμιέρα πραγματοποιήθηκε στην έναρξη τελετής του Φεστιβάλ. Γιατί επιλέξατε τη Θεσσαλονίκη και που αποδίδετε την θερμή ανταπόκριση του κοινού;

R. S.: Ήταν προφανές για εμάς από την αρχή ότι θα επιλέγαμε τη Θεσσαλονίκη από το Βερολίνο. Η ίδια έζησε σε αυτή την πόλη. Επιπλέον δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την ιστορία και την ταυτότητα της Θεσσαλονίκης που υπήρξε πολυπολιτισμικό κέντρο. Όταν μας είπαν ότι επελέγη η ταινία για την έναρξη του Φεστιβάλ δεν θα μπορούσαμε να ζητήσουμε τίποτε περισσότερο. Σε ό,τι αφορά την ανταπόκριση του κοινού πιστεύω ότι τα τραγούδια και η μουσική και η ίδια η Ρόζα Εσκενάζυ δεν απέχουν από το σήμερα. Η ίδια ήταν ένας ζωντανός άνθρωπος, παθιασμένη με ό,τι και αν έκανε, έστω και αν οι καταστάσεις δε ήταν ευνοϊκές. Είναι γνωστή για το έργο της αλλά σε ό,τι αφορά την προσωπικότητά της και στο πως επηρέαζε τη μουσική της πορεία και αντίστροφα δεν γνωρίζαμε πολλά. Αυτό νομίζω ότι κεντρίζει το κοινό.

Μ. Κ.: Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;

R. S.: Ο στόχος μου είναι να δημιουργήσω ένα event με σημείο αναφοράς την ταινία. Αυτό το διάστημα ετοιμάζουμε μία συναυλία, στην οποία θα συμμετέχει και η Yasmin Levy, με ρεμπέτικο ρεπερτόριο που θα εκτελέσουν στην ελληνική, τούρκικη και Ladino γλώσσα οι καλλιτέχνες. Το όνειρό μου είναι να ταξιδέψει τόσο η ταινία όσο και η συναυλία σε όλο τον κόσμο. Το project συντονίζεται από την Ελλάδα. Όσο για το αν έχω σχέδια για κάποια άλλη ταινία νομίζω ότι είναι πολύ νωρίς ακόμη. Νιώθω ακόμη θλιμμένος που έχει τελειώσει αυτό το ντοκιμαντέρ, είναι για εμένα σαν να έχει τελειώσει μια σχέση και να σε αφήνει με πολλές αναμνήσεις.