Ένας αέρινος ποιητής, ένας συγγραφέας που πλέκει ύμνους στη Νύχτα για να της κρατήσει συντροφιά σαν αυτή να ήταν η αιώνια αγαπημένη του, είναι ο περίφημος και ξακουστός Νοβάλις. Είναι αυτός που σε ηλικία 29 χρονών το 1801, δηλαδή κατά την αυγή του 19ου αιώνα, θέλησε να φύγει μακριά και για πάντα από το μάταιο αυτό κόσμο για να βγει στο ξέφωτο της μετά ζωής. Είναι ένας επίμονος κηπουρός της αφηγηματικής τέχνης, αυτής που τόσο καλά γνώριζε αν και είχε διαβάσει λίγο, κυρίως Γκαίτε και Δάντη, άρα δεν είχε επηρεαστεί το ύφος του τόσο πολύ από άλλα αναγνώσματα εκείνης ή κάποιας πιο πρότερης περιόδου. Η δίγλωσση έκδοση των εκδόσεων Περισπωμένη είναι ένα κόσμημα για κάθε βιβλιοθήκη ειδικά αν εξετάσει και θαυμάσει ο αναγνώστης τις εξαίσιες εικονογραφήσεις που τη συνοδεύουν. Η μετάφραση και η εισαγωγή του Κώστα Κουτσουρέλη όσο και η μετάφραση στο επίμετρο του Λούντβιχ Τηκ προσδίδουν ένα επιπλέον πολύτιμο πρόσημο στο μοναδικό αυτό έργο.

Στην καρδιά της Νύχτας, ο κόσμος του Νοβάλις πάλλεται από ποιητικότητα και λυρικότητα

Μόλις με την πρώτη επαφή με τον λόγο του Νοβάλις εικόνες σχηματίζονται στο μυαλό, η ψυχή αναγεννάται, μοναδικά τοπία σχηματίζονται, τοπία που μας ταξιδεύουν νοερά στο πέρα, εκεί όπου κατοικούν νεράιδες και μυθολογικά πρόσωπα, μαινάδες του Διονύσου και θεοί του Ολύμπου. Αισθανόμαστε πως βρισκόμαστε σε άλλη εποχή και σε άλλο σύμπαν, πλημμυριζόμαστε και περιβαλλόμαστε από πίνακες της φύσης, πως καθόμαστε αναπαυτικά σε σύννεφα, πως περιτριγυριζόμαστε από δέντρα και από νερό που κυλάει γάργαρο. Αυτά τα τοπία μοιάζουν με εκείνα που απεικονίζονται τόσο στα έργα του κινήματος του συμβολισμού όσο και του ρομαντισμού που κανέναν δεν μπορούν να αφήσουν ασυγκίνητο με τον συναισθηματικό χείμαρρο και την αθωότητα που τα χαρακτηρίζει. Ο Νοβάλις αναζητά όσα ο κόσμος δεν προσφέρει και θέτει ερωτήματα, εύχεται και φιλοσοφεί, συνομιλεί με μορφές άμορφες, με την ίδια τη Νύχτα στην οποία απευθύνεται, αυτή είναι η αιώνια συντροφιά του.

Σαφώς επηρεασμένος από τα λίγα αναγνώσματά του αλλά και από τη δική του φαντασία, ο Νοβάλις με όχημα και τα δικά του βιώματα μας καλεί σε έναν άλλο προορισμό που έχει και μια δόση μελαγχολικής διάθεσης σαν να ήξερε ο ίδιος πως η μοίρα του είναι προδιαγεγραμμένη και αποφασίζει να παίξει μαζί της ένα ατελείωτο κρυφτό. Όπως διαβάζουμε στο επίμετρο του σύγχρονού του, Λούντβιχ Τηκ, για τον βίο του Νοβάλις, η ζωή του υπήρξε σύντομη μα ιδιαίτερα πλούσια σε παραγωγή, μια ζωή που θυμίζει ιστορίες μυθολογικής φύσεως. Μαθαίνουμε πως ο Νοβάλις λίγο πριν ξεκουραστεί για πάντα γράφει: “Τώρα μόνο κατανόησα τι θα πει ποίηση ͘ αμέτρητα τραγούδια και ποιήματα, ολότελα διαφορετικά απ’ όσα έχω γράψει ως τώρα, γεννιούνται μέσα μου”. Μοιάζει όλο αυτό το σκηνικό που στήνει στα ποιήματά του να θυμίζει διάλογο με το θείο, με αυτή την ανώτερη δύναμη παιδί της οποίας είναι η Νύχτα και αυτή τον καλεί κοντά της για να τον νανουρίσει.

Ο Νοβάλις κατά τον Τηκ υπήρξε ακούραστος εργάτης της γραφής σαν εκείνους που κάποτε έζησαν γράφοντας πάνω σε περγαμηνές και παπύρους, εκείνους τους ακαταπόνητους και διψασμένους για διδασκαλία μαθητές που κοσμούσαν και συνέρρεαν στη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας αλλά και σε όλες τις βιβλιοθήκες του κόσμου για να καταγράψουν τις σκέψεις τους. Ο Νοβάλις σε αυτήν την κατηγορία ανήκει και στα λίγα χρόνια που πρόλαβε να ζήσει έδειξε πως υπήρξε πρωτοπόρος και διαφορετικός, με αυτό το σχεδόν αγγελικό πρόσωπο που θυμίζει τον Ιωάννη τον Βαπτιστή στο έργο του Ντα Βίντσι με την Παναγία και την μητέρα της, Άννα. Και όπως αναφέρει και ο Τηκ: “…δικαίως μας φαίνεται θαυμαστή η ζωή του Νοβάλις και δικαίως μας διαπερνά, σαν σε παραμύθι, παράξενο ρίγος όταν μαθαίνουμε ότι από τα τόσα του αδέλφια μόνον δύο τελούν εν ζωή…”.

Διαβάζοντας και μελετώντας την αφήγηση του Νοβάλις, ξεπερνάμε τα γήινα και κινούμαστε με τη δική του προτροπή και πρόσκληση στα όρια του αλληγορικού και του συμβολικού, σε μία σφαίρα όπου τίποτα δεν μοιάζει με τον κόσμο που κατοικούμε γιατί εκεί η Νύχτα είναι μια μούσα μελαγχολική που ονειροβατεί και κάθεται στις άκρες μιας όχθης στοχαζόμενη. Η Νύχτα αυτή είναι μαγική μα συνάμα και δραματική, είναι μια Νύχτα διαφορετική από τις άλλες σε σημείο που χάνεται από το πεδίο μας καθώς, αιωρούμενη και διάφανη, διεισδύει στην ίδια της τη σκιά και παίρνει το χρώμα του ουρανού. Οι περιγραφές της Νύχτας φέρνουν στον νου εκείνον τον αξεπέραστο πίνακα του Δάντη Γκαμπριέλ Ροσέτι και τον τραγικό θάνατο της δικής του φανταστικής ή πραγματικής μούσας, σε έναν πίνακα που αναπαριστά μια νύμφη μέσα σε λίμνη να κείτεται και να επιπλέει κοιμώμενη και σκεπασμένη από ένα πέπλο αιωνιότητας.

Σε κάθε περίπτωση, διατρέχοντας τους υπέροχους στίχους του και την ευρηματική του διάθεση να πλάσει δικούς του κόσμους, ο Νοβάλις βρίσκεται σε μετέωρο βήμα και αντιλαμβανόμαστε πως ο συγγραφέας κινείται ανάμεσα στο μεταφυσικό και το ονειρικό, το ρομαντικό στοιχείο που τότε έμοιαζε ιερό μπροστά στο φάσμα της βιομηχανοποίησης του κόσμου. Σήμερα ειδικά, που όλα μοιάζουν επίπεδα και σαρωμένα από το τεχνολογικό θαύμα και από τη μη ρομαντικότητα, η ποίηση του Νοβάλις μπορεί να ακούγεται και να διαβάζεται ως κάτι εντελώς ξένο, μουσειακό και εντελώς ξεπερασμένο. Και όμως ο Νοβάλις είναι σήμερα ζωντανός όσο ποτέ, η ποίησή του είναι μουσική σε λέξεις, είναι μια συμφωνία με το θείο. Φέτος που γιορτάζουμε 221 χρόνια από τον θάνατό του, οι ύμνοι ηχούν αγγελικά στα αυτιά μας και μπορεί να επήλθε ο σωματικός του θάνατος μα η αναγέννηση του πνεύματός του που πάντα μας συντροφεύει, βρίσκεται σε εξέλιξη.

Αποσπάσματα από το βιβλίο

“Ψυχή και ειμαρμένη είναι της ίδιας έννοιας ονόματα”.
“Πέρα από τα ρόδινα βουνά της αυγής, στον ιερό κόρφο της θάλασσας κατοικούσε ο ήλιος, φως ζωντανό που κατέκαιε τα πάντα…”

Διαβάστε επίσης:

Ύμνοι στη Νύχτα: Το βιβλίο του Νοβάλις από τις εκδόσεις Περισπωμένη