Μια κοινωνία βυθίζεται στην αδικία, στην καταπίεση,στο ψεύδος. Οι άνθρωποι-όσοι έχουν μείνει- αγωνιούν. Σκοτάδι παντού. Πόνος και πίκρα. Να μην τα έβλεπαν αυτά οι ποιητές και οι ποιήτριες μας; Κάθε εποχή, βιώνει την απολυταρχία. Αυτοί που είναι ερωτευμένοι με την ζωή, ερωτευμένοι με τους ανθρώπους, αυτές που βουτούν στην θάλασσα γυμνές, αυτοί που χαμογελούν στο παιδί, αυτές που επαναστατούν, αυτοί που διεκδικούν, αυτές που πρότυπα ομορφιάς & σύνορα αγνοούν, ναι λοιπόν κύριες και κύριοι, αγαπούν. Και ξαφνικά, μια ακτίνα ηλίου, παίρνει το δυσοίωνο μέλλον μακρυά…ο έρωτας, αυτός, γεννάει την ελπίδα.

Οι άνθρωποι “πολεμούν” για να μπορούν να αγκαλιάζουν με τρυφερότητα. Και όταν τους κοιτούν, οι άλλοι, οι δίπλα, οι παραδίπλα, που φιλούν, που ερωτοτροπούν, να μην τους χωρίζουν σε ίδια και διαφορετικά φύλα. Να μην υπάρχουν φύλα. Να υπάρχουν ανθρώποι που αγαπούν και αγαπιούνται.

Αὐτὸ τὸ ἀστέρι εἶναι γιὰ ὅλους μας- Τάσος Λειβαδίτης

V
Θά ῾θελᾳ νὰ φωνάξω τ᾿ ὄνομά σου, ἀγάπη, μ᾿ ὅλη μου τὴν δύναμη.
Νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ χτίστες ἀπ᾿ τὶς σκαλωσιὲς καὶ νὰ φιλιοῦνται μὲ τὸν ἥλιο
νὰ τὸ μάθουν στὰ καράβια οἱ θερμαστὲς καὶ ν᾿ ἀνασάνουν ὅλα τὰ τριαντάφυλλα
νὰ τ᾿ ἀκούσει ἡ ἄνοιξη καὶ νά ῾ρχεται πιὸ γρήγορα
νὰ τὸ μάθουν τὰ παιδιὰ γιὰ νὰ μὴν φοβοῦνται τὸ σκοτάδι,
νὰ τὸ λένε τὰ καλάμια στὶς ἀκροποταμιές, τὰ τρυγόνια πάνω στοὺς φράχτες
νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ πρωτεύουσες τοῦ κόσμου καὶ νὰ τὸ ξαναποῦνε μ ὅλες τὶς καμπάνες τους
νὰ τὸ κουβεντιάζουνε τὰ βράδια οἱ πλύστρες χαϊδεύοντας τὰ πρησμένα χέρια τους.

Νὰ τὸ φωνάξω τόσο δυνατὰ
ποὺ νὰ μὴν ξανακοιμηθεῖ κανένα ὄνειρο στὸν κόσμο
καμιὰ ἐλπίδα πιὰ νὰ μὴν πεθάνει.

Νὰ τ᾿ ἀκούσει ὁ χρόνος καὶ νὰ μὴν σ᾿ ἀγγίξει, ἀγάπη μου, ποτέ.

IV
Ναὶ ἀγαπημένη μου,
ἐμεῖς γι᾿ αὐτὰ τὰ λίγα κι ἁπλὰ πράγματα πολεμᾶμε
γιὰ νὰ μποροῦμε νά ῾χουμε μία πόρτα, ἕν᾿ ἄστρο, ἕνα σκαμνὶ
ἕνα χαρούμενο δρόμο τὸ πρωὶ
ἕνα ἤρεμο ὄνειρο τὸ βράδι.
Γιὰ νά ῾χουμε ἕναν ἔρωτα ποὺ νὰ μὴ μᾶς τὸν λερώνουν
ἕνα τραγούδι ποὺ νὰ μποροῦμε νὰ τραγουδᾶμε

Ὅμως αὐτοὶ σπᾶνε τὶς πόρτες μας
πατᾶνε πάνω στὸν ἔρωτά μας.
Πρὶν ποῦμε τὸ τραγούδι μας
μᾶς σκοτώνουν.

Μᾶς φοβοῦνται καὶ μᾶς σκοτώνουν.
Φοβοῦνται τὸν οὐρανὸ ποὺ κοιτάζουμε
φοβοῦνται τὸ πεζούλι ποὺ ἀκουμπᾶμε
φοβοῦνται τὸ ἀδράχτι τῆς μητέρας μας καὶ τὸ ἀλφαβητάρι τοῦ παιδιοῦ μας
φοβοῦνται τὰ χέρια σου ποὺ ξέρουν νὰ ἀγγαλιάζουν τόσο τρυφερὰ
καὶ νὰ μοχτοῦν τόσο ἀντρίκια
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ λέμε οἱ δυό μας μὲ φωνὴ χαμηλωμένη
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ θὰ λέμε αὔριο ὅλοι μαζὶ
μᾶς φοβοῦνται, ἀγάπη μου, καὶ ὅταν μᾶς σκοτώνουν
νεκροὺς μᾶς φοβοῦνται πιὸ πολύ.

Σὲ μιὰ γυναῖκα-Τάσος Λειβαδίτης

Θυμᾶσαι τὶς νύχτες; Γιὰ νὰ σὲ κάνω νὰ γελάσεις περπατοῦσα πάνω
……στὸ γυαλὶ τῆς λάμπας.
«Πῶς γίνεται αὐτό;» ρώταγες. Μὰ ἦταν τόσο ἁπλὸ
ἀφοῦ μ᾿ ἀγαποῦσες

Όνειρο-Μαρία Πολυδούρη

Άνθη μάζευα για σένα
στο βουνό που τριγυρνούσα.
Χίλια αγκάθια το καθένα
κι όπως τα ‘σφιγγα πονούσα.

Να περάσεις καρτερούσα
στο βοριά τον παγωμένο
και το δώρο μου κρατούσα
με λαχτάρα φυλαγμένο

στη θερμή την αγκαλιά μου.
Όλο κοίταζα στα μάκρη.
Η λαχτάρα στην καρδιά μου
και στα μάτια μου το δάκρυ.

Μεσ᾿ στον πόθο μου δεν είδα
μαύρη η Νύχτα να σιμώνει
κ᾿ έκλαψα χωρίς ελπίδα
που δε στα ‘χα φέρει μόνη.

Ερωτικό γράμμα-Νίκος Καββαδίας

Κοριτσάκι μου, Θαλασσωμένο απόψε το Αιγαίο.
Το ίδιο κι εγώ.

Χθες δεν πρόλαβα να καθίσω στο τραπέζι κι ένα τηλέφωνο
με κατέβασε στο λιμάνι. Στις εφτά που σαλπάραμε, δεν
μπορούσα να περπατήσω από την κούραση. Η παρηγοριά μου
ήταν η «ώρα» σου. Η λύπη μου ότι δεν κυβέρνησα ούτε στιγμή
το καταπληκτικό Θαλασσινό σκαρί, το κορμί σου.

Από δειλία και ατζαμοσύνη σήκωσα το κόκκινο σινιάλο της Ακυβερνησίας.
Είδα χθες, πολλές φορές την κοπέλα της πλώρης:
Τη λυσίκομη φιγούρα να σκοτεινιάζει, να θέλει να κλάψει.

Σα να ῾χε πιστέψει για πρώτη φορά ότι πέθανε, ο Μεγαλέξανδρος,
όμως το Καρχηδόνιο επίχρισμά του έμενε το ίδιο λαμπρό.
Με το αυτοκρατορικό κάλυμμά του. Κόκκινο της Πομπηίας
Rosso romano, πορφυρό της Δαμασκός.
Βελούδο που σκεπάζει ιερὸ δισκοπότηρο.
Όστρακο ωκεάνιο αλμυρό. Κρασί βαθυκόκκινο που δίνει
δόξα στο κρύσταλλο. Πληγή απὸ κοπίδι κινέζικο.
Αστραπή. Βυσσινί ηλιοβασίλεμα.

Λαμπάδα της πίστης μου.
Ανοιχτὸ σημάδι του έρωτά μου
Όνειρο και τροφή της παραφροσύνης μου
Σε αγκαλιάζω.

Γράμματα στη Μάρω-Γιώργος Σεφέρης

«Ένα πράγμα με πείραξε, με πλήγωσε βαθιά μέσα στο γράμμα σου.
Πώς μπόρεσες, έπειτα από τόση αγάπη, να αισθανθείς ξαφνικά μόνη σου.
Αυτό το “μόνη μου έπρεπε” είναι κάτι, πώς να το πω, που με ατιμάζει»

Περίπατος- Περικλής Κοροβέσης

Είχα σβήσει με μπλάνκο το όνομά σου από την ατζέντα μου.
Δεν περίμενα να ξαναπάρεις τηλέφωνο ύστερα από τόσον καιρό.
Και όμως πήρες. Ρώτησες αν ενοχλείς. Ήσουν ευγενική.
Το μέταλλο της φωνής σου, πολύτιμο όπως πάντα. Ρώτησες αν γράφω.
Δεν ήθελες να με διακόψεις. Εκτιμούσες πάντα την δουλειά μου.
Ρωτάς τι κάνω. “Όλα καλά”, σου λέω. Τί να σου πω;
Με γάμησες,
Περίπατο έκανες στη ζωή μου και τη διάλυσες.

Λαχταρώ-Σάρα Κέιν (Απόσπασμα), Μετάφραση Τζένη Μαστοράκη

Και να μην καταλαβαίνω όταν λες ότι σε απορρίπτω.Και ν’ αναρωτιέμαι πώς σου πέρασε ποτέ απ’ το νου ότι εγώ θα μπορούσα ποτέ να σε απορρίψω. Και ν’ αναρωτιέμαι ποια είσαι, αλλά να σε δέχομαι έτσι όπως είσαι. Και να σου λέω για το μαγεμένο δάσος, τον άγγελο του δέντρου, το αγόρι που πέρασε πετώντας τον ωκεανό επειδή σ’ αγαπούσε. Και να σου γράφω ποιήματα, και να αναρωτιέμαι γιατί δε με πιστεύεις. Και να σ’ αγαπάω τόσο βαθιά που να μη μπορώ να το βάλω σε λόγια.

Και να θέλω να σου πάρω ένα γατάκι που θα ζηλεύω,γιατί θα το προσέχεις περισσότερο από μένα. Και να μη σ’ αφήνω να σηκωθείς απ’ το κρεβάτι όταν πρέπει να φύγεις. Και να σου αγοράζω δώρα που εσύ δεν τα θέλεις, και πάλι να τα παίρνω πίσω. Και να σου λέω να παντρευτούμε, και συ να μου λες πάλι όχι. Αλλά εγώ να σ’ το λέω και να σ’ το ξαναλέω, γιατί όσο κι αν νομίζεις πως δεν το λέω σοβαρά, εγώ πάντα σοβαρά το έλεγα, από την πρώτη φορά που στο είπα.

Έρωτας- Ντίνος Χριστιανόπουλος

Νὰ σοῦ γλείψω τὰ χέρια, νὰ σοῦ γλείψω τὰ πόδια –
ἡ ἀγάπη κερδίζεται μὲ τὴν ὑποταγή.
Δὲν ξέρω πῶς ἀντιλαμβάνεσαι ἐσὺ τὸν ἔρωτα.
Δὲν εἶναι μόνο μούσκεμα χειλιῶν,
φυτέματα ἀγκαλιασμάτων στὶς μασχάλες,
συσκότιση παραπόνου,
παρηγοριὰ σπασμῶν.
Εἶναι προπάντων ἐπαλήθευση τῆς μοναξιᾶς μας,
ὅταν ἐπιχειροῦμε νὰ κουρνιάσουμε σὲ δυσκολοκατάχτητο κορμί.

Μονάκριβή μου-Ναζίμ Χικμέτ (απόδοση Γιάννης Ρίτσος )

Μονάκριβή μου ἐσὺ στὸν κόσμο
μοῦ λὲς στὸ τελευταῖο σου γράμμα:
«πάει νὰ σπάσει τὸ κεφάλι μου, σβήνει ἡ καρδιά μου,
Ἂν σὲ κρεμάσουν, ἂν σὲ χάσω θὰ πεθάνω».

Θὰ ζήσεις, καλή μου, θὰ ζήσεις,
Ἡ ἀνάμνησή μου σὰν μαῦρος καπνὸς
θὰ διαλυθεῖ στὸν ἄνεμο.
Θὰ ζήσεις, ἀδελφή με τὰ κόκκινα μαλλιὰ τῆς καρδιᾶς μου
Οἱ πεθαμένοι δὲν ἀπασχολοῦν πιότερο ἀπό ῾να χρόνο
τοὺς ἀνθρώπους τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα.

Ὁ θάνατος
Ἕνας νεκρὸς ποὺ τραμπαλίζεται στὴν ἄκρη τοῦ σκοινιοῦ
σὲ τοῦτον ῾δῶ τὸ θάνατο δὲν ἀντέχει ἡ καρδιά μου.
Μὰ νά ῾σαι σίγουρη, πολυαγαπημένη μου,
ἂν τὸ μαῦρο καὶ μαλλιαρὸ χέρι ἑνὸς φουκαρᾶ ἀτσίγγανου
περάσει στὸ λαιμό μου τὴ θηλειὰ
ἄδικα θὰ κοιτᾶνε μὲς στὰ γαλάζια μάτια τοῦ Ναζὶμ νὰ δοῦν τὸ φόβο.
Στὸ σούρπωμα τοῦ στερνοῦ μου πρωινοῦ
θὰ δῶ τοὺς φίλους μου καὶ σένα.
Καὶ δὲ θὰ πάρω μαζί μου κάτου ἀπὸ τὸ χῶμα
παρὰ μόνο τὴν πίκρα ἑνὸς ἀτέλειωτου τραγουδιοῦ.

Γυναίκα μου
Μέλισσά μου μὲ τὴ χρυσὴ καρδιὰ
Μέλισσά μου μὲ τὰ μάτια πιὸ γλυκὰ ἀπ᾿ τὸ μέλι
Τί κάθησα καὶ σοῦ ῾γραψα πὼς ζήτησαν τὸ θάνατό μου.

Ἡ δίκη μόλις ἄρχισε
Δὲν κόβουν δὰ καὶ στὰ καλὰ καθούμενα ἔτσι τὸ κεφάλι
ὅπως ἕνα γογγύλι.
Ἔλα, ἔλα, μή μου σκᾶς
Αὐτὰ εἶναι μακρινὰ ἐνδεχόμενα.
Ἂν ἔχεις τίποτα λεφτὰ
Ἀγόρασέ μου ἕνα μάλλινο σώβρακο
Μοῦ μένει ἀκόμα κείνη ἡ ἰσχιαλγία στὸ πόδι

Καὶ μὴν ξεχνᾶς πὼς ἡ γυναίκα ἑνὸς φυλακισμένου
Δὲν πρέπει νά ῾χει μαῦρες ἔγνοιες.

Χωρισμός-Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ

Χωρίζω, αφού είναι ένα ψέμα πια στη ζωή μου
η ύπαρξη του μέλλοντος.
Από το μέλλον χωρίζω.
Ξέρω τα πάντα κάτω απ’ την τεράστια σκιά του θα ζω,
μ’ αυτό το ΘΑ που αναβοσβήνει σταθερά
παίζοντας με την ελπίδα.
Όμως συγκεντρώνομαι πια στο ΤΩΡΑ.
Οι στιγμές, οι ώρες, οι μέρες,
κυλάνε στο παρόν.
Και ξαφνικά κάτι σαν γέλιο
ακούγεται μέσα μου:
Ούτε μιαν ανάσα δεν παίρνεις
–λέει μια φωνή–
χωρίς να στηρίζεσαι στην αοριστία του μέλλοντος.
Τότε, λέω, ο χωρισμός αναβάλλεται. Για πάντα.

Γιαυτό αν τύχει και με αγαπήσεις-Κατερίνα Γώγου

Είναι επειδή είμαστε παρέα με το παιδί
κι αμέτρητες φορές- αγκαλιά απ’τη μέση
μετρήσαμε τ’άμέτρητα τ’άστρα
και κείνα που λέγανε για καλύτερα χρόνια
τα φάγαμε βγάζοντας κουβάδες με νερό
για να μπορούν να ταξιδεύουνε για πάντα
τα πλοία που δεν άραξαν
κι είναι επειδή μια και κάτω
κατεβάσαμε όλα τα ξινισμένα κρασιά
και βγάλαμε τα σωθικά μας τραγουδώντας
γεμάτα παράπονο -παιδιακίσα πράγματα-
τον Ιούλιο κάποτε
Γι’αυτό άμα κάνει κανείς μια κίνηση έτσι
για να μας χαϊδέψει
κάνουμε εμείς μια κίνηση πίσω
σα να μη φάμε ξύλο.
Γι’αυτό αν τύχει και αγαπήσεις
πρόσεχε σε παρακαλώ πολύ πολύ
πώς θα μ’αγκαλιάσεις. Πονάει εδώ.
Κι εδώ. Κι εκεί. Μη! Κι εδώ .
Κι εκεί.

Κεραμίδια στάζουν-Χρόνης Μίσσιος

Έρωτας είναι το ίπτασθαι οικειοθελώς,
το ωραιάσθαι αενάως,
το εγγίζεσθαι χαιδευτικώς,
το ποθείν καθ’ολοκληρίαν,
το καλλωπίζειν το χώρο,
το φαντάζεσθαι εγχρώμως,
το διαλέγεσθαι μωβ,
το αντι-εξουσιάζεσθαι ανυπερθέτως,
το συνουσιάζεσθαι επαναληπτικώς.
Γενικώς το ευ ζειν…
Το αποπλανάσθαι στην απουσία της μοναξιάς.

Κεντρική φωτογραφία θέματος από την ταινία Love, Gaspar Noé.