Η γαλλική σχολή της λογοτεχνίας έχει επιδείξει αιώνες τώρα την ποιότητα της αφήγησης δια μέσου των ξεχωριστών της συγγραφέων, τις εξαίσιες θεματικές που οι δημιουργοί επιλέγουν καθώς και τον κοινωνικό της χαρακτήρα στα ζητήματα που είναι φλέγοντα. Αν τα Βραβεία Νόμπελ υπήρχαν και τον 19ο αιώνα είναι βέβαιο πως τα μισά θα τα είχαν λάβει λογοτέχνες όπως ο Φλωμπέρ, ο Σταντάλ, ο Μπαλζάκ και τόσοι άλλοι επιφανείς συγγραφείς. Η Ανί Ερνό ανήκει στην ευλογημένη γενιά των συγγραφέων της γαλλικής σχολής και έμελλε επάξια να τιμηθεί με Νόμπελ για το σύνολο του έργου της. Με τον Λε Κλεζιό και τον Μοντιανό λίγα χρόνια νωρίτερα αλλά και με όλο το φάσμα των συγγραφέων που τιμήθηκαν κατά τον 20ο αιώνα και οι οποίοι ήταν άντρες είναι πράγματι η πρώτη Γαλλίδα γυναίκα συγγραφέας που τιμάται με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Μια εμβληματική συγγραφέας που με επιτυχία επιχειρεί ελεύθερη πτώση στις ανθρώπινες σχέσεις

Για την συμβολή της στην λογοτεχνία, για την ποιότητα του έργου της Ερνό, το βραβείο αυτό είναι κάτι το απόλυτα φυσιολογικό και μία δικαίωση για την ίδια. Το ότι τιμάται με βραβείο Νόμπελ είναι όμως και μια δικαίωση για τις σπουδαίες Γαλλίδες συγγραφείς που στο παρελθόν δεν αξιώθηκαν να τύχουν μιας τέτοιας αναγνώρισης. Είναι με κάποιο τρόπο μια αποκατάσταση των Γαλλίδων συγγραφέων για τον ρόλο τους στα γράμματα και στις εποχές που ζούμε είναι κάτι που αξίζει να επισημανθεί, τίποτα δεν θεωρείται πια δεδομένο. Πέραν αυτού ωστόσο, η Ερνό έχει στην φαρέτρα της ένα πλούσιο και πολυποίκιλο έργο να παρουσιάσει με κύριο το θέμα της παρουσίας της γυναίκας στον σύγχρονο κόσμο, την οικογένεια, την κοινωνία. Στο βιβλίο “Ο τόπος” ανθίζει και κυριαρχεί η επιθυμία της να μοιραστεί μαζί μας την σχέση της με τον πατέρα της, την θέση της σε ένα περιβάλλον φτωχό πλην έντιμο, μια σχέση δύσκολη και αρκετά εύθραυστη υπό αυτές τις συνθήκες ανέχειας, να αναπολήσει και να νοσταλγήσει την σχέση τους, να τιμήσει αυτούς που την γέννησαν, να ευλογήσει το σπίτι της και την θαλπωρή.

Αναμφίβολα, πρόκειται για ένα κείμενο γεμάτο αλήθειες και πλήρως συνυφασμένο με την ανάγκη της Ερνό να αναδείξει προσωπικά βιώματα ως παράδειγμα ενός κόσμου που χάνεται και οφείλουμε να μην λησμονήσουμε. Αυτή η σχέση πατέρα κόρης, ήδη από αρχαιοτάτων χρόνων και μέσα από την αρχαία ελληνική τραγωδία υπήρξε ένα θέμα καίριο και φλέγον. Η ίδια συμπυκνώνει σε λίγες σελίδες όσα άλλοι δεν θα μπορούσαν να περιγράψουν σε περισσότερες σελίδες και αυτό είναι ένα δείγμα και της αφηγηματικής της δεξιότητας. Το μυθιστόρημα, που έχει και τον χαρακτήρα αυτοβιογραφίας ή και μαρτυρίας κατά μια έννοια, είναι μια διείσδυση στον ρόλο του κοριτσιού σε μια δύσκολη και ασταθή εποχή, περιγράφει μια εποχή όπου εκείνη ως το κορίτσι ανακάλυπτε τον κόσμο και μαζί του διαμόρφωνε την προσωπικότητά της και την θέση της σε μια κοινωνία απαιτητική για τα κορίτσια.

Η Ερνό εκμυστηρεύεται στο αναγνωστικό κοινό την προσωπική της εμπειρία και μέσω αυτής απευθύνεται στα κορίτσια του χθες, του σήμερα και του αύριο, ενώ επιχειρεί να σκιαγραφήσει και τον ρόλο του πατέρα που αγαπά μα πολλές φορές αδυνατεί να το δείξει. Παίζει με τις μνήμες, θυμάται και ξαναθυμάται, επενδύει στο παρελθόν και ανατρέχει σε αυτό για να αντλήσει συναισθήματα ίσως κρυμμένα καλά στο χρονοντούλαπο της ψυχής της. Αναφέρεται σε μια σχέση κατά την οποία χρειάζεται χρόνος και επιμονή για να ζωγραφιστεί και πάλι μέσα της όπως τότε, ενδεχομένως δε να μην έχει πάντα την ευκταία μορφή, άλλες φορές να είναι εντελώς ξεκάθαρη και άλλες φορές εντελώς αφηρημένη καθώς κυλάνε στις φλέβες της μνήμης της οι στιγμές. Έχει το θάρρος και την γενναιότητα να ανοίγεται ενώπιόν μας για να εξωτερικεύσει όσα κρύβει ενδόμυχα, να μιλήσει για να μην ξεχάσει.

Η ίδια αναφέρει χαρακτηριστικά και με ιδιαίτερη συναισθηματική φόρτιση σε μια αποστροφή του λόγου της: “Καθώς γράφω, προσπαθώ να βρω μια μέση οδό ανάμεσα στην αποκατάσταση ενός τρόπου ζωής που εν γένει θεωρούνταν υποδεέστερος και την καταγγελία περί αποξένωσης που τον συνοδεύει. Γιατί εμείς έτσι ζούσαμε και ήμασταν ευτυχισμένοι, παρότι συνειδητοποιούσαμε τους ταπεινωτικούς φραγμούς της μοίρας μας”. Οι σκέψεις της αναμοχλεύονται και μπερδεύονται σε ένα παιχνίδι με το παρελθόν και το παρόν της καθώς μέσα της καθρεφτίζονται γεγονότα, τόποι και πρόσωπα, τα δικά της πρόσωπα και οι δικοί της άνθρωποι, εκείνοι που έζησε και έφυγαν. Περιγράφει αγωνίες και διερωτάται, θέτει σε αμφισβήτηση ζητήματα για να τα επεξεργαστεί μέσα της μέσα από έναν ρόλο ψυχαναλυτή του ίδιου της του εαυτού.

Αυτό που είναι δείγμα της ευφράδειάς της και της εκφραστικής της ικανότητας είναι το ύφος της που μοιάζει με γράμμα στον εαυτό της και ο αναγνώστης εισπράττει τον λόγο της ως κάτι απόλυτα φυσιολογικό και ανθρώπινο γιατί η ίδια τον παίρνει από το χέρι και τον κάνει κοινωνό των σκέψεών της. Αναδύεται στην επιφάνεια η ανάγκη της να αποκαλύψει στιγμές από τη ζωή της και τις μυρωδιές του τόπου διότι έτσι έρχεται πιο κοντά στη δική της λύτρωση και ταυτόχρονα βρίσκει νοερά και την συντροφιά των ανθρώπων που θα την διαβάσουν και θα συμπορευτούν με τις σκέψεις της. Ο λόγος της είναι ρευστός και τόσο ξεκούραστος παρότι μιλάει για ζητήματα πολύ προσωπικά. Η ευαισθησία της και ο μειλίχιος τόνος της είναι ίσως ένα θεραπευτικό μέσο και για την ίδια, να προσφέρει στον εαυτό της τις λύσεις σε ερωτήματα που την απασχολούν. Το κέρδος του αναγνώστη από την ανάγνωση είναι ίσως το πιο πολύτιμο φάρμακο απέναντι στην ίδια την καθημερινότητα.

Αποσπάσματα από το βιβλίο

“Ενέδωσα στην επιθυμία του κόσμου που ζω, ενός κόσμου που σε υποχρεώνει να λησμονήσεις τις αναμνήσεις μιας ταπεινής ζωής θαρρείς και ήταν κάτι που πρόδιδε κακό γούστο”.

“Η ευτυχία είναι ένας θεός που προχωρά με άδεια χέρια”. -Ανρί ντε Ρενιέ

Διαβάστε επίσης:

Ο τόπος – Annie Ernaux