«Αν η λογοτεχνία μπορεί να σώζει, μπορεί εξίσου να είναι ένας άνεμος κακός» γράφει στο τέλος του βιβλίου η συγγραφέας, η λογοτεχνία μπορεί, ωστόσο, να μεταφέρει την οργάνωση και τη σημασία της ζωής σε έναν συγκεκριμένο χωροχρόνο και παράλληλα την αλληλεπίδραση της ιστορίας των απλών ανθρώπων με τη μεγάλη Ιστορία ενός τόπου.

Με επίκεντρο τη γενέθλια χώρα της η Καουτέρ Αντιμί (Kaouther Adimi) υπογράφει ένα ακόμα μυθιστόρημα μετά «Τα πλούτη μας» και καταγράφει μέσα από τη μικροϊστορία των κατοίκων ενός μικρού χωριού τη μεγάλη Ιστορία του Αλγερίου, θέλοντας να αναδείξει από τη μια τα τραγικά γεγονότα που το συντάραξαν και από την άλλη τον αντίκτυπό τους στη ζωή των απλών ανθρώπων, οι οποίοι τα βιώνουν. Και μαζί να αναδείξει τη δύναμη της λογοτεχνίας να φωτίζει διαχρονικά τη μοίρα του ανθρώπου και την πορεία του στον χρόνο, τις επιθυμίες, τους φόβους αλλά και τη δύναμή του, να αντιπαλεύει και, εν τέλει, να απελευθερώνεται από ό,τι τον στιγματίζει ή περιορίζει τη ζωή του και την υπαρκτική του αυτοδιάθεση.

Δύο είναι οι οπτικές γωνίες τις οποίες η Αντιμί επιλέγει για να προσεγγίσει τα γεγονότα και έτσι χωρίζει το αριστοτεχνικό της αφήγημα σε δύο μέρη που τιτλοφορούνται με τα ονόματα των Ταρέκ και Λεϊλά αντίστοιχα, εστιάζοντας κάθε φορά στα ουσιαστικότερα συναισθήματα τους και στην πορεία τους στον χρόνο. Στο πλάι τους ο Σαϊντ, ο ομογάλακτος «αδελφός» του Ταρέκ που μοιράστηκε μαζί του γάλα της μητέρας του Ταρέκ και την παιδική και εφηβική ηλικία.

Οι τρεις κεντρικοί χαρακτήρες του βιβλίου μεγαλώνουν σε ένα χωριό της Αλγερίας στις αρχές της δεκαετίας του ’30. Η Λεϊλά θα βρεθεί παντρεμένη στην εφηβεία της με έναν άντρα πολύ μεγαλύτερό της, θα αποκτήσει ένα παιδί και στην πάροδο του χρόνου θα τολμήσει να εγκαταλείψει τον άντρα της και τη βίαιη συμπεριφορά του και θα επιστρέψει στους γονείς της, για να παντρευτεί με τον Ταρέκ μετά την επιστροφή εκείνου από τη στρατολόγησή του, για να πάρει μέρος στις μάχες εναντίον των Γερμανών κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον επαναπατρισμό του από τις γαλλικές αρχές όταν ξέσπασε ανταρσία στις Βερσαλλίες, όπου έχει μεταφερθεί τον Δεκέμβριο του 1944. Ο Σαϊντ επιστρέφει κι αυτός για να φύγει ξανά από εκεί για να ασχοληθεί με τη συγγραφή. Η ζωή χωρίζει τους τρεις συντρόφους, με τη Λεϊλά να παραμένει στο χωριό και να μεγαλώνει τα παιδιά που αποκτά με τον Ταρέκ. Όλα είναι δύσκολα και για τους δύο, αφού θα αναγκαστούν να περάσουν την περισσότερη από την κοινή τους ζωή χώρια, καθώς η εξέγερση των Αλγερινών κατά της Γαλλίας και της αποικιοκρατικής της πολιτικής θα αναγκάσει τον Ταρέκ να φύγει αρχικά για το Αλγέρι για να μπορέσει να κρυφτεί. Εκεί θα γίνει μέλος του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου και θα ξαναγυρίσει στο χωριό του μετά την Ανεξαρτησία της Αλγερίας, για να ξαναφύγει για το Αλγέρι, ώστε να πιάσει δουλειά ως μέλος του συνεργείου παραγωγής στα γυρίσματα της ιστορικής ταινίας του Ιταλού σκηνοθέτη Τζίλο Ποντεκόρβο «Η μάχη του Αλγερίου». Έπειτα θα φτάσει στη Γαλλία, για να δουλέψει ως εργάτης εργοστασίου και αργότερα στην Ιταλία, όπου εκεί θα γνωρίσει μια άλλη διάσταση της ζωής, αυτή που υπαγορεύει στον άνθρωπο η ενασχόλησή του με μεγάλα έργα τέχνης και θα θελήσει να κρυφτεί για πάντα στο καταφύγιο που του προσφέρει.

Όλα θα ανατραπούν όταν ο Σαϊντ γράψει ένα βιβλίο με πρωταγωνιστές τον Ταρέκ και τη Λεϊλά. Πρόκειται για «το πρώτο αλγερινό μυθιστόρημα γραμμένο στην αραβική γλώσσα» και το ενδιαφέρον είναι μεγάλο και πολύ γρήγορα θα γίνει ταινία. Ο Ταρέκ και η Λεϊλά, όμως, ως πρωταγωνιστές αυτού του βιβλίου νιώθουν να παραβιάζεται η ζωή τους. Ο ψυχικός βιασμός της Λεϊλά είναι μεγάλος. Στο βιβλίο περιγράφεται με λεπτομέρειες το κορμί της. Η ντροπή που νιώθει για την παραποίηση της ιστορίας της ζωής της είναι καθοριστική, ώστε να την κάνει να φύγει από το χωριό μαζί με τον Ταρέκ που επιστρέφει για να τη βοηθήσει.

«Να τι υπάρχει μετά τον θάνατο. Το ξέρουμε τώρα. Ούτε παράδεισος ούτε κόλαση. Είναι η κατάσταση όπου βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή, φαντάσματα της πραγματικότητας. Η φαντασία ενός συγγραφέα είναι λοιπόν πιο δυνατή, πιο σημαντική, πιο αξιοσέβαστη απ’ τη ζωή δυο ανθρώπων; Αυτό είναι λοιπόν η λογοτεχνία, όπως τη λένε; Αυτό κάνουν οι σπουδαίοι; Παίρνουν τις ζωές των ταπεινών κι ασήμαντων σαν κι εμάς, για να τις κλείσουν μέσα σε βιβλία;» αναρωτιέται η Λεϊλά και αποφασίζει να σταματήσει να διαβάζει, να ξεχάσει την αλφαβήτα, να απαγορέψει από όλους στο σπίτι να διαβάζουν, να φέρνουν εφημερίδα, να ακούν ραδιόφωνο για πολλά χρόνια, όσα αυτοεξορίζονται μακριά από το χωριό τους, προτού επιστρέψουν για να ανακαλύψουν ότι οι φραγκοσυκιές που φύτεψαν πριν φύγουν έχουν επιβιώσει και καρποφορήσει, αφού οι ρίζες που γεννάς σε έναν τόπο παραμένουν εσαεί ολοζώντανες και σε καλούν κοντά τους. Έναν τόπο όμως που ρημάζεται από τον εμφύλιο και την τρομοκρατία και που οι ίδιοι θα πρέπει να ξανασυστηθούν σε αυτόν.

Πώς αντιδρά κανείς στον ετεροπροσδιοριμό του; Πώς και με ποιους τρόπους μπορεί κάποιος να εναντιωθεί στην αλλοίωση της υπαρκτικής του ταυτότητας; Τι απομένει από την απώλεια της παιδικής ευαισθησίας και πώς οι άνθρωποι αντιδρούν στις νοοτροπίες ζωής που τους επιβάλλει η κοινωνική ανθρωπογεωγραφία στην οποία εντάσσονται, ιδιαίτερα σε έναν κόσμο που παλεύει να ανεξαρτητοποιηθεί και μετασχηματίζεται διαρκώς; Και πώς, τελικά, καταφέρνει να ισορροπήσει μέσα του την αγάπη για τον τόπο του και τον νόστο της επιστροφής;

Η συγγραφέας στέκεται με ευαισθησία και αγάπη μπροστά στους ήρωές της. Αφουγκράζεται τις σιωπές και τις ανάσες τους, την εσωτερική τους πάλη, τις αγωνίες, τις πίκρες, κυρίως τις ελπίδες τους, για να ενημερώσει στο τέλος του βιβλίου ότι πρόκειται για την ιστορία ζωής των δικών της προγόνων. Παράλληλα δημιουργεί μια εντυπωσιακή τοιχογραφία της ιστορίας της Αλγερίας, από τη δεκαετία του 1920 μέχρι το καλοκαίρι του 1992 με τη γαλλική αποικιοκρατία, τον αγώνα για την ανεξαρτησία, την ενίσχυση των ισλαμιστών, την τρομοκρατία και τον εμφύλιο πόλεμο. Η αφήγηση γίνεται μέρος αυτού του αγώνα και φωτίζει στον Έλληνα αναγνώστη ένα κεφάλαιο της Ιστορίας, εν πολλοίς άγνωστο, με τη μετάφραση της Έφης Κορομηλά να δίνει ένα επιτυχημένο αποτέλεσμα.

Διαβάστε επίσης:

Kαουτέρ Αντιμί – Με άνεμο κακό: Ένα βιβλίο με φόντο την Αλγερία του 20ού αιώνα