Έγκλειστοι στην άβυσσο ή αλλιώς ζωές που ακροβατούν στο ορφικό μεταίχμιο της ανυπαρξίας, που βιώνονται σε αντίστροφη μέτρηση, βουτηγμένες στον σπαραγμό της οδύνης και δοκιμάζονται οδυνηρά για να αναγεννηθούν, κυριολεκτικά από τις στάχτες της προσωπικής τους απόγνωσης. Αυτοί είναι οι ήρωες του βιβλίου της Μαίρης Κωνσταντούρου με τίτλο «Παλίρροια».

Ήρωες που ακροβατούν στο χείλος της απώλειας, που προσπαθούν να σπάσουν το κύκλο της απελπισίας, να προσδιορίσουν εκ νέου την έννοια της ελπίδας, να στήσουν ενέδρα στο μέλλον με κύριο όπλο τους την αγάπη, την ανθρωπιά, ένα καλλίφωνο κοτσύφι, μια ανάσα ελευθερίας στη ζοφερή φυλακή της αδικίας. Ήρωες μορφοποιημένοι αδρά, σάρκινοι και ξεκάθαρα ενταγμένοι στην αφηγηματική ροή, άνθρωποι που πασχίζουν να αντιστρέψουν το επώδυνο πεπρωμένο και να επαναπροσδιορίσουν τη μοίρα τους με το μόνο μέσο που τους έχει απομείνει: την αξιοπρέπεια.

Με αφορμή την ιστορία ενός μικρού νησιού στη μέση της λιμνοθάλασσας της Βενετίας και τη χρήση του πρώτα ως λοιμοκαθαρτήριο και αργότερα ως ψυχιατρείο η Κωνσταντούρου στήνει έναν αφηγηματικό ιστό που επικεντρώνεται χρονικά στις δύο αυτές περιόδους εγκιβωτίζοντας την ιστορία του παρελθόντος στα όνειρα και τις παραισθήσεις του παρόντος για να αναδείξει βαθύτερους κοινωνικούς προβληματισμούς που αφορούν στις ανθρώπινες αντιδράσεις, στη συνύπαρξη που διαμορφώνει τις ανθρώπινες σχέσεις και το ενδιαφέρον που αναπτύσσεται ανάμεσα στους ανθρώπους ή την αδιαφορία—κυρίως αυτή—στις κοινωνικές και ταξικές αδικίες, στα αίτια και στα αιτιατά που συνεπάγεται η κοινωνική περιθωριοποίηση.

Το βιβλίο βασίζεται σε δυο κεντρικούς άξονες. Από τη μια έχουμε κραταιό τον φόβο του θανάτου και της απώλειας και από την άλλη την ελπίδα που αναγεννάται στο φως της ανθρωπιάς. Τα δίπολα που συνεχώς σχηματίζονται κατά την αναγνωστική διαδικασία είναι αυτά που καθορίζουν την ποιότητα της αφήγησης. Ο φόβος αντιμέτωπος με τον έρωτα, η αρρώστια με τη ζωή, ο θάνατος με την ανθρωπιά, το φως με τον απέραντο ζόφο, η απόγνωση με την αισιοδοξία, η περιθωριοποίηση με την επανένταξη. Κυρίως όμως ο θάνατος με την αγάπη• και η αλληλοεξουδετέρωσή τους. Η αιώνια πάλη ανάμεσα στο καλό και στο κακό και ο φαύλος κύκλος που τα ενώνει. Και τέλος η γαλήνη της λιμνοθάλασσας της Γαληνοτάτης σε πλήρη αντιδιαστολή με την ωκεάνια τρικυμία που φωλιάζει στην ψυχή των ανθρώπων που είτε ως τρόφιμοι είτε ως προσωπικό κατορθώνουν να ορθώνουν το ανάστημά τους απέναντι στην επέλαση της απελπισίας.

Στη σκοτεινιά του ψυχιατρικού ασύλου της Ποβέλια οι άνθρωποι παλεύουν να διατηρήσουν ελάχιστα ψήγματα φωτός ή καλύτερα αγωνιούν για να μη σβήσει όσο έχει απομείνει στην ψυχή τους. Οι ήρωες παλινωδούν στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν μέσα στην αγριότητα ενός υγειονομικού θεσμού. Τα πράγματα θα γίνουν ακόμη χειρότερα γι’ αυτούς όταν η επιστήμη θα συναντηθεί με τη διαστροφή στο πρόσωπο του νέου διευθυντή του ασύλου. Συγκλονιστικές είναι οι περιγραφές των πειραμάτων που διαπράττει ο νέος διευθυντής, εναρμονισμένες απόλυτα με την ψυχική ανισορροπία του. Αλλά και ο συμβολισμός αυτών των πράξεων.

Μια κοινωνία σε αποσύνθεση, αποδομημένη που καταρρέει και η λοβοτομή που διεκδικεί τον τελικό της σπασμό πριν από το τέλος είναι η πρώτη σκέψη που έρχεται στον νου διαβάζοντας. Ένα κοινωνικό σύνολο που αφήνεται στα χέρια της διαστροφής, ανήμπορο να αντιταχθεί, να αντιδράσει, να σταματήσει τον όλεθρο. Ώσπου έρχεται μια στιγμή και η αθωότητα ξαναπαίρνει τα ηνία και σταματά την αδικία αποφασίζοντας πως το πεπρωμένο μπορείς να το αλλάξεις μόνο όταν το αντιμετωπίσεις, όταν το κοιτάξεις κατάματα και το καταπαλέψεις με κάθε σου δύναμη.

Η συγγραφέας εγκιβωτίζει την ιστορία του παρελθόντος—θα μπορούσε από μόνη της να είναι ένα αυτόνομο βιβλίο εξίσου ενδιαφέρον—δημιουργώντας μια εξαιρετική πλοκή. Η γλωσσική υφή του έργου είναι απολύτως προσδιορστική της αισθητικής του, οι περιγραφές των τόπων, των συναισθημάτων και των γεγονότων συγκλονίζουν. Χαρακτηριστική είναι η ιστορική έρευνα της συγγραφέα η οποία διαφαίνεται σε κάθε σημείο του βιβλίου χωρίς ωστόσο να προσδίδει στο κείμενο κανενός είδους διδακτικό χαρακτήρα. Ο αναγνώστης βρίσκεται σε ένα αυθύπαρκτο αφηγηματικό σύμπαν όπου η ατμόσφαιρα της εποχής αναβιώνει και ανασυνθέτει τον κόσμο της Ποβέλια.

Αυτό όμως που αναβιώνει εντονότερα είναι ο διαχρονικός χαρακτήρας των κοινωνικών προβληματισμών του μυθιστορήματος. Τόσο το παρελθόν όσο και το παρόν καταδεικνύουν ότι η σκοτεινιά της ψυχής είναι μεγαλύτερη από κάθε αναπηρία, αρρώστια, πνευματική ανισορροπία. Τα ανθρώπινα πάθη παραμένουν τελικά ίδια και αυτός είναι ο μεγαλύτερος κοινωνικός φόβος. Η ανυπαρξία της υπαρκτικής αλλαγής μπροστά στην απανθρωπιά της κοινωνίας.

Χαρακτηριστικό είναι το τόσο διαχρονικό απόσπασμα:

«Ένας βαθύς αναστεναγμός ξέφυγε από τα χείλη της. Η πανώλη, που εξολόθρευσε εκατομμύρια πληθυσμού στην Ευρώπη και στην Ασία στο τέλος του Μεσαίωνα, δεν είχε νικηθεί. Απλώς είχε αλλάξει όνομα και εξακολουθούσε να μαστίζει τον κόσμο. Και τη θέση των αρουραίων, που βοήθησαν στην εξάπλωσή της τότε, τώρα την είχαν πάρει οι υπάνθρωποι που πολλαπλασιάζονταν με γρήγορους ρυθμούς. Ποβέλιες υπήρχαν πολλές, δυστυχώς, και θα συνέχιζαν να υπάρχουν. Από τα χαρακώματα του Μεγάλου Πολέμου μέχρι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζιστών και από τα εγκλήματα που διαπράττονταν καθημερινά στις γειτονιές μέχρι την εγκατάλειψη των ανήμπορων στα διάφορα άσυλα, η πανώλη της απανθρωπιάς εξαπλωνόταν ταχύτατα, ισοπεδώνοντας κάθε καλό που βρισκόταν στον δρόμο της»


Διαβάστε επίσης:

Μαίρη Κωνσταντούρου – Παλίρροια