Το έργο

Ο «Ταρτούφος» είναι το πιο πολυπαιγμένο, όπως επίσης και από τα πλέον αμφιλεγόμενα έργα του Γάλλου κωμικού συγγραφέα. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το Μάιο του 1664, αλλά αμέσως μετά ο Λουδοβίκος ΙΔ’ απαγόρευσε κάθε δημόσια παράστασή του, καθώς εκπρόσωποι της Εκκλησίας, θεώρησαν ότι θίγει τόσο τον κλήρο, όσο και τον ίδιο τον Βασιλιά. Ως αποτέλεσμα, οι καλές σχέσεις του Λουδοβίκου ΙΔ΄με τον Μολιέρο διερράγησαν, ενώ ο συγγραφέας υποχρεώθηκε σε επάλληλες αναθεωρήσεις του έργου. Θα περνούσαν πέντε χρόνια, έως το 1669, προκειμένου ο «Ταρτούφος» να πάρει εκ νέου άδεια για δημόσιες παραστάσεις, μετά από πολλές και γενναίες, εκ μέρους του συγγραφέα, αλλαγές στο αρχικό κείμενο.

Ο Οργκόν και η μητέρα του, κυρία Περνέλ, είναι δύο πλούσιοι και πολύ θρησκόληπτοι άνθρωποι. Η θρησκοληψία τους αυτή οδηγεί τον Οργκόν να φιλοξενήσει στο σπίτι του τον Ταρτούφο, έναν άνθρωπο ο οποίος διατείνεται ότι είναι θεοσεβούμενος και φροντίζει μόνον για την αρετή και το καλό των συνανθρώπων του. Ο Οργκόν, μαγεμένος σχεδόν από αυτό τον άνθρωπο, φτάνει στο σημείο να υποσχεθεί την κόρη του στον Ταρτούφο για νύφη, μια πρόταση με την οποία διαφωνεί εντελώς τόσο η κόρη του, όσο και η γυναίκα του, Μαριάνα. Αποφασισμένη να αποκαλύψει όλη την αλήθεια στον άντρα της η Μαριάνα στήνει, με τη βοήθεια της υπηρέτριας, της Ντορίνας, μια ενέδρα στον Ταρτούφο. Αφού ζητάει από τον Οργκόν να κρυφτεί, αφήνει τον Ταρτούφο να εκτεθεί από μόνος του κάνοντάς της ερωτικές προτάσεις. Έξαλλος ο Οργκόν με τον προστατευόμενό του τον διώχνει, αλλά είναι πλέον αργά, αφού στο μεταξύ τού έχει γράψει όλη του την περιουσία. Το αληθινό πρόσωπο του Ταρτούφου φανερώνεται όταν ο θεοσεβούμενος άνδρας κάνει έξωση την οικογένεια του Οργκόν προκειμένου να τους πάρει το σπίτι που πλέον του ανήκει. Τα πράγματα γίνονται πολύ δύσκολα και μόνον ένας από μηχανής θεός είναι δυνατόν να βοηθήσει τον Οργκόν και την οικογένειά του, ο οποίος θα βρεθεί στο πρόσωπο ενός δικαστικού λειτουργού.

Η παράσταση

Η Έλενα Μαυρίδου έστησε μια απόλυτα καλοκουρδισμένη παράσταση, βαδίζοντας στα δραματουργικά και θεατρικά βήματα του Μολιέρου. Ο Γάλλος συγγραφέας δεν ήταν απλώς επηρεασμένος από την κομμέντια ντελ’ άρτε, αλλά είχε καταλυτικά επηρεαστεί από το θίασο των Ιταλών, με τον οποίο είχε νωρίτερα συνεργαστεί στο Hôtel de Bourgogne. Την άρρηκτη και εξαιρετικά θεμελιώδη αυτή σχέση ανάμεσα στη Μολιερική δραματουργία και το Ιταλικό θέατρο, ανέδειξε υποδειγματικά στη σκηνοθεσία της η Έ. Μαυρίδου. Ως αποτέλεσμα, έστησε ένα ξέφρενο γλέντι με πρόσωπα βγαλμένα από την κομμέντια ντελ’ άρτε και τοποθετώντας στο κέντρο τη ζοφερή μορφή του Ταρτούφου ως μοναδική παραφωνία. Για τη μορφή του Ταρτούφου, εν προκειμένω, η σκηνοθέτις κατέφυγε εκ νέου στη Μολιερική δραματουργία, έλκοντας για το χαρακτήρα του στοιχεία από έναν άλλον, εξίσου ζοφερό και καυστικό ήρωα του Μολιέρου, τον Δον Ζουάν. Με αυτό τον τρόπο, η Ε. Μαυρίδου τόσο υπογράμμισε το χθόνιο στοιχείο που διακατέχει τον Ταρτούφο συνδέοντάς τον με τον δραματουργικό του απόγονο, όσο και υπογράμμισε τη θρησκοληψία της τότε (αλλά και της σημερινής) γαλλικής, και όχι μόνον, κοινωνίας. Συνολικά, η σκηνοθεσία ανέδειξε επιτυχώς το κωμικό στοιχείο της Μολιερικής γραφής, χωρίς να καταφύγει σε χοντροκομμένα αστεία, όπως είθισται σε παραστάσεις του Γάλλου συγγραφέα. Την ίδια στιγμή, η σκηνοθέτις απέδωσε επιτυχώς τα σκοτεινά σημεία του έργου, δηλαδή την ύπαρξη ανθρώπων σαν τον Ταρτούφο, που μετέτρεψαν το όνομα του ήρωα σε συνώνυμο της απατεωνίας και της υποκρισίας.

Οι ηθοποιοί

Εξαιρετικός ο Γιάννης Τσορτέκης (Ταρτούφος), απέδωσε με υποκριτική μαεστρία το ρόλο του απατεώνα υποκριτή, ο οποίος είναι αδίστακτος, θυμίζοντας ταυτόχρονα στο κοινό του ότι είναι δημιούργημα της (εκάστοτε) εποχής του. Σατανικός, αδηφάγος, αλλά κυρίως δαιμόνιος, καταφέρνει να πάρει αυτό που θέλει, εκμεταλλευόμενος την ανθρώπινη αδυναμία και κυρίως την ανθρώπινη ανοησία. Ευχάριστη έκπληξη ήταν η Ιωάννα Παππά (Ελμίρα), η οποία έδειξε ότι η κωμωδία της πηγαίνει πολύ. Η Βασιλική Τρουφάκου (Ντορίνα) ανταποκρίθηκε επάξια στο ρόλο της, αποτελώντας παραστασιακή γέφυρα ανάμεσα στην κομμέντια ντελ’ άρτε και την Γαλλική κωμωδία. Ο Μάξιμος Μουμούρης (Οργκόν), μολονότι υπερέβαλε κάποιες φορές, έδειξε ότι είναι πολύ καλός στην κωμωδία. Ο Βαγγέλης Αλεξανδρής (Κλεάνθης) επιβεβαίωσε το υποκριτικό του τάλαντο και στην κωμωδία. Καλοί επίσης οι Ρένος Ρώτας (Δάμις), Ιζαμπέλλα Φούλοπ (Μαριάνα), Στέργιος Κοντακιώτης (υπηρέτης) και Στάθης Γεωργαντζής (δικαστικός κλητήρας). Τέλος, η Χριστίνα Τσάφου αν και ήταν πολύ καλή στο ρόλο της, ούσα άλλωστε καλή γνώστης της κωμωδίας, δεν ενσωματώθηκε απόλυτα στο γενικό σύνολο.

Οι συντελεστές

Η υπέροχη μετάφραση του Κώστα Γεωργουσόπουλου (Κ.Χ. Μύρης) ανέδειξε το ποιητικό, αλλά ταυτόχρονα έντονα καυστικό κείμενο του Μολιέρου, αποδεικνύοντας για μια ακόμα φορά τη μεταφραστική και συγγραφική ιδιοφυΐα του. Τα σκηνικά και τα κοστούμια (Πάρις Μέξης) είχαν καταλυτικό ρόλο, αφού δεν ήταν απλώς δηλωτικά της σκηνοθεσίας και της εποχής του έργου, αλλά έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο δίνοντας το συνολικό ύφος της παράστασης. Εξίσου σημαντική ήταν η συμβολή των φωτισμών (Περικλής Μαθιέλης), ιδιαίτερα στη δημιουργία ζοφερής ατμόσφαιρας, από την αποκάλυψη του Ταρτούφου και εξής.

Εν κατακλείδι

Η Έλενα Μαυρίδου, γνωστή για την εις βάθος έρευνα στις σκηνοθεσίες της, έστησε μια παράσταση η οποία δείχνει την καλή γνώση της δραματουργίας του Μολιέρου. Η γνώση αυτή την οδήγησε σε μια εξαιρετικά επιτυχή σκηνοθεσία, καθώς ανέδειξε όλες τις αρετές της κωμικής γραφής του Γάλλου συγγραφέα, ενώ παράλληλα φώτισε εξίσου την τόσο καυστική του πένα. Με έναν άρτιο θίασο αποτελούμενο από εξαιρετικούς ηθοποιούς και συντελεστές και υπό την καλοδομημένη σκηνοθετική ματιά της Έ. Μαυρίδου, η παράσταση συγκαταλέγεται στις ευτυχείς στιγμές της Μολιερικής παραστασιογραφίας.

Διαβάστε επίσης:

Ο Ταρτούφος, του Μολιέρου σε σκηνοθεσία Έλενας Μαυρίδου στο θέατρο Αλκυονίς