Σε μια σκηνή ερασιτεχνικού θεάτρου ενός εγκαταλελειμμένου πολιτιστικού χώρου, συναντιούνται δύο έφηβοι, ο Κέβιν και η Σάντρα. Με φόντο ένα ζωγραφισμένο τοπίο, οι δύο νέοι επιχειρούν να διαφύγουν από την πραγματικότητα που ζουν, να μεταφερθούν σε ένα «αλλού» και να καταφέρουν από εκεί να ξανακοιτάξουν τη ζωή με άλλο τρόπο. Μέσα στην κρύα αίθουσα, ανοίγουν τις καρδιές τους, λένε τις ιστορίες τους και διαπιστώνουν πως «τέσσερα μάτια βλέπουν καλύτερα από δύο».

Το «Παραμύθι για Δύο» είναι ένα νεανικό έργο, γραμμένο από τον καταξιωμένο σύγχρονο Βρετανό συγγραφέα Φίλιπ Ρίντλεϊ, που με το ξεχωριστό στυλ γραφής του, καταφέρνει να υφάνει τις ρεαλιστικές του ιστορίες με τον ιστό του παραμυθιού. Με την επιδεξιότητα, λοιπόν, του παραμυθά, τη γνώση των δυσκολιών αλλά και της ομορφιάς της εφηβικής ζωής, κατορθώνει να μας ταξιδέψει σε μια ιστορία αγάπης δύο νέων παιδιών, στην μεταβατική τους ηλικία, από το παραμύθι στον έρωτα… ή και το αντίστροφο.

Στην παράσταση ακούγονται τραγούδια του μουσικού και ράπερ ΛΕΞ, ο οποίος τα παραχώρησε στον σκηνοθέτη ειδικά για το συγκεκριμένο ανέβασμα.

Σημείωμα μεταφράστριας | Μια μακρινή αλλά τόσο γλυκιά ανάμνηση.

Το 1999 ψάχναμε μαζί με τον Θωμά Μοσχόπουλο ένα θεατρικό έργο που να μην είναι μόνο για μικρά παιδιά, να είναι και για μεγαλύτερα. Ο Θωμάς έτυχε τότε να βρίσκεται στο Λονδίνο και μου τηλεφώνησε ενθουσιασμένος: «Το βρήκα το έργο», μου είπε. Μόλις είχε δει το Fairytaleheart του Φίλιπ Ρίντλεϊ και είχε κατασυγκινηθεί.

Μόλις το διάβασα κι εγώ κατάλαβα ότι ήταν αυτό που ζητούσαμε. Ένα έργο με δεκαπεντάχρονους ήρωες, γραμμένο με εξαιρετική ευαισθησία και χιούμορ. Παραμυθένιο αλλά σύγχρονο.

Κι έτσι το μετέφρασα αμέσως, του βρήκαμε έναν ελληνικό τίτλο και στη συνέχεια το ανεβάσαμε με πρωταγωνιστές τη Δέσποινα Κούρτη και τον Βαγγέλη Χατζηνικολάου. Τόσο οι πρόβες, όσο και οι παραστάσεις του έργου μάς έδωσαν μεγάλη χαρά και συγκίνηση. Ήταν από τις ωραιότερες στιγμές της θεατρικής μου ζωής. Την περιγράφω σε ένα κεφάλαιο του βιβλίου μου Γράμμα στον Κωστή και νομίζω ότι αξίζει να τη θυμίσω με ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο.

Ήτανε Μάρτης του ’99. Ετοιμάζαμε με τον Θωμά το Παραμύθι για δύο, ένα τρυφερό έργο για μεγαλύτερα παιδιά. Η παράσταση δεν είχε μεγάλες σκηνογραφικές ή φωτιστικές απαιτήσεις. Κι είπαμε να την ταξιδέψουμε εκεί που δεν πηγαίνουν οι θίασοι και μάλιστα το καταχείμωνο. Το καινούργιο έργο θα ξεκινούσε την περιοδεία του από την Αμοργό. Εγώ όμως πώς να πάω στην πρεμιέρα αφού έπαιζα στην Αθήνα; (Έπαιζα στην Πόρτα ένα έργο που είχες μεταφράσει εσύ, την Άποψη της Έιμι.)

Ήμουν απαρηγόρητη. Και ξαφνικά, ενώ ήμουν πάνω στη σκηνή, μου ήρθε μια καταπληκτική, αλλά και απλούστατη σκέψη. Είπα μέσα μου: «Αφεντικό δεν είμαι; Άμα θέλω το κλείνω».

Μόλις το σκέφτηκα άρχισα να κλαίω από τη χαρά μου. Και τα δάκρυα ταίριαζαν ωραιότατα στη σκηνή που έπαιζα, που ήταν πολύ δραματική. Κι έκλεισα το θέατρο για να πάω στην Αμοργό. Φτάσαμε στα Κατάπολα λίγο πριν από το ξημέρωμα. Μας υποδέχτηκαν με κακαβιά, κρασάκι και ντόπια τυριά. Και την άλλη μέρα που δώσαμε την πρώτη παράσταση, κατέβηκαν από τα χωριά παιδιά μεγάλα και μικρά, ενήλικοι και γεροντάκια. Το έργο λειτούργησε ιδανικά. Προσθέσαμε και μια τρίτη παράσταση για να χωρέσει όλος ο κόσμος. Στο λιμάνι όποιος μας έβλεπε μας χαιρετούσε και μας κερνούσε. Το βράδυ, μετά την παράσταση έκανε λίγο κρύο και μουρμούρισα: «Κρυώνουν λίγο τα πόδια μου. Να είχα τώρα ένα ζευγάρι έξτρα καλτσάκια….».

Και μετά από λίγο, μέσα στο σκοτάδι, κάποιος, μου έβαλε στο χέρι ένα ζευγάρι αφόρετα σοσόνια. Δεν κατάλαβα ποιος ήταν, αλλά δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Στη συνέχεια δώσαμε κι άλλες παραστάσεις με το Παραμύθι στη Μύκονο, τη Σύρο και αλλού. Και αργότερα, φυσικά, στο θέατρο ΠΟΡΤΑ.

Τα επόμενα χρόνια συνεχίσαμε αυτά τα ταξίδια και με άλλες παραστάσεις ταξιδεύοντας πολύ σε μικρές πόλεις αλλά και σε νησιά πολύ μικρότερα από την Αμοργό. Νησιά με 268 ή 425 κατοίκους όπως η Θηρασιά και η Σίκινος.

Αλλά η «πρεμιέρα» με το Παραμύθι για δύο ήταν κάτι μοναδικό. Χαίρομαι πολύ που θα το παρουσιάσετε το έργο στη Θεσσαλονίκη και σας εύχομαι να το χαρείτε όπως το χαρήκαμε κι εμείς. –Ξένια Καλογεροπούλου

Σημείωμα σκηνοθέτη

Ο Κέβιν, ένας έφηβος 15 χρονών, που μέχρι πρόσφατα ζούσε μαζί με τη μητέρα του σε καταλήψεις και κοινόβια, πρόσφατα μετακόμισε σε ένα “κανονικό” σπίτι με τον καινούριο σύντροφο της. Ο Κέβιν περνάει πολλές ώρες της μέρας του ζωγραφίζοντας τον τοίχο από ένα εγκαταλειμμένο υπόγειο, που βρίσκεται στην καινούρια του γειτονιά. Εκεί οραματίζεται τον χώρο να επανέρχεται σε λειτουργία σαν θέατρο, όπως ήταν κάποτε. Η φαντασία του είναι ταξιδιάρικη και πληθωρική. Οι ιστορίες που σκέφτεται και η ζωγραφική είναι ο τρόπος του να ξεφεύγει από την σκληρή πραγματικότητα.

Αυτόν τον τρόπο προσπαθεί να μάθει και στην Σάντρα, το πολύ όμορφο, αλλά γεμάτο προβλήματα κορίτσι, που συναντάει τυχαία μια κρύα νύχτα στο μυστικό του κρησφύγετο. Η Σάντρα σήμερα έχει τα γενέθλιά της, γίνεται 15 χρονών. Στο πάρτι της ο πατέρας της ανακοινώνει τους αρραβώνες του με μια νέα γυναίκα, που θα αντικαταστήσει την – εδώ και 3 χρόνια σχεδόν – νεκρή μητέρα της. Η Σάντρα φεύγει από το πάρτι πληγωμένη βαθιά. Πάνω στην αναστάτωσή της πηγαίνει στο υπόγειο που κάποτε η μητέρα της διαχειριζόταν ως πνευματικό κέντρο της γειτονιάς, μήπως και νιώσει “κάτι” από την παρουσία της. Εκεί συναντάει αυτόν τον καινούριο περίεργο γείτονα, που έχει παρατηρήσει να μπαίνει μέσα συχνά τις τελευταίες βδομάδες. Οι δύο νέοι σταδιακά ερωτεύονται.

Στο πίσω μέρος του σκηνικού υπάρχει ένα πανί πάνω στο οποίο προβάλλονται εικόνες και βίντεο σ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Στην παράσταση ζωντανεύουν πολλές σκηνές από την φαντασία του Κέβιν με την βοήθεια και την ένθερμη παρουσία μερικών τριτοετών σπουδαστών της δραματικής σχολής του ΚΘΒΕ. Κάθε σκηνή φαντασίας έχει και ένα διαφορετικό θεατρικό ύφος σε υποκριτικό, κινησιολογικό, ενδυματολογικό, μουσικό και γενικότερα αισθητικό επίπεδο. Με την παράλληλη συνδρομή της μουσικής και των new media (animation, mapping), το ρεαλιστικό θεατρικό ύφος εναλλάσσεται με άλλα θεατρικά και παραστασιακά είδη όπως: σωματικό θέατρο, ακροβατικά, musical, σύγχρονος χορός, contact κ.ά.

Στην πορεία του έργου όταν κάποια στιγμή οι δύο πρωταγωνιστές έρθουν “κοντά” φτιάχνουν μία ιστορία μαζί, ένα θεατρικό έργο που ονειρεύονται ότι θα παιχτεί όταν το θέατρο ξαναλειτουργήσει. Από δω και πέρα η πραγματικότητα αρχίζει σιγά σιγά να εμπλέκεται με τη φαντασία. Το δεύτερο επίπεδο του κειμένου, πέρα από την ερωτική ιστορία, ουσιαστικά, μιλάει για τον τρόπο που οι ιστορίες – δηλαδή η φαντασία και η τέχνη – βοηθάνε δύο εφήβους να ξεπεράσουν τα ψυχολογικά και συναισθηματικά τους προβλήματα.

Στο κείμενο, το παραμύθι που πλάθουν οι ήρωες είναι άμεσα εμπνευσμένο από την ζωή τους. Ακολουθώντας το πνεύμα του συγγραφέα, στη συγκεκριμένη σκηνοθεσία, το παραμύθι που πλάθουν οι ήρωες ζωντανεύει μπροστά τους και αντίστροφα η ζωή τους γίνεται τελικά ένα παραμύθι μέσα από την τέχνη: το θέατρο, τη ζωγραφική, τη μουσική, το χορό, το σινεμά και φυσικά τον έρωτα. –Αλέξανδρος Ράπτης

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ:

Μετάφραση: Ξένια Καλογεροπούλου, Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Ράπτης, Δραματουργική επεξεργασία: Δημήτρης Καλακίδης, Σκηνικά: Διδώ Γκόγκου, Κοστούμια: Κατερίνα Χατζοπούλου, Μουσική: Γιώργος Δούσος, Κίνηση: Χάρης Πεχλιβανίδης, Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος, Video Mapping/Animation: Μπάμπης Βενετόπουλος, Βοηθός Σκηνοθέτη: Kατερίνα Συναπίδου, Φωτογράφιση παράστασης: Τάσος Θώμογλου, Οργάνωση παραγωγής: Μαριλύ Βεντούρη

Παίζουν: Παναγιώτα Μπιμπλή (Σάντρα), Περικλής Σιούντας (Κέβιν)

Συμμετέχουν οι σπουδαστές της Δραματικής σχολής του ΚΘΒΕ: Ελισσάβετ Νικολαΐδου, Αγγελίνα Τερσενίδου, Μαρία-Ραφαηλία Τσομπανούδη, Αλέξανδρος-Γεώργιος Τωμαδάκης