Ο Ντοστογιέφσκι έλεγε κάποτε πως η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο. Στο πνεύμα αυτό είναι βέβαιο πως και η λογοτεχνία μπορεί να σώσει τον κόσμο και να φέρει αλλαγές και μεταβολές στον κόσμο μας. Αρκεί να πιστέψουμε σε αυτήν και να επενδύσουμε στους συγγραφείς που έχουν λόγο και εγκυρότητα. Η συζήτηση μεταξύ του Ζοζέφ Αντράς – όλα του τα βιβλία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις του Εικοστού πρώτου, βιβλία που αξίζει να μελετηθούν το καθένα ξεχωριστά – και της Καουτάρ Αρσί είναι μια συζήτηση με νόημα και με ουσία, ένας διάλογος εμποτισμένος από προβληματισμούς, ανησυχίες και αγωνίες τόσο για τον κόσμο γενικότερα όσο και για την λογοτεχνία ειδικότερα. Και οι δύο, ενεργοί και συνειδητοποιημένοι αναφορικά με τα όσα συμβαίνουν γύρω τους, έχουν εντρυφήσει στη συγγραφή πολλών βιβλίων και άρθρων, τα οποία με κάποιον τρόπο τίθενται το ένα απέναντι από το άλλο σε μια ιδιαίτερη και δημιουργική συνομιλία. «Μοιάζει ένα απ’ τα πιο αστεία πράγματα το να γράφεις – μπορεί και απ’ τα πιο ζηλευτά. Όμως δεν μπορείς ποτέ να κάνεις κοπάνα. Δεν υπάρχει ελεύθερος χρόνος. Δεν υπάρχουν διακοπές. Οι έννοιες αυτές δεν έχουν κανένα νόημα όταν σου έρχεται στο κεφάλι ένα κείμενο, όταν ανοίγει τα λαγούμια του, όταν σκορπίζει χώματα και πέτρες παντού».

Γράφοντας για τη γραφή και για τη σχέση λογοτεχνίας και στράτευσης σε έναν κόσμο που αλλάζει

Μιλούν και οι δύο για τις βάσεις της αναγνωστικής τους ζωής, η οποία υπήρξε εφαλτήριο για τη μετέπειτα πορεία τους, μια πορεία που εμείς ως αναγνώστες απολαμβάνουμε σήμερα μέσα από τα πολύτιμα γραπτά τους. Η Καουτάρ Αρσί αναφέρεται σχετικά: «Σηκωνόμουν μια μέρα και ζητούσα απ’ τη μητέρα μου να μου φέρει μια μεγάλη σακούλα, γερή σακούλα. Τη γέμιζα με βιβλία και πήγαινα να τα επιστρέψω όλα μαζί. Ήταν η έξοδός μου, ο χρόνος που είχα για τον εαυτό μου. Ωραία ήταν. Όπως βλέπεις, τα βιβλία μου χρησίμευαν. Κατασκεύαζαν για μένα μια εικόνα αναγνώστριας, άρα καλής κοπέλας, καθωσπρέπει κοπέλας, στα μάτια όλων όσοι τυχόν ανησυχούσαν. Κι έτσι με άφηναν να πηγαινοέρχομαι, μου επέτρεπαν να λείπω. Ήμουν μικρή: ήθελα να το σκάω. Και το κόλπο μου ήταν τα βιβλία…». Τα βιβλία σε αυτήν την περίπτωση ήταν το μέσο για φυγή, ωστόσο και μόνο η επαφή αυτή με τα βιβλία είναι ικανή για να γεννήσει την αγάπη και την τρυφερότητα που μπορεί να γίνει πραγματικό πάθος.

Μέσα από τη συζήτηση αυτή, ο αναγνώστης θα μάθει για μια σειρά βιβλίων, εκτός από αυτά των ίδιων των συγγραφέων, βιβλία ξεχωριστά και μοναδικά, βιβλία πολλές φορές άγνωστα και όχι ιδιαίτερα φωτισμένα όπως θα τους άξιζε. Είναι μια ευκαιρία αυτός ο διάλογος ώστε ο αναγνώστης να ανακαλύψει τις απόψεις των συγγραφέων σε πρώτη προβολή και όχι μέσω των βιβλίων τους καθώς εδώ ξεγυμνώνονται τρόπον τινά και μας παρουσιάζονται ακριβώς όπως είναι με απόψεις προσωπικές με τις οποίες ενδεχομένως να μην συμφωνούμε εκατό τοις εκατό, ωστόσο είναι πραγματικές και αυθεντικές. Στην ερώτηση της Καουτάρ Αρσί προς τον Ζοζέφ Αντράς τι είναι το γράψιμο για εκείνον θα απαντήσει τα εξής πολύ ενδιαφέροντα και χαρακτηριστικά του τρόπου σκέψης του και δράσης του: «Σε πρώτη φάση, είναι ένας διαχωρισμός από τη φωνητική έκφραση. Θα πει γι’ αρχή να κάνεις στην άκρη το διάφραγμα, τη δόνηση των φωνητικών χορδών, τον κατεβασμένο λάρυγγα που σχηματίστηκε με την εξέλιξη του ανθρώπου. Είναι λοιπόν μια μετάθεση: προς την όραση. Κάθε γράμμα, κάθε λέξη διαγράφει ένα σχήμα στο χαρτί, ένα σύνολο από κορυφές, γωνίες, βράχους, ευθείες ή πατημασιές».

Οι συγγραφείς δεν προέρχονται από παρθενογένεση, πορεύονται βασιζόμενοι σε προγενέστερες εμπειρίες άλλων συγγραφέων και η αναφορά σε πρόσωπα όπως η Μαργκερίτ Ντυράς, ο Πασκάλ Κινιάρ και πολλοί άλλοι είναι η απόδειξη πως τα βιβλία γράφουν βιβλία, όπως τα τραγούδια γράφουν τραγούδια. Αμφότεροι εκδηλώνουν αυτό το πάθος για τη λογοτεχνία και τον ρόλο που οφείλει να διαδραματίζει στο σήμερα μέσα από μια επανάσταση του προφανούς και όχι του δήθεν. Είναι μια απάντηση σε πολιτικές που αξίζει να στηλιτευθούν, είναι ένα μέσο αντίστασης σε ακραίες φωνές και σε εσφαλμένες συνήθειες των ανθρώπων, είναι μια μέθοδος επίσης ανάδειξης θεμάτων που δεν αναδεικνύονται γιατί η αλήθεια τους ενοχλεί και πονάει. Ως ρηξικέλευθος συγγραφέας, ο Αντράς δεν σταματά να εκπλήσσει το αναγνωστικό κοινό με τις ιστορικές και θεματικές του αναζητήσεις. Βρίσκεται πάντα ένα βήμα μπροστά και παρουσιάζει τη δική του ματιά για πρόσωπα και ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν την παγκόσμια ιστορία, για φυσιογνωμίες και προσωπικότητες που επιθυμούν να υπερασπιστούν τα ιδεώδη τους.

Ένα τέτοιο πρόσωπο σημαίνον είναι η Κούρδη μουσικός Νουντέμ Ντουράκ στην οποία αφιερώνει αυτό το εξαιρετικά συναισθηματικά φορτισμένο βιβλίο, ένα βιβλίο φόρο τιμής σε μια κοπέλα που το μόνο λάθος της ήταν να γεννηθεί Κούρδη στην Τουρκία, ένα κορίτσι με ελπίδες και όνειρα μέσα σε αγέλη βαρβαρότητας, ένα κορίτσι που ήθελε να γράφει μουσική και να τραγουδά. Πώς είναι να προσπαθούν να ξεριζώσουν από μέσα σου την ταυτότητά σου, την καταγωγή σου και την αξιοπρέπειά σου, πώς είναι δυνατόν να σε φυλακίζουν απλά και μόνο επειδή τραγουδάς και υμνείς την πατρίδα σου, πώς γίνεται να σε εξευτελίζουν επειδή τόλμησες να μιλήσεις για ειρήνη; Να λοιπόν πως ένας στρατευμένος συγγραφέας όπως ο Αντράς χρησιμοποιεί την λογοτεχνία για να προσφέρει έργο και φωνή σε μια γυναίκα φυλακισμένη. Η Καουτάρ από την άλλη αναφέρεται στη σημασία που προσδίδει η ίδια στη γραφή: «Να γράφεις θα πει να θέλεις, να θέλεις πάντα περισσότερα. Να θέλεις να γράφεις, ασφαλώς, αλλά να θέλεις και να χρησιμεύει η γραφή πέρα απ’ τον εαυτό της. Να μη σταματά η γραφή στο αντικείμενό της. Να μη γυρίζει ολόγυρά του. Αλλά να το διαπερνά και να το μεταμορφώνει». Τέτοιοι διάλογοι όπως αυτός είναι έμπνευση για να συνεχίσει η λογοτεχνία να πράττει αυτό για το οποίο πάλεψε ο Ζολά στο δικό του κατηγορώ, να σώσει την ανθρωπότητα από την κακία και την μικροπρέπεια, να υψώσει φωνή δικαίου και να προστατεύσει το σωστό.

Απόσπασμα από το βιβλίο «Λογοτεχνία και Επανάσταση»

«Στην αρχή, η γραφή είναι ένα πράγμα μικρούτσικο. Μια σταγόνα από κάτι. Μετά όμως, γίνεται τρομερή. Φουσκώνει, τα παίρνει όλα σβάρνα, τα παρασέρνει, τα αναποδογυρίζει, τα διαλύει. Το βλέπω πολύ καθαρά πώς με αποκόβει η γραφή από το σώμα μου. Ξαφνικά – αλήθεια είναι αυτό – δεν έχω πια σώμα. Δεν θέλω να πω ότι γίνομαι πνεύμα, όχι, απλώς με πιάνει αυτή η εμμονή να φτάσω στη γραφή»

Διαβάστε επίσης:

Λογοτεχνία και Επανάσταση: Βιβλίο των Ζοζέφ Άντρας & Καουτάρ Αρσί για τη στράτευση συγγραφέων