Από τον Ντοστογιέφσκι ως τον Μπρυκνέρ και από τον Κάφκα και τον Στρίνμπεργκ μέχρι τον δικό μας Καζαντζάκη, τον Μιγιάς ή τον Ροθ αλλά και τον Ορχάν Παμούκ η συγκρουσιακή σχέση πατέρα –γιου, εξακολουθεί να λειτουργεί ως ένα άκρως ενδιαφέρον θέμα, μια δυναμική ευκαιρία ενδοσκόπησης, καθώς διαμορφώνει τις διαπροσωπικές αλληλοεξαρτήσεις, σημαδεύοντάς τες ενίοτε ανεξίτηλα.

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος προσεγγίζει αυτό το θέμα με μια βαθιά και τρυφερή μελαγχολία να διαπερνάει το κείμενό του αλλά και με μια γενναιότητα, καθώς δεν στέκεται μόνο στη σχέση με τον πατέρα του- δηλώνει άλλωστε ότι πρόκειται για αυτοβιογραφία- αλλά μετατοπίζει το ενδιαφέρον στη δική του γονική ταυτότητα σε μια προσπάθεια να «ακουμπήσει σε ευήκοα όντα» τις αγωνίες του για τη σχέση του με το δικό του παιδί, χαρακτηρίζοντας το έργο του ως μια αυτοβιογραφική προφητεία. Το κείμενό του δεν είναι μια εναγώνια πάλη για το ποιος θα επικρατήσει ανάμεσα στον πατέρα και τον γιο. Είναι μια τρυφερά σκηνοθετημένη πράξη ενηλικίωσης ενός ανθρώπου, την εμπειρία της οποίας προσφέρει στον μεταγενέστερό του και ταυτόχρονα μια ελεγεία για τις διακριτικές αποτυπώσεις μιας αποκάλυψης που σαρωτικά τροποποιεί τα συναισθήματα.

Ο συγγραφέας απλώς καταγράφει τις εκτιμήσεις του με μια εξαιρετικά λυτρωτική δυναμική. Με τη σιγουριά των κατασταλαγμένων συναισθημάτων του συνομιλεί με τον πατέρα ελπίζοντας τη συνομιλία αυτή να την ακούσει ο δικός του γιος. Αυτόν θέλει να αγγίξει και σε αυτόν απευθύνεται προσπαθώντας να τον κάνει να κατανοήσει τις δικές του πράξεις. Και να αφουγκραστεί μέσα στα λόγια του την ανάγκη να ισορροπήσει στη ζωή του παιδιού του αφομοιωμένος απόλυτα από την ισχύ της αγάπης του, επειδή ο πατέρας «πεθαίνει αλλά δε φεύγει». Καταλυτικά συνεχίζει να υφίσταται η νοητή παρουσία του και ωσμωτικά στοιχειώνει τις επιλογές μας.

Λάθη που ζητούν μια υπόσχεσης λήθης όταν η συγχώρεση αργεί, μυστικά που αποκαλύπτονται, αγωνίες που μοιράζονται και μια επαναστατική δύναμη αναγνώρισης της πατρικής φιγούρας είναι μερικά από τα στοιχεία εκείνα που κινητοποιούν τις δυνάμεις της προσωπικής αυτογνωσίας στην πορεία της ζωής. Όμως ο Παναγιωτόπουλος ξεκάθαρα δηλώνει εξαρχής, με τον τίτλο ακόμα του βιβλίου, ότι αυτή η πορεία είναι μια ολομόναχη διαδικασία επιβίωσης. Ας μην ξεγελιόμαστε. Μόνοι βαδίζουμε στη ζωή, μόνοι είμαστε και όταν αποχωρούμε από αυτήν, καθορισμένοι απόλυτα όμως από τις σχέσεις που δημιουργήσαμε με τους ανθρώπους, αυτές τις ελάχιστες, μα τόσο ισχυρές ψηφίδες που συγκροτούν το μωσαϊκό της προσωπικότητά μας.

Με τον «Ολομόναχο» ο Παναγιωτόπουλος δηλώνει και κάτι ακόμα: Ότι είναι διατεθειμένος για μια εν τω βάθει ενδοσκόπηση, έστω κι αν φέρνει στο φως οδυνηρές πληγές του παρελθόντος. Η αναμέτρηση με αυτές τις πληγές είναι οι εναρμονιστικοί παράγοντες της δικής του εξελικτικής πορείας. Πάνω σε αυτές πάτησε και κατάφερε να ανδρωθεί. Από κει και η μειλίχια σιγουριά της αφηγηματικής του προοπτικής.

Μοιάζει να γράφει αυτό το βιβλίο αφού πρώτα έχει καταλαγιάσει μέσα του ο κουρνιαχτός των αποκαλύψεων, τόσο των άγνωστων γεγονότων της ζωής του πατέρα του, όσο και των δικών του συναισθημάτων, και με μια συγκινητική γλυκύτητα αποθέτει τους προβληματισμούς του ενώπιον του αναγνώστη, σίγουρος ότι ο χρόνος συνθλίβει τους φόβους και την οδύνη της θλίψης. Το μέλλον κοιτά με σιγουριά προς το παρελθόν επειδή το παρόν έχει ξεκάθαρα κρίνει και σταδιακά συγχωρήσει όλα όσα του προκαλούσαν οργή και ενδεχομένως θυμό. Και αυτό το τόσο εσωτερικό βιβλίο αυτό ακριβώς κάνει: γίνεται μια νοητή γέφυρα ανάμεσα στο παλιό και το νέο, ανάμεσα στο δίπολο της σιγουριάς των δεδομένων του παρελθόντος και στην αβεβαιότητα του μέλλοντος.

Ένα σημαντικό βιβλίο εσωτερικής ολοκλήρωσης-κληροδότημα σε όλους όσοι αγωνίζονται να γνωρίσουν τα ενδόμυχα συναισθήματα της συνύπαρξής τους με την πατρική μορφή.


Διαβάστε επίσης:

Ολομόναχος – Νίκος Παναγιωτόπουλος