Ο σημαντικός Κύκλος του Μεγάρου με όλες τις Σονάτες για πιάνο του Μπετόβεν, ερμηνευμένες από

καταξιωμένους Έλληνες πιανίστες, συνεχίζεται με την εμφάνιση του Ούβε Μάτσκε στην Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος, την Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου, στις 8.30 το βράδυ. Σ’ ένα ρεσιτάλ πιάνου που περιλαμβάνει τη Σονάτα αρ. 1 σε φα ελάσσονα, έργο 2/1, τη Σονάτα αρ. 3 σε ντο μείζονα, έργο 2/3, τις 32 Παραλλαγές σε ντο ελάσσονα WoO 80 και τη Σονάτα αρ. 14 σε ντο δίεση ελάσσονα, έργο 27/2 «Quasi una fantasia». Γνωστός για τον ιδιαίτερο προσωπικό τρόπο ερμηνείας του που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αισθαντικότητα και λαμπερή δεξιοτεχνία, ο Γερμανός πιανίστας και καθηγητής στο Τμήμα Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας επέλεξε – διόλου τυχαία – να παρουσιάσει κάποια από τα πλέον χαρακτηριστικά δείγματα της συμβολής του «τιτάνα» της μουσικής στην εξέλιξη του πιανιστικού είδους.

Αρχής γενομένης από τις πρώτες πιανιστικές σονάτες του που ο ίδιος αφιέρωσε στον Αυστριακό συνθέτη και τον σημαντικότερο δάσκαλό του, Γιόζεφ Χάυντν, τις 32 Παραλλαγές οι οποίες διαφέρουν μεταξύ τους στο χαρακτήρα, την τεχνική δυσκολία και τη δυναμική τους αλλά και την περίφημη Σονάτα αρ.14, γνωστή ως Σονάτα «Του Σεληνόφωτος» που θεωρείται ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του πιανιστικού ρεπερτορίου καθώς ανέτρεψε την καθιερωμένη μέχρι τότε σειρά διαδοχής των μερών της σονάτας δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη σύνδεση των δομικών στοιχείων της.

Ο Κύκλος Οι Σονάτες για πιάνο του Μπετόβεν περιλαμβάνει στο σύνολό του δώδεκα ρεσιτάλ βιρτουόζων πιανιστών, που θα παρουσιάσουν τις περίφημες 32 Σονάτες για πιάνο του κορυφαίου Γερμανού συνθέτη, καθώς επίσης και τις 32 Παραλλαγές, WoO 80, αλλά και τις Παραλλαγές «Eroica». Έργα που γράφτηκαν κατά την επονομαζόμενη «μέση ή ηρωική περίοδο» του συνθέτη, όταν η βαρηκοΐα του Γερμανού μουσουργού είχε ήδη αρχίσει να εξελίσσεται σε κώφωση, και ο ίδιος προβληματιζόταν με τον εν γένει προσανατολισμό της συνθετικής του πορείας. Ο Κύκλος συναυλιών με όλες τις σονάτες για πιάνο του Μπετόβεν δίνει την ευκαιρία στους ακροατές να διαπιστώσουν τις υφολογικές καταβολές του, τα στοιχεία που επιβίωσαν από τους συνθέτες και το μουσικό κλίμα της εποχής, τις λεπτές διαφοροποιήσεις, τα άλματα στην έκφρασή του και τη συνολική γενικότερα συνεισφορά του στη μουσική εξέλιξη.

Τις πρώτες σονάτες που συνέθεσε ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν (1770-1827) τις αφιέρωσε στον Αυστριακό συνθέτη Γιόζεφ Χάυντν που αποτέλεσε και τον σημαντικότερο δάσκαλό του. Οι σονάτες αυτές χαρακτηρίζονται και από μεγάλες ομοιότητες με αντίστοιχες συνθέσεις του Χάυντν. Μ’αυτές ακριβώς θα ξεκινήσει ο Ούβε Μάτσκε το ρεσιτάλ του και συγκεκριμένα με τη Σονάτα αρ. 1 σε φα ελάσσονα, έργο 2/1 που γράφτηκε το 1795 – σε τέσσερις κινήσεις (Allegro, Adagio, Menuetto-Allegretto, Prestissimo) – όπως και τη Σονάτα αρ. 3 σε ντο μείζονα, έργο 2/3, γραμμένη το 1796, τρία χρόνια πριν την διάσημη Παθητική Σονάτα του σε ντο ελάσσονα. Η Σονάτα αρ. 3 θεωρείται η πρώτη δεξιοτεχνική πιανιστική σονάτα του κορυφαίου Γερμανού συνθέτη, όντας η πιο απαιτητική αλλά και η εκτενέστερη από τις τρεις σονάτες του έργου 2.

Ακολουθούν οι  μελωδικές, περίφημες 32 Παραλλαγές σε ντο ελάσσονα WoO 80 (1806) οι οποίες διαφέρουν μεταξύ τους στο χαρακτήρα, την τεχνική δυσκολία και τη δυναμική τους. Το ρεσιτάλ του Ούβε Μάτσκε ολοκληρώνεται με ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του πιανιστικού ρεπερτορίου, τη Σονάτα αρ. 14 σε ντο δίεση ελάσσονα, έργο 27/2 «Quasi una fantasia» που ο Μπετόβεν ολοκλήρωσε το 1801 κι αφιέρωσε στη 17χρονη μαθήτριά του, την κοντέσα Τζουλιέτα Γκουϊτσιάρντι με την οποία ο τριαντάχρονος τότε συνθέτης ήταν ερωτευμένος. Η γνωστή και ως Σονάτα «Του σεληνόφωτος» οφείλει την ονομασία της στον Γερμανό μουσικοκριτικό και ποιητή Λούντβιχ Ρέλσταμπ που το 1832 έγραψε ότι του θύμιζε «το φεγγαρόφωτο που λάμπει πάνω από τη λίμνη της Λουκέρνης». Το πρώτο μέρος της 15λεπτης σονάτας, το ονειρικό και μελαγχολικό Adagio Sostenuto, έχει χαρακτηριστεί από τον Γάλλο συνθέτη Εκτορ Μπερλιόζ ως «ποίημα που η ανθρώπινη γλώσσα αδυνατεί να περιγράψει». Το δεύτερο πάλι μέρος της, το Αllegretto, που αποτελεί μια στιγμή σχετικής ηρεμίας, ο Ούγγρος συνθέτης Φραντς Λιστ το περιέγραψε σαν «λουλούδι ανάμεσα σε δύο χάσματα». Ενώ το τρίτο και τελευταίο, θυελλώδες μέρος της σονάτας, το Presto Agitato με τον πειραματικό του χαρακτήρα, εκφράζει, σύμφωνα με τον σύγχρονο Αμερικανό πιανίστα Τσαρλς Ρόζεν, «την πιο αχαλίνωτη εκπροσώπηση των συναισθημάτων. Ακόμη και σήμερα, η αγριότητά του είναι κάτι το καταπληκτικό». Αυτό ακριβώς το μέρος αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον Σοπέν στο Fantaisie-Impromptu (Φαντασία-Αυτοσχεδιασμός) σε ντο δίεση ελάσσονα, έργο 66. Ο υπότιτλος του έργου, Quasi una fantasia (=Με τον τρόπο της Φαντασίας), αποδίδεται πιθανότατα στη γενικότερη δομή του (αργό-αργό-γρήγορο) που ξεφεύγει από τη μορφή της σονάτας της εποχής του Μπετόβεν (γρήγορο-αργό-γρήγορο).

Ο Ούβε Μάτσκε γεννήθηκε στην Γερμανία. Σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Μουσικής «Φραντς Λιστ» της Βαϊμάρης, στην τάξη της καθηγήτριας Γιουλιάνε Λέρχε, και με κρατική υποτροφία, ως αριστούχος, ολοκλήρωσε μεταπτυχιακές  σπουδές στην Ακαδημία «Φραντς Λίστ» της Βουδαπέστης. Συγχρόνως  παρακολούθησε μαθήματα στο «Διεθνές Μουσικό Σεμινάριο» της Βαϊμάρης, στις τάξεις των καθηγητών Γιάκομπ Λατάϊνερ (Νέα Υόρκη) και Πέτερ Σόλυμος (Βουδαπέστη) ενώ έλαβε μέρος με επιτυχία σε διεθνείς διαγωνισμούς πιάνου στη Γερμανία, την Ουγγαρία και την Ιταλία. Από το 1980 έως το 1987 δίδαξε στην Ανώτατη Σχολή Μουσικής «Φραντς Λιστ» στη Βαϊμάρη. Από το 1987 ζει στην Ελλάδα και από το 2001 είναι Καθηγητής στο Τμήμα Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.

Ο Ούβε Μάτσκε έχει δώσει πολυάριθμα ατομικά ρεσιτάλ σε μεγάλα μουσικά κέντρα στη Μόσχα, το Αμβούργο, το Μόναχο, το Βερολίνο, τη Λειψία, τη Δρέσδη  κ.α. Ως σολίστ έχει συμπράξει με σημαντικές ορχήστρες ευρωπαϊκών χωρών και, επανειλημμένως, με τις Κρατικές Ορχήστρες Αθηνών, Θεσσαλονίκης όπως και την Ορχήστρα των Χρωμάτων. Έχει εμφανιστεί σε μεγάλες μουσικές διοργανώσεις και σε σημαντικές αίθουσες όπως στα Διεθνή Φεστιβάλ του Μπραουνσβάϊγκ, της Ερφούρτης, του Mecklenburg –  Vorpommern, στην Mozart – Gesellschaft του Μονάχου, στο Cemal Resit Rey Konser Salonu της Κωνσταντινούπολης, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και  Θεσσαλονίκης, στα Δημήτρια κ.α. Όσον αφορά στη μουσική δωματίου, έχει συμπράξει με πολυποίκιλα μουσικά σύνολα διεθνούς κύρους (όπως το Κουαρτέτο Γκεβαντχάους, το Κουαρτέτο Εγχόρδων της Λειψίας και το κουαρτέτο Komitas της Αρμενίας) και με σημαντικούς σολίστες, όπως οι Β. Χούντετσεκ και Β. Μιλάνοβα (βιολί), Κ. Φέλτς (τσέλο) και Λ.Φ. Ραμπίν (τραγούδι).Τα τελευταία χρόνια συνεργάζεται σταθερά με την βιολονίστα Δανάη Παπαματθαίου – Μάτσκε δίνοντας, ως ντούο, συναυλίες στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έχει πραγματοποιήσει ηχογραφήσεις για την γερμανική, ελληνική και κυπριακή ραδιοφωνία-τηλεόραση. Στην δισκογραφία του περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων έργα των Μπαχ, Λιστ, Μουσόργκσκι, Σούμαν, Σούμπερτ, Φρανκ και Τερζάκη.