Οι Βάκχες του Ευριπίδη, με όχημα τον θεό Διόνυσο, θεό του κρασιού αλλά και του θεάτρου, φωτίζουν τη σημασία και την έννοια της βακχείας και κατ’ επέκταση της διονυσιακής μέθεξης, της οποίας γίνονται κοινωνοί οι εκάστοτε θεατές του δράματος. Ο Ευριπίδης όμως μέσα από τη συγκεκριμένη τραγωδία του επικεντρώθηκε επίσης στη διττή φύση του Διόνυσου, υπογραμμίζοντας την εκδικητική του όψη, αλλά και τη σαρωτική παρουσία του θεού μπροστά στην οποία δεν μπορεί να κρυφτεί κάποιος ή κάτι: τα εσώτερα ένστικτα και οι μύχιες σκέψεις αναδύονται προδίδοντας τον κάτοχό τους.

Στα στοιχεία αυτά της αρχαιοελληνικής τραγωδίας πάτησε και η σκηνοθέτις, προκειμένου να καταδυθεί στα ενδότερα της ανθρώπινης φύσης και δή της σεξουαλικής ταυτότητας. Ο, κατά Τζούντιθ Μπάτλερ, διαχωρισμός του φύλου από τη σεξουαλικότητα αποτέλεσε από τα κεντρικά θέματα της παράστασης. Η αναζήτηση του αληθινού σεξουαλικού προσανατολισμού, σε μια εποχή στην οποία οι περισσότεροι δεν απολαμβάνουν παρά μόνο την εφήμερη δόξα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και τις μεγάλες οικονομικές απολαβές, μετατρέπεται σε αυτοσκοπό, αλλά και ανάγκη. Έτσι, η Έλλη Παπακωνσταντίνου δημιούργησε μια performance, η οποία είχε πολλές καλές ιδέες, αλλά και πολύ έρευνα. Με προσεκτικές επιλογές, η σκηνοθέτις δημιούργησε ένα κολλάζ διαφορετικών σεξουαλικών ταυτοτήτων αφενός, προκειμένου να μιλήσει για το ζήτημα της σεξουαλικής επιλογής, ενώ αφετέρου, αποφεύγοντας τον σκόπελο της γυναικείας περιθωριοποίησης από ένα πατριαρχικό cross-dressing. Ως αποτέλεσμα, επί σκηνής υπήρχαν γυναίκες, άνδρες ομοφυλόφιλοι, άνδρες trans, αλλά και γυναίκες ασέξουαλ. Η απελευθερωμένη επιθυμία κυριάρχησε δίνοντας τον πρώτο λόγο στην επιλογή και όχι στην απλή βιολογία.

Ενδιαφέρουσα ήταν επίσης η απόδοση των μύχιων συναισθημάτων και πράξεων στις οποίες οδήγησε η βακχική μανία. Η σκηνοθέτις επικέντρωσε την προσοχή της εξ αρχής στα ανθρώπινα ένστικτα, τα οποία κυριαρχούν στον άνθρωπο από τον τρόπο με τον οποίο κατασπαράζει το φαγητό του έως τον τρόπο με τον οποίο συνουσιάζεται. Η ζωώδης αυτή φύση αναδείχθηκε ιδιαίτερα επίσης στα οπερατικά κομμάτια τα οποία υπογράμμιζαν την δυστοπική πραγματικότητα της σημερινής ύπαρξης.

Ωστόσο, η σκηνοθεσία, παρά τις καλές προθέσεις και τη στοιχειοθετημένη έρευνα, παρέκκλινε των αρχικών στόχων και επιδιώξεών της και το τελικό αποτέλεσμα, συχνά, θύμιζε κακοστημένο σόου. Το βασικότερο και σημαντικότερο πρόβλημα ήταν το κείμενο. Θυμίζοντας συχνά σχολικά σκετσάκια, το κείμενο ήταν γενικά απλοϊκό αποσκοπώντας στη μεταφορά των μηνυμάτων. Με αφετηρία την τραγωδία του Ευριπίδη και χωρίς να διατηρήσει τίποτα από το πρωτότυπο κείμενο, η σκηνοθέτις καταδύθηκε σε έναν απύθμενο δραματουργικό βυθό, που εν τέλει την έπνιξε. Τα λόγια έμοιαζαν να λέγονται απλώς για να συνοδεύσουν τις πράξεις, με αποτέλεσμα να καταλήξουν εντελώς προσχηματικά. Προβληματική ήταν επίσης η επιλογή της συνύπαρξης τόσων γλωσσών, χωρίς κάποια δραματουργική ή σκηνοθετική επιλογή. Δεν έγινε ποτέ κατανοητό γιατί και πότε οι ηθοποιοί μιλούσαν ελληνικά ή αγγλικά ή γαλλικά ή ισπανικά. Όποτε τους άρεσε, όποτε γνώριζαν κάποια γλώσσα ή όποτε υπήρχε κάποια ανάγκη και ποια ήταν αυτή; Στο σημείο αυτό να σημειωθεί επίσης, ότι όταν οι ηθοποιοί καλούνται να ερμηνεύσουν σε άλλη γλώσσα και δή όταν η παράσταση ταξιδεύει στο εξωτερικό, είναι επιβεβλημένο να μιλούν την γλώσσα με εξαιρετική προφορά προκειμένου να τους καταλαβαίνουν οι θεατές. Διαφορετικά, είναι προτιμότερο, πιστεύω, να μιλούν στη μητρική τους γλώσσα με υπέρτιτλους.

Οι ηθοποιοί

Πολύ καλός ήταν ο Πενθέας του Βασίλη Μπούτσικου, ο οποίος απέδωσε την φαυλότητα, αλλά και την τραγικότητα του ήρωα. Πολύ καλή και η κίνηση της Χαράς Κότσαλη ως Αγαύης, η οποία αντιμετώπισε με τον δέοντα φορμαλισμό τον ρόλο της. Η στιβαρή παρουσία αλλά και φωνή του Γιώργου Ιατρού στο ρόλο του Τειρεσία ήταν στα θετικά της παράστασης. Η Λητώ Μεσσήνη και ο Άρης Παπαδόπουλος εν είδει χορού πλαισίωσαν την κεντρική δράση, η μεν οπερατικά με την υπέροχη φωνή της, ο δέ με ενδιαφέρουσα κινησιολογία. Τέλος, ο Διόνυσος του Ariah Lester οδήγησε τους υπόλοιπους στη σκηνή σε ένα ποπ παραλήρημα το οποίο κατέληγε, σαν σύγχρονη διονυσιακή μανία, στο διαμελισμό του Πενθέα.

Υπόλοιποι συντελεστές

Η σκηνοθέτις κινήθηκε στα βήματα των queer performances, οι οποίες συχνά περιλαμβάνουν μεικτές παραστασιακές φόρμες μεταφέροντας την αναζήτηση του «άλλου» και στην σκηνική πραγματικότητα. Έτσι, υπήρξαν video προβολές, αλλά και πολύ ενδιαφέροντα οπτικά (Παντελής Μάκκας) και ηχητικά εφφέ (Λάμπρος Παγούνης). Πολύ καλά μελετημένα επίσης ήταν τα κοστούμια (Ιωάννα Τσάμη), αλλά και το πολυμορφικό σκηνικό (Μαρία Πανουργιά) με τους φωτισμούς (Μαριέττα Παυλάκη).

Εν κατακλείδι

Η παράσταση ξεκίνησε από μια ενδιαφέρουσα αφετηρία, αλλά στη διαδρομή μπλέχτηκε σε πολλά και τελικά κατάφερε λίγα. Υπήρξαν πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία και ιδέες που στην υλοποίησή τους όμως δεν ευτύχησαν. Η Έλλη Παπακωνσταντίνου επιχείρησε να στήσει μια queer performance, η οποία όμως δεν διατήρησε αυτό το χαρακτήρα της καθόλη την παράσταση. Προσωπικά, θα κρατήσω την ενδιαφέρουσα οπτική, την καλά μελετημένη σκηνοθεσία και τους εξαιρετικούς ερμηνευτές και συντελεστές, αφήνοντας στην άκρη την δραματουργία η οποία χρειάζεται πολλή δουλειά ακόμα.

Διαβάστε επίσης:

Βάκχες: Μια ανατρεπτική queer ανάγνωση της τραγωδίας του Ευριπίδη στο Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου 2023
Λητώ Μεσσήνη & Βασίλης Μπούτσικος μιλούν για την queer εκδοχή του ευριπίδειου έργου «Βάκχες»