Αν ανατρέξουμε στην «Ιδεολογική λειτουργία της Ελληνικής Ηθογραφίας» του Mario Vitti (Κέδρος, 1991) θα διαπιστώσουμε ένα διάχυτο σκεπτικισμό σχετικά με το κατά πόσο η ηθογραφία κατάφερε να συσχετιστεί οργανικά με τον ρεαλισμό και να απογαλακτιστεί από την τάση για στατική φωτογραφική απεικόνιση. Ο Vitti, παρότι εξαντλεί τη μελέτη του στο χώρο της  πεζογραφίας, αναφερόμενος στην ελληνική ηθογραφία, την ταυτίζει περισσότερο με μια étude de mœurs παρά με τον καθαυτό réalisme. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά «όσο το αφήγημα θα έχει καθησυχαστική (αν όχι κατευναστική) λειτουργία και δεν θα μετατρέψει την πιστότητα προς την κοινωνική πραγματικότητα σε κριτική διάθεση απέναντι στην κοινωνική πραγματικότητα, δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο παρά για προδιάθεση για ρεαλισμό μονάχα» (84).

Ωστόσο, το ζήτημα της ηθογραφίας και των κατά καιρούς επιφαινομένων της ανέσυρε και μια διάσταση της αφήγησης με κοινωνικά και, ακόμα στενότερα, με ταξικά χαρακτηριστικά, που λειτουργεί κατά παράβαση των όρων της ίδιας της λογοτεχνικότητάς της. Η «Άλκης Θρύλος», που ενέκυψε στο ζήτημα της ηθογραφίας, διαπνεόταν από την πεποίθηση ότι αυτή συνιστούσε απότοκο της εγχώριας πνευματικής πενίας που κράτησε τους δημιουργούς μακριά από τις εξελίξεις της Δύσης, γεννώντας την ανάγκη μιας εσωστρέφειας, καθώς και ότι οι ηθογράφοι στερούνταν την ταυτότητα του αληθινού δημιουργού, στο βαθμό που δεν διέθεταν προσωπικά στοιχεία και την ελευθερία της ατομικότητας. Η «Άλκης Θρύλος» επεσήμανε ακόμη την απουσία ψυχολογικού υπόβαθρου στα πρόσωπα των ηθογραφιών, υποβιβάζοντάς τα στο επίπεδο των τύπων και εντάσσοντάς τα σε εξωλογοτεχνικές περιοχές.

Η θεατρική εκδοχή της ηθογραφίας, που κατίσχυσε στο ελληνικό θεάτρο τον 20ο αιώνα, παρά το γεγονός ότι αναλώθηκε σε θεματολογικά και υφολογικά στερεότυπα, άφησε ευδιάκριτα ανοιχτές διόδους προς τη διατύπωση μιας μορφής κοινωνικής κριτικής. Παρέμεινε δε, ως είδος, μια σταθερή και αναγνωρίσιμη στα μάτια του ευρέος κοινού αξία, καθώς επιχείρησε, με απλουστευτικό τρόπο, να καταστήσει τη σκηνή νοητή προέκταση του πραγματικού κόσμου, αλλά και τον θεατή εν δυνάμει πρωταγωνιστή της. Και είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι μεταπολεμικά, παρά τη στροφή πολλών δραματουργών στο νεονατουραλισμό, στο Παράλογο, στην τεχνική του Επικού Θεάτρου ή στον σουρεαλισμό, η επιστροφή της παραδοσιακής ηθογραφίας γινόταν σε ανύποπτο χρόνο με σχεδόν τελετουργικό τρόπο.

Σήμερα η ανάγκη Ελλήνων δραματουργών να διαμορφώσουν νέους όρους για την ηθογραφία τους εξωθεί να υπερθεματίζουν ως προς τη διατράνωση  των αιτημάτων της πολιτικής ορθότητας και την ανακύκλωση της επικαιρότητας, να αναμειγνύουν με ευκολία ρεύματα, να υιοθετούν τη λογική του in-yer-face και να επενδύουν άλλοτε στην υπερδραματοποίηση και άλλοτε στην πλεονάζουσα αφήγηση. Παρόλα αυτά, παραμένει υπαρκτό το αίτημα για μια περαιτέρω κατανόηση εκ μέρους τους ότι η σκηνή δεν προορίζεται να εξωτερικεύσει απλώς μια πραγματικότητα αλλά να την «σημάνει».

Το έργο «Ο Ελέφας» του Κώστα Μποσταντζόγλου κινείται στο μεταίχμιο ανάμεσα στο οικείο και το απτό της κοινής εμπειρίας και σε μια υπέρβαση που θέλει την πένα να απογειώνεται στη σφαίρα ενός σχεδόν μεταφυσικού παραληρήματος. Σε αυτό το σημείο κομβικό ρόλο παίζει το δραματουργικό σχόλιο για τις επιπτώσεις του δομικού εκφυλισμού της γλωσσικής επικοινωνίας που επιφέρει ψυχολογική και πνευματική αποσταθεροποίηση, ασυνεννοησία, ολοκληρωτική αταξία και, εντέλει, καταστροφή. Εντούτοις, αυτό το δάνειο του Παραλόγου, καθαρογραμμένο μέσα σε μια ατμόσφαιρα ελληνοπρεπούς ηθογραφισμού, δεν ολοκληρώνει την αποστολή του. Κηρυγματικός παροξυσμός, πολιτικές νύξεις-κλισέ, διογκώσεις στη διαγραφή των χαρακτήρων τραβούν σαν δίνη προς τα κάτω την αρχική ενδιαφέρουσα ιδέα, αν και η επίγευση που προκαλείται από την περιγραφόμενη πράξη εκδίκησης υφαίνει ένα νήμα-δεσμό με την τραγωδία την ίδια στιγμή που η ανίερη οικογενειακή εστία μεταστοιχειώνεται σε συμβολική αντανάκλαση μιας πανοραμικής εικόνας.

Ο Λευτέρης Γιοβανίδης επέτρεψε στο πόνημα τη φυσική ανάσα του, αποδεσμεύοντας τη σοβούσα συμπιεσμένη ένταση με σύνεση και δραματική πυκνότητα και αναδεικνύοντας το ανάγλυφο των ανθρώπινων πορτρέτων. Ο Γιώργος Γιαννόπουλος περιορίστηκε περισσότερο στα στεγανά του τύπου αντί να αφεθεί στην απλοχωριά του χαρακτήρα του. Η Μπέσσυ Μάλφα έδωσε ένα ενδιαφέρον στίγμα παρατηρητικής καταβύθισης στα κατώτερα στρώματα του ρόλου. Η Στεφανία Ζώρα τιθάσευσε με σχεδόν χορευτική ρυθμική τις εξακτινώσεις από τον ρεαλισμό στις αποχρώσεις του σουρεάλ που διεμβολίζουν τη γραφή, ενώ ο Βαγγέλης Δαούσης συστήθηκε ως μια αμφίσημη περσόνα που πίσω από τη λεοντή της ιλαρότητας αποκρύβει μια σκαιή φύση. Δηλωτική του ελληνικού επαρχιακού κιτς η σκηνική δημιουργία της Ελένης Μανωλοπούλου υπαινίσσεται μια παρωδία του πεδίου τέλεσης μιας τραγωδίας, ανάγλυφοι και περιγραφικοί οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου μεταφράζουν την αιχμηρότητα των ψυχικών καταστάσεων, ενώ η μουσική του Δημήτρη Ροΐδη δίνει ήχο σε όλη την κλίμακα των συναισθημάτων και των σιωπών.

Photo Credit: Thomas Daskalakis, NDP Photo Agency

Διαβάστε επίσης:

Ο Ελέφας, του Κώστα Μποσταντζόγλου σε σκηνοθεσία Λευτέρη Γιοβανίδη στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά