Θάνατος στη Βενετία

Το μυθιστόρημα του Τόμας Μαν γράφτηκε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Έντονα αυτοβιογραφικό, το κείμενο του Γερμανού συγγραφέα αφηγείται το μοναχικό ταξίδι στην ιταλική πόλη ενός καλλιτέχνη, του Γκούσταφ φον Άσενμπαχ, ο οποίος βρίσκεται στην παρακμή του. Στην Βενετία, κάτω από τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο, ο ήρωας ερωτεύεται εμμονικά ένα έφηβο αγόρι, τον Τάτζιο, το οποίο αδυνατεί να σταματήσει να ακολουθεί και να παρακολουθεί. Τα ασφυκτικά από ζέστη και κόσμο σοκάκια της Βενετίας μετατρέπονται σε λαβύρινθο, ο οποίος φυλακίζει τον απαγορευμένο αυτό έρωτα. Η επιδημία χολέρας που υπάρχει στην πόλη, κάνει ακόμα πιο ασφυκτική την κατάσταση, αντανακλώντας σημειολογικά το μίασμα που φέρει ο έρωτας αυτός του Άσενμπαχ για το νεαρό αγόρι. 

Εξήντα περίπου χρόνια αργότερα, το 1971, ο Λουκίνο Βισκόντι μετέφερε το μυθιστόρημα στη μεγάλη οθόνη, αποτυπώνοντας την παρακμή ενός μεγάλου καλλιτέχνη, όπως ήταν ο Άσενμπαχ, τη μοναξιά της μέσης ηλικίας, την νοσηρότητα της Βενετίας που βυθίζεται στα μολυσμένα νερά που την κυκλώνουν και στο επίκεντρο έναν έρωτα που μοιάζει ιδανικός, παρά τα αντίθετα μηνύματα. Στο φόντο, απεικονίζεται η μαγευτική Βενετία, με τα υπέροχα μέρη της. 

Η παράσταση

Ο Γιώργος Παπαγεωργίου μετέφερε στη σκηνή το λογοτεχνικό κείμενο. Από την παράσταση απουσίαζαν οι τόσο έντονα λυρικές περιγραφές του Τόμας Μαν που ταξιδεύουν νοερά τον αναγνώστη στη Βενετία, καθώς επίσης και οι υπέροχες κινηματογραφικές εικόνες του Λουκίνο Βισκόντι. Στη θέση τους όμως, ο σκηνοθέτης δεν είχε να αντιτάξει κάτι εξίσου ικανό να αιχμαλωτίσει τη ματιά ή το ενδιαφέρον του κοινού. Το κυριώτερο όμως είναι ότι από την παράσταση απουσίαζε κάποιος κεντρικός θεματικός άξονας ικανός να κερδίσει τον θεατή. Παλινωδώντας ανάμεσα στην νουβέλα του Τόμας Μαν και στην ταινία του Λουκίνο Βισκόντι, ο θεατής της παράστασης άλλοτε έφερνε στο μυαλό του το κείμενο και άλλοτε την ταινία (ενδεικτική η τελευταία σκηνή). Η σκηνοθεσία προσπαθώντας να αποδώσει το πνεύμα της νουβέλας υπήρξε υπερβολικά αφηγηματική και περιγραφική, χωρίς να καταφέρει να οδηγηθεί σε κορυφώσεις που θα κέρδιζαν την προσοχή του θεατή. 

Ωστόσο, υπήρξαν μεμονωμένα ενδιαφέρουσες σκηνοθετικές προτάσεις. Για παράδειγμα, ο Τάτζιο δεν αποδόθηκε από κάποιον συγκεκριμένο ηθοποιό, αλλά παρέμεινε «υπαρκτός» μόνον στο μυαλό και τον πόθο του ήρωα, υποδηλώνοντας σημειολογικά το ανέφικτο αυτού του έρωτα. 

Οι συνεργάτες της σκηνοθεσίας έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο, καθώς κατάφεραν να δημιουργήσουν ατμόσφαιρα στην παράσταση. Ενδεικτικοί τόσο οι ενδιαφέροντες φωτισμοί (Αλέκος Αναστασίου) που δημιουργούσαν διαφορετικές ατμόσφαιρες στην παράσταση, καθώς επίσης και η πολύ υποβλητική μουσική (Άγγελος Τριανταφύλλου). Τόσο ο φωτισμός, όσο και η μουσική προσπάθησαν να άρουν τον στατικό ρυθμό και να δώσουν άλλη ώθηση, αλλά δεν επαρκούσαν. Παρά το γεγονός επίσης ότι είχαν σημαντικούς συμμάχους τους τα σκηνικά αντικείμενα, αλλά και τα κοστούμια εποχής (Πάρις Μέξης). Σημειολογικά φορτισμένος και σκηνικά λειτουργικός, ο κύκλος στη μέση της σκηνής, αποτέλεσε τον ομφαλό της παράστασης, καθώς μεταμορφώθηκε στην παραλία, η οποία στους κόκκους της άμμου της κρατάει κρυμμένο τον πόθο και τη λαχτάρα του ήρωα, σε μια παρακμάζουσα πόλη. 

Οι ηθοποιοί

Οι ηθοποιοί κινήθηκαν όσο καλύτερα μπορούσαν στα πλαίσια της αφηγηματικής σκηνοθεσίας που δημιούργησε ο  σκηνοθέτης. Έμοιαζαν παγιδευμένοι και συχνά αμήχανοι, ανάμεσα στην αφήγηση και τον αυτοσχεδιασμό. Ωστόσο, η πλαστικότητα στην κίνησή τους (Σεσίλ Μικρούτσικου) παρήγαγε ενδιαφέροντα tableaux vivants επί σκηνής. Στο επίκεντρο υπήρξε ο Νίκος Χατζόπουλος ως Άσενμπαχ, ο οποίος διακατέχονταν από μία, αναίτια συχνά, αυστηρότητα, προκειμένου να αποδώσει το ηλικιακό και θυμικό βάρος του ήρωά του. Σε αντιδιαστολή, η φρεσκάδα των τεσσάρων ηθοποιών (Γιάννης Λεάκος, Ορέστης Χαλκιάς, Γρηγορία Μεθενίτη, Γιάννης Μαστρογιάννης) που μεταμορφώνονταν άλλοτε σε έφηβους και νέους παραθεριστές, άλλοτε σε Βενετσιάνους και άλλοτε σε υπαλλήλους. 

Εν κατακλείδι

Μια παράσταση με ενδιαφέροντα εικαστικά και κινησιολογικά στοιχεία, από την οποία όμως απουσίαζε η δραματουργική στόχευση ή κορύφωση, αλλά και ο λυρισμός. 

Διαβάστε επίσης:

Θάνατος στη Βενετία, του Τόμας Μαν σε σκηνοθεσία Γιώργου Παπαγεωργίου στο θέατρο Πορεία