Ανεξερεύνητη, πανίσχυρη και ατίθαση η θάλασσα. Όπως ακριβώς και η τέχνη. Κρατά καλά κρυμμένα μέσα της μυστικά που «ξεχνιούνται στ’ ακρογιάλια». Και σημαδεύει ανεξίτηλα τη ζωή όσων έχουν την τύχη να ζήσουν κοντά της, να αναμετρηθούν μαζί της σε μια σχέση αδιαπραγμάτευτη, να «χορέψουν πάνω στο φτερό του καρχαρία». Επειδή η θάλασσα δεν είναι μόνο η καλοκαιρινή σειρήνα των ηδονικών κυμάτων ή της ραστώνης. Δεν είναι μόνο η μνήμη ενός πολιτισμού που επανέρχεται ρυθμικά φλοισβίζοντας στις ακτές των οριζόντων. Θάλασσα είναι ο ανοιχτός ωκεανός. Η αίσθηση μιας αθανασίας αδιατάρακτης στον χρόνο. Ό,τι βλέπει για μέρες ολόκληρες ο ναυτικός προτού το καράβι φτάσει κατάκοπο και βαριεστημένο στο λιμάνι, βρεγμένο αλλά έχοντας πρώτα στεγνώσει εντελώς την ψυχή των ανθρώπων του.

Σε μια χώρα, όπως η Ελλάδα που θαλασσοκρατείται από άκρη σε άκρη είναι επόμενο το ναυτικό μυθιστόρημα να προκαλεί το ενδιαφέρον των αναγνωστών. Πόσω μάλλον όταν σε αυτό εισχωρεί αποφασιστικά η εμπειρία μεταμορφώνοντας το κείμενο σε μια μέγιστη καλλιτεχνική διεργασία κατά την οποία ό,τι γίνεται μέρος της εμπειρίας γίνεται παράλληλα και γνώση και αποκτά ταυτόχρονα ψυχή. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στο βιβλίο Ωκεανός του Μιχάλη Κατράκη. Ο συγγραφέας δημιουργεί ένα μυθιστορηματικό πλαίσιο, τέτοιο που να ξεπερνά το εφήμερο, στο οποίο ενσωματώνει τη δύναμη της εσώτερης συνείδησής του που του επιτρέπει να γνωρίζει ως ακριβή την αληθή ιστορία που πραγματεύεται. Η τέχνη στο έργο του βιώνεται ως ειλικρινής συνειδητοποίηση και ταυτόχρονα ως αποτέλεσμα ενδελεχούς ιστορικής και αρχειακής έρευνας. Ο συγγραφέας έχει να διαχειριστεί ένα τεράστιο, και σε πολλά σημεία αμφιλεγόμενο, υλικό και να μπορέσει να εξαγάγει από αυτό την ουσιαστική μεταφορά της ανθρώπινης περιπέτειας στον θαλασσινό χρόνο. Και το κάνει με συνέπεια, ενάργεια, σύνεση και αυστηρή αυτοκριτική, έτσι ώστε να αποκαλυφθεί κατά την αναγνωστική διαδικασία το μέγεθος του προσωπικού του σπαραγμού απέναντι στην αλήθεια, αλλά και το δικό του στοίχημα με την Ιστορία που οφείλει να το κερδίσει.

Ο Ωκεανός όμως δεν είναι μόνο αυτό. Έρχεται να καλύψει ένα κενό που υπάρχει στην ελληνική ναυτική πεζογραφία τα τελευταία χρόνια και ταυτόχρονα να πάρει τη θέση του ανάμεσα στα κλασικά βιβλία του είδους. Το βιβλίο στηρίζεται δομικά σε δυο αφηγηματικούς άξονες—το περιστατικό του ναυαγίου από τη μια και τις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη μιας οικογένειας, όπως αυτές διαμορφώνονται από τη θάλασσα και καταγράφονται από την πλευρά ενός παιδιού, από την άλλη. Είναι γραμμένο με ευαισθησία και ρεαλισμό σε ισόποσες δόσεις καταφέρνοντας έτσι να κινητοποιεί όλες τις αισθήσεις του αναγνώστη και να χαράσσει στον νου του τις αλήθειες που επηρέασαν τόσο τη ζωή των ναυτικών όσο και τη ζωή εκείνων που μένουν πίσω περιμένοντας.

Η ναυτική γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας—αποτέλεσμα μιας ωσμωτικής διάχυσής της από την παιδική του ηλικία—ρέει τόσο αβίαστα όσο αβίαστα ρέουν οι περιγραφόμενες σκηνές του ναυαγίου, της ζωής στο πλοίο αλλά και της ψυχοσύνθεσης των ηρώων. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα:

«Κάπνιζε στη γέφυρα και κρατούσε το βλέμμα στυλωμένο καρφί δυτικά, λίγη ώρα για το χάραμα, κοιμούνται όλοι, σαβανωμένοι όνειρα με στεριανό τρόπο. Πού να ξέρουν αυτοί ότι το χάραμα σε γλεντάει η φουσκοθαλασσιά; Πού να ξέρουν τα παραμύθια που σέρνει γύρω του το πούσι όπως προβάλει πρύμνα; Πού να ξέρουν πως μέσα του να βρεις μπορείς όλων των γυναικών που πλάγιασαν μαζί σου το άρωμα; Φέρνει απόγεια αύρα το πούσι του πελάγους, μα πού να ξέρουν οι στεριανοί; Στενάζουν ανέγγιχτοι από τη θάλασσα, οι ανόητοι. Η ανάγκη σε φέρνει κοντά της. Η αγάπη σε κρατάει. Δεν έχουν σωτηρία οι κολασμένοι».

Αλλά και η επίσης συγκλονιστική υπαινικτική φράση που δηλώνει τόσο ξεκάθαρα και βαθιά τη μοναξιά των ναυτικών: «Άραγε φτάνει κανένα βλέμμα στα ανοιχτά;»

Σημαντική είναι, άλλωστε, η παρουσίαση των ηρώων. Ο αναγνώστης θα βυθιστεί στις προσωπικές διαβαθμίσεις της ψυχοσύνθεσής τους μια και ο συγγραφέας καταβυθίζεται πρώτα ο ίδιος στις πιο μύχιες σκέψεις τους και ανασύρει από εκεί όλα όσα στιγμάτισαν την ψυχή και διαμόρφωσαν τις αποφάσεις τους. Αδρή και σάρκινη η παρουσίασή τους εμπλουτίζει τον καμβά των αξιών που αναδύονται από το βιβλίο. Η ανθρωπιά, η φιλία, οι γονικές σχέσεις, η τελική αναμέτρηση των ανθρώπων με τη φύση, το λάθος, ο όλεθρος, η μοναξιά της θάλασσας, ο πόνος των παιδιών των ναυτικών που «πονούν κι ας μην το λένε», η άρνηση και εν τέλει η ελευθερία και η κατάλυσή της, η ζωή και ο θάνατος, η επιβίωση και ο αφανισμός γίνονται η αφορμή για να γραφτεί ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα με την πρωτοτυπία μιας παιδικής αφηγηματικής φωνής που σταδιακά διαμορφώνεται ως ενήλικη.

Χαρισματικά επίσης παρουσιάζεται η ατμόσφαιρα του πλοίου. Οι αισθήσεις του αναγνώστη «παγιδεύονται» σε έναν αφηγηματικό ιστό όπου εκεί θα μπορέσει να «ταξιδέψει» στα απόνερα μιας συγκλονιστικής ιστορίας. Ο αναγνώστης βυθίζεται στα νερά μαζί με το καράβι, κρέμεται από τα σχοινιά, ταξιδεύει στον Ινδικό, νιώθει την αρμύρα στο πετσί, συγκινείται, ακούει τον πόνο μιας οικογένειας που τα μέλη της βίωσαν τον αγώνα της λαμαρίνας, τον αγώνα για επιβίωση, μυρίζει την κουζίνα αλλά και τη μηχανή ενός καραβιού, το γράσο και τη σκουριά πάνω στα σίδερα, βλέπει τα κύματα και φοβάται, ακούει τους τριγμούς του ναυαγίου, βλέπει τις βάρκες να συντρίβονται πάνω στο κουφάρι του πλοίου, μυρίζει τη θάλασσα και τη ζωή που μάχεται να συνεχίσει.

Ένα μυθιστόρημα γραμμένο με ανθρωπιά και τρυφερότητα ακόμα και όταν παρουσιάζονται οι τραγικότερες στιγμές του ναυαγίου με την ίδια ένταση που παρουσιάζονται και οι προσωπικές λεπταίσθητες ισορροπίες των αποφάσεων του αφηγητή. Μια ιστορία για τα ανεξερεύνητα ταξίδια στον ωκεανό της ελληνικής ναυτικής πραγματικότητας.


Διαβάστε επίσης:

Μιχάλης Κατράκης – Ωκεανός