Η ιστορία τρέχει παράλληλα με την λογοτεχνία και την επηρεάζει όπως επηρεάζει και τους συγγραφείς καθώς καλούνται να περιγράψουν το κοινωνικό πρόσημο που αφήνουν τα ιστορικά γεγονότα. Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, αυτός ο σπουδαίος συγγραφέας που δεν αφήνει κανέναν ασυγκίνητο με τις αφηγήσεις του, στα διηγήματά του, τα μυθιστορήματά του και στα περίφημα θεατρικά του έργα μας χαρίζει τον πλούτο των βίων απλών και ευγενών ανθρώπων της εποχής του, μια ευκαιρία για μας να ανατρέχουμε στις περιγραφές του για να αντλούμε ηθογραφικά στοιχεία για το παρελθόν. Ο αναγνώστης νιώθει να ταξιδεύει σε ένα διαφορετικό περιβάλλον, σε μια άλλη ατμόσφαιρα που θυμίζει πίνακα ζωγραφικής. Εξάλλου, τα όσα ο Ξενόπουλος αφηγείται είναι ψυχογραφήματα μιας ολόκληρης εποχής που έχει περάσει σαφώς ανεπιστρεπτί.

Παρατηρητής των ανθρώπων καταγράφει στιγμές και έρωτες, εικόνες και πρόσωπα

Για να επανέλθουμε στο ιστορικό πλαίσιο, τα Επτάνησα προσαρτήθηκαν πρώτα στην ελληνική επικράτεια ήδη από το 1864 μετά την απελευθέρωσή τους και τα όσα εκτυλίσσονται εκεί εδώ και αιώνες παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς η επιρροή από την βρετανική και την ιταλική κυριαρχία τόσων χρόνων προσδίδει έναν άλλο αέρα και μια άλλη, διαφορετική αύρα σε αυτό το κομμάτι της ελληνικής περιφέρειας. Τα Ιόνια νησιά και οι κάτοικοί τους είχαν την τύχη να αποτελούν ξεχωριστό κομμάτι του ελληνισμού, καθώς εισήλθαν εκεί δυτικά στοιχεία στον τρόπο ζωής, οργάνωσης των νησιών αλλά και στον καθημερινό βίο των ανθρώπων που ζούσαν με ευμάρεια και με σχετική οικονομική άνεση. Στα Ιόνια νησιά έπνεε ούριος άνεμος και για τις τέχνες, τη μουσική, το θέατρο, την όπερα, την λογοτεχνία και η διασκέδαση υπήρξε κύριο συστατικό της κοινωνίας εκείνης.

Οι κοινωνικές τάξεις ήταν ευδιάκριτες και υπήρχαν οι ευγενείς και οι αριστοκράτες, που απολάμβαναν πλήθος προνομίων με τίτλους ευγενείας, που σήμαιναν πολλά καθώς διαχωρίζονταν τα σύνορα από τους απλούς αστούς και την αγροτική τάξη. Οι ευγενείς λάμβαναν μέρος σε αποφάσεις, είχαν γνώμη στα τοπικά συμβούλια και είχαν ξεκάθαρα μια ελευθερία και μια ανεξαρτησία, ενώ είχαν και τον σεβασμό που απαιτούσαν οι περιστάσεις. Αυτή η τάξη των ευγενών είχε το δικό της τρόπο ένδυσης, που θύμιζε πολύ τον δυτικό, μιας και οι επαφές με την Ιταλία και το εμπόριο μεταξύ Επτανήσων και ιταλικής επικράτειας ήταν πια μια κανονικότητα. Με λίγα λόγια, η οικονομική ανάπτυξη των Επτανήσων δεν είχε καμία σχέση με την υπόλοιπη ελληνική επικράτεια, που προσπαθούσε να ανασυγκροτηθεί.

Ο Ξενόπουλος, ζώντας και παρατηρώντας από κοντά τους συμπολίτες του, καθώς μεγάλωσε στην Ζάκυνθο, μπορεί και μας μεταφέρει το κλίμα της εποχής, όλα τα κοινωνικά δρώμενα, τους γάμους, τα ειδύλλια, τις αγάπες, τα μίση, τις ανισότητες μεταξύ ευγενών και απλών ανθρώπων, τα σκιρτήματα της νεότητας που δεν βλέπουν εμπόδια, όλα είναι ενταγμένα στις αφηγήσεις του Ξενόπουλου με έναν μοναδικό τρόπο. Υπάρχει αυτή η έντονη θεατρικότητα στα κείμενά του, αυτή η σκηνοθετική ματιά στους διαλόγους μεταξύ του Ποπολάρου, για παράδειγμα, και του περιβάλλοντος της κοπέλας που έχει σφόδρα ερωτευτεί. Ξεπηδά και αναδεικνύεται, λοιπόν, η διαφορετικότητα που είναι πολύ έντονη και δημιουργεί εντάσεις στον κοινωνικό ιστό καθώς οι κοινωνικές επιταγές δεν επιτρέπουν μια κοντέσσα να παντρευτεί έναν ποπολάρο. Για αυτό και η κοπέλα εκμεταλλευόταν το πάθος του για εκείνη και όλο το σκηνικό αυτό, όλο το χρονικό ο Ξενόπουλος δεν το κρύβει.

“Ευτυχώς που ο νέος ήταν ολότελα του χεριού της. Έμοιαζε με κοινό θνητό που θα τον διάλεγε για αγαπητικό της μια βασίλισσα. Ποτέ δεν είχε την πρωτοβουλία. Άφηνε την ωραία και τόσο ανέλπιστα καταδεκτική κοντεσίνα του να τον κάνει ό,τι θέλει και όπως θέλει. Ούτε ένα αγκάλιασμα, ούτε ένα φιλί, σχεδόν ούτε ένα σφίξιμο του χεριού, χωρίς να του το προστάξει με το στόμα, με το νεύμα ή με τον τρόπο”. Ο Ξενόπουλος μοιάζει να παίρνει θέση σε ζητήματα καρδιάς και να επιθυμεί να περιγράψει τον ερωτικό οίστρο που τίποτα δεν βλέπει, αλλά θολώνει τις συνειδήσεις και αποπροσανατολίζει τον άνθρωπο, τον Ποπολάρο συγκεκριμένα, που λαχταρά να κάνει δική του την κοντεσίνα και να φτάσει στα άκρα με το όποιο κόστος. Ο έρωτας είναι ικανός για τα πάντα και οι άνθρωποι υποκύπτουν αναγκαστικά στα δίχτυα του.

Στα υπόλοιπα διηγήματα που έχει αυτή η υπέροχη έκδοση και που αποτελεί μέρος της κλασικής βιβλιοθήκης των εκδόσεων Μίνωας, ο αναγνώστης θα διαβάσει και για ιστορίες φτώχειας μα και εθίμων των ανθρώπων της Ζακύνθου. Ο Ξενόπουλος παρουσιάζει όλο το φάσμα της κοινωνικής πραγματικότητας, προσφέροντάς μας μια τόσο μοναδική και σημαντική ακτινογραφία, ένα μωσαϊκό των όσων διαπίστωνε στο δρόμο, στα χωριά, στην πόλη, ένας ιμπρεσιονιστής της εποχής του, που βγαίνει έξω από το χώρο του για να αντλήσει την έμπνευσή του και να την μεταφέρει στο χαρτί. Δεν είναι τυχαία ένας από τους επιφανέστερους συγγραφείς όλων των εποχών και αν έγραφε σε άλλη γλώσσα, πλην της ελληνικής, θα ήταν σίγουρα στο πάνθεον και της δυτικής λογοτεχνίας να διαβάζεται από τον καθένα. Οι αφηγήσεις του είναι προϊόν εξαιρετικής δουλειάς και μιας πένας που μας δίνεται απλόχερα και είναι διαχρονική όσα χρόνια και αν περάσουν. Διότι οι εποχές μπορεί να αλλάζουν, οι άνθρωποι όμως όχι.

Αποσπάσματα από το βιβλίο:

“Σκούρα τα πράγματα! συλλογίστηκε άλλη μια φορά. Φαίνεται πως θα περάσει πολύς καιρός ακόμα για να ξεσυνηθίσουν αυτοί οι άνθρωποι να μας θεωρούν εμάς τους άλλους σαν σκυλιά”.

“Στη μικρή του κοινωνία ήταν κι αυτός, χωρίς να το ξέρει, ένας αντιπρόσωπος. Κι έπεφτε θύμα κι αυτός, από τα τελευταία, σε έναν άγριο πόλεμο, σκοτεινό, προαιώνιο, που θα έφερνε όμως σε λίγο την ειρήνη ανάμεσα στις δύο εχθρές τάξεις και θα δημιουργούσε μια καινούργια Κοινωνία”.

Διαβάστε επίσης:

Ο Ποπολάρος και άλλα διηγήματα: Ένα βιβλίο με απολαυστικές ιστορίες από τον Γρηγόριο Ξενόπουλο