Απολύτως καίριο το μομέντουμ του ανεβάσματος του «Όλοι εμείς πουλιά» του Ουαζντί Μουαουάντ, έρχεται να κομίσει ένα ξεδιάλυμα της θολότητας των ανήσυχων σκέψεων και των ταραγμένων συναισθημάτων που γεννά το δράμα του αραβοϊσραηλινού πολέμου. Ο Ουαζντί Μουαουάντ δεν κάνει τίποτα πιο ειλικρινές και απροσχημάτιστο από το να καταστήσει το κοινό συμμέτοχο στο προσωπικό του βίωμα, το οποίο, έχοντας πλέον φτάσει σε ένα υψηλό σημείο ωρίμανσης, μετουσιώνεται σε βαθιά επίγνωση. Μια επίγνωση που διευκολύνει την πανοραμική ενατένιση των πραγμάτων, στον αντίποδα των ρητορικών εκείνων που τροφοδοτούν τον φανατισμό. 

Σε πρακτικό επίπεδο, ωστόσο, η προβληματική που επιλέγει ο Μουαουάντ δεν είναι ασυναφής προς μια δραματουργική κατεύθυνση που αναζητά ρίζες σε μεγάλα παραδείγματα. Η έννοια της ταυτότητας, που τοποθετείται ως κύριο ζήτημα, δείχνει να επικοινωνεί ευθέως με εκείνη της τραγικότητας, σε αναλογία με εμβληματικές περιπτώσεις, όπως του Οιδίποδα. Επίσης, το μοτίβο του ζευγαριού που ενώνεται με τα δεσμά της αγάπης, κατά παρέκκλιση των φυλετικών και θρησκευτικών κελευσμάτων, ανακαλεί κάτι από τον Σαίξπηρ. Αλλά και οι δραματικές συγκρούσεις που παίρνουν τη μορφή έντονων αγώνων λόγου καθιστούν ακόμα πιο εμφανή την πρόθεσή του να προσδώσει σε μια διαλείπουσα αφηγηματική διαδικασία κάτι από τη σπινθηροβόλα τεχνική των στιχομυθιών της τραγωδίας. Περισσότερο όμως η ποιητική ουσία του κειμένου είναι εκείνη που μαρτυρά την ξεκάθαρη πρόθεση του συγγραφέα να μετατοπίζεται από οποιοδήποτε σταθερό σημείο θεώρησης, καθώς η ποίηση, ως λειτουργία, διεκδικεί τον πυρηνικό ρόλο να επαναδιαπραγματεύεται, αν όχι να επανακαθορίζει, την ίδια την πραγματικότητα.

Η αίσθηση που εκπέμπει η δημιουργία του Μουαουάντ φαίνεται να αφομοιώνεται από την ανάγκη επανασύστασης των τραγικών μεγεθών, αυτή τη φορά μέσα στις συντεταγμένες των ελευθεριών της μεταμοντέρνας αισθητικής και σε συνάρτηση με μεγάλα επίδικα θέματα που απασχολούν το σύγχρονο κοινό. Και σε αυτή την απόπειρα, είναι αλήθεια, η ποιητικότητα φαίνεται να λειτουργεί σαν συγκρατητική ύλη που επιτρέπει στα μηνύματα του συγγραφέα να οχυρωθούν σε αφηγηματικούς θύλακες, χωρίς να χάνονται τα ίχνη τους μέσα σε τυχόν ασπόνδυλες δραματουργικές διαδρομές. 

Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος διαχειρίστηκε το έργο του Μουαουάντ ως σεκάνς δυναμικών επεισοδίων που μοιάζουν με ζωντανές ψηφίδες, των οποίων, όμως, οι μεταξύ τους αρμοί παίρνουν τη μορφή ρωγμών. Επιπλέον, η σκηνοθετική γραμμή, απλή και ευανάγνωστη στην ανάπτυξή της, είναι εμφανές ότι αντιμετώπισε με μέριμνα τόσο την εσωτερική πυκνότητα και την ευρυθμία των σκηνών όσο και την οργανική διασύνδεσή τους. Παρόλα αυτά, το συνολικό αποτέλεσμα εκτίθεται από τις εμφανώς άπλαστες ερμηνείες των δύο νεαρών πρωταγωνιστών (Νώντας Αλεφάντης και Μελίνα Πολυζώνη), εκτός εάν η αύρα μιας ανεπεξέργαστης αυθεντικότητας συνιστούσε ένα από τα κεντρικά αιτήματα της συνολικής σύλληψης. Η αίσθηση μιας ερμηνευτικής αστάθειας φαίνεται να διατηρείται μέχρι την έβδομη σκηνή, οπότε οι στιβαρές παρουσίες του Γιώργου Ζιόβα, της Άννας Μάσχα και του Δημήτρη Παπανικολάου έρχονται να δαμάσουν τους ρυθμούς, εμποτίζοντας, ταυτόχρονα, τους διαλόγους με έναν ευεργετικό δραματικό οίστρο. 

 Η συνέχεια ορίζεται κυρίως από μια προβλέψιμη έκβαση που επανατοποθετεί ενεργητικά το κέντρο βάρους στο θέμα της ταυτότητας, ενώ η κατακλείδα, υπερβαλλόντως πλατειασμένη σε μια ποιητική κατασκευή, προδίδει ένα έλλειμμα οικονομίας με επιπτώσεις εξίσου στο δραματικό και στο σκηνικό χρόνο.

Το μεταφραστικό πόνημα της Ελένης Βαροπούλου συνεπές, ακριβές και σκηνικά εύγλωττο, συλλαμβάνει τις θερμοκρασίες των συναισθημάτων κάτω από τις λέξεις και ισοζυγίζει τους διαλόγους με τα ποιητικά ένθετα. Οι σκηνογραφικές δημιουργίες της Ηλένιας Δουλαδίρη εξυπηρετούν επαρκώς τη θραυσματική σχέση των σκηνών, προσδίδοντας, με τη συναίνεση του φωτιστικού σχεδιασμού (Ζωή Μολυβδά-Φαμέλη), σε καθεμία από αυτές ξεχωριστή οντότητα. Η βίντεο δημιουργία του Βασίλη Μαντζώρου περιορίζεται περισσότερο σε ένα υπογραμμιστικό ρόλο, σε αντίθεση με τη μουσική του Πάνου Γκίνη που δείχνει να εγχαράσσεται στη σκηνική πραγματικότητα. 

Ως προς τους υπόλοιπους ερμηνευτές, διακρίνεται η στιβαρή παρουσία της Αλεξάνδρας Σακελλαροπούλου που κατορθώνει να ισορροπήσει με ακρίβεια επάνω σε έναν αμφιλεγόμενο και αινιγματικό χαρακτήρα. Η Πηνελόπη Τσιλίκα αντιμετωπίζει με σθένος τη χαρακτηριστική σκηνή  της ανάκρισης, ενώ η Στεφανία Σαμαρά αποδίδει το ρόλο της Γιατρού με μια αυστηρή γραμμικότητα. Τέλος, ο Κλέαρχος Παπαγεωργίου και ο Οδυσσέας Πετράκης χρωματίζουν τους χαρακτήρες τους με ευδιάκριτα γνωρίσματα, συμβάλλοντας σε μια παραστατική διαγραφή της ανθρωπογεωγραφίας.

Photo Credit: Ελίνα Γιουνανλή

Διαβάστε επίσης:

Όλοι εμείς πουλιά, του Ουαζντί Μουαουάντ σε σκηνοθεσία Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου στο Εθνικό Θέατρο