Το έργο

Ο Σκανδιναβός συγγραφέας έγραψε τον «Αρχιμάστορα Σόλνες» το 1892. Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε, ταυτόχρονα σχεδόν, στην Γερμανία και την Αγγλία, ενώ ανέβηκε στη συνέχεια στις Σκανδιναβικές χώρες. Το έργο του Ίψεν αφορά στον Σόλνες, έναν αναγνωρισμένο και γνωστής φήμης αρχιτέκτονα. Στο γραφείο του εργάζεται ο πρώην συνεργάτης και νυν υπάλληλός του, Κνουτ, μαζί με τον γιο του, Ράγκναρ, και την ανηψιά του και αρραβωνιαστικιά του Ράγκναρ, Κάγια. Ο Κνουτ ζητάει επίμονα από τον Σόλνες να δει κάποια σχέδια του Ράγκναρ, προκειμένου να του επιτρέψει να σχεδιάζει και αυτός, γεγονός με το οποίο είναι εντελώς αντίθετος ο Αρχιμάστορας. Ο Σόλνες όχι μόνον δεν προτίθεται να παραμερίσει για τον νεότερό του Ράγκναρ, αλλά επιπλέον επιθυμεί και την αρραβωνιαστικιά του, την Κάγια. Η επίσκεψη όμως μιας νέας γυναίκας, της Χίλντα, στο σπίτι του Σόλνες θα ανατρέψει τα δεδομένα, οδηγώντας τον Αρχιμάστορα σε ένα ενδοσκοπικό ταξίδι που θα τον οδηγήσει στο τέλος.

Κατά τον William Archer, το έργο είναι ουσιαστικά, «ένας μεγάλος διάλογος ανάμεσα στον Σόλνες και την Χίλντα» (The Works of Henrik Ibsen. Charles Scribner’s Sons, 1912: 236), φέρνοντας στην επιφάνεια όχι μόνον τα καλά κρυμμένα μυστικά του Αρχιμάστορα, αλλά αποκαλύπτοντας την ίδια την ψυχή του. Το έργο, το οποίο ανήκει στα τελευταία του συγγραφέα, φέρει αυτοβιογραφικούς απόηχους της ζωής του ίδιου του Ίψεν. Τόσο ο Archer, όσο και η Inga-Stina Ewbank θεωρούν ότι ο Ίψεν με αυτό του το έργο αφενός, θέλησε να απαντήσει στον Κνουτ Χάμσουν, ο οποίος τον κατηγόρησε, την εποχή εκείνη, ως εκπρόσωπο της παλαιότερης γενιάς. Αφετέρου, δόμησε ένα έργο το οποίο δίνει το προσωπικό του δραματουργικό αποτύπωμα, αφού «οι εκκλησίες, τα σπίτια και τα κάστρα» αποτελούν «αλληγορικές αναφορές στα πρώιμα, μεσαία και μεταγενέστερα έργα του Ίψεν» (McFarlane, James (ed). The Cambridge Companion to Ibsen. Cambridge, 1994: 129).

Η παράσταση

Τον έντονο συμβολιστικό χαρακτήρα του έργου απέδωσε με επιτυχία ο Γιώργος Σκεύας σκηνοθετώντας μια παράσταση η οποία απηχούσε τη σουρεαλιστική περίοδο του Αύγουστου Στρίντμπεργκ με έργα όπως το «Ονειρόδραμα» ή η «Σονάτα των Φαντασμάτων». Ο σκηνοθέτης μετέφερε επί σκηνής όσα βασανίζουν τον ήρωα, υπογραμμίζοντας έτσι την, πνευματική, ασθένειά του. Ο Σόλνες του Γ. Σκεύα έμοιαζε περικλεισμένος να φαντασιώνεται όσους και όσα τον περιτριγύριζαν, στοιχειώνοντας το παρελθόν, αλλά και το παρόν και συνεπώς το, ζοφερό, του μέλλον. Η Χίλντα εμφανίστηκε επί σκηνής διχοτομημένη, εκπροσωπώντας τόσο το παρελθόν, όσο και το παρόν του ήρωα, το γήρας, αλλά και τα νειάτα, τον πόθο αλλά και το αδυσώπητο τέλος. Κατά κύριο λόγο ωστόσο, η διχοτόμηση της Χίλντα παρέπεμπε στις δίδυμες νεογέννητες κόρες του Σόλνες, οι οποίες χάθηκαν στην καταστροφική πυρκαγιά, την οποία είχε ευχηθεί ο ίδιος και οι οποίες αποτέλεσαν το τέλος της προσωπικής του ευτυχίας, αλλά ταυτόχρονα και τον επαγγελματικό του θρίαμβο.

Με έντονη διάθεση ομφαλοσκόπησης, ο σκηνοθέτης θέλησε και κατάφερε να μεταφέρει τον θεατή στο υποσυνείδητο του ήρωα, διαπιστώνοντας ότι εκεί συνυπάρχουν οι τύψεις με την φιλοδοξία, ο πόθος με την αδιαφορία, το ‘θέλω’ με το ‘είμαι’.

Οι Ηθοποιοί

Ο Άρης Λεμπεσόπουλος (Σόλνες) απέδωσε με υποκριτική δεινότητα τις Ερινύες που παίδευαν τον ήρωά του, καταφέρνοντας παράλληλα να ισορροπήσει, με μοναδική ικανότητα, ανάμεσα στο τραγικό και, ενίοτε, το ιλαρό. Σήκωσε το μεγαλύτερο μέρος του υποκριτικού βάρους της παράστασης, καθώς κυριάρχησε επί σκηνής προκειμένου να καταστήσει σαφές ότι πρόκειται για το προσωπικό, ασυνείδητο σχεδόν, δράμα ενός ανθρώπου στη διαδρομή του προς το θάνατο.

Στο πλάι του στάθηκαν επάξια οι Άγγελος Μπούρας (Γιατρός Χέρνταλ), Νικολίτσα Ντρίζη (κυρία Σόλνες), Γιάννης Εγγλέζος (Κνουτ), Γιούλη Γεωργακοπούλου (Χίλντα), Ιωάννα Καλλιντσάντση (Χίλντα) και Λουίζα Παυλάκη (Κάγια).

Οι Συντελεστές

Η μετάφραση-διασκευή του ίδιου του σκηνοθέτη (Γ. Σκεύας) επικέντρωσε την παράσταση στον Σόλνες, καθώς και στα παιχνίδια του μυαλού του. Άλλοτε συμπτύσσοντας πρόσωπα, όπως στην περίπτωση του Κνουτ, όπου ο σκηνοθέτης διατήρησε το ρόλο του γιου, αλλά δίνοντάς του το όνομα του πατέρα, υπογραμμίζοντας έτσι τη μάχη του Σόλνες προς κάθε αρσενικό αντίπαλο και άλλοτε διχοτομώντας το ρόλο στα δύο, όπως στην περίπτωση της Χίλντα.

Το σκηνικό (Σκηνικά-Κοστούμια: Γ. Σκεύας) αποτύπωσε την αίσθηση εγκλεισμού, αλλά και απόστασης από κάθε διαπροσωπική σχέση. Το γυάλινο κουτί, το οποίο σήμαινε άλλοτε το σπίτι και άλλοτε το γραφείο του Σόλνες, έμοιαζε αποστειρωμένο, το οποίο όμως ταυτόχρονα ήταν διάφανο και εκτεθειμένο στα μάτια καθενός, παραπέμποντας στην αίσθηση που βίωνε ο ήρωας. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ήταν επίσης η επιλογή των κοστουμιών, τα οποία κινήθηκαν, συνολικά, σε σύγχρονες γραμμές, αλλά έφεραν έντονους σημειολογικούς συμβολισμούς. Ενδεικτικά, η κυρία Σόλνες εμφανίστηκε ντυμένη στα κατάλευκα, μολονότι το ιψενικό κείμενο αναφέρει ότι είναι ντυμένη στα μαύρα. Η ενδυματολογική-σκηνοθετική αυτή διαφοροποίηση ενέτεινε την αίσθηση του αφόρητου πένθους που βίωνε η ηρωίδα. Τέλος, τόσο η μουσική (Σήμη Τσιλαλή), όσο και οι φωτισμοί (Χρήστος Τσιόγκας) συνόδευαν διακριτικά, αλλά και ουσιαστικά τα επί σκηνής δρώμενα, αλλά και τους έντονους και πολλούς σκηνοθετικούς συμβολισμούς.

Εν κατακλείδι

Ο Γιώργος Σκεύας ανέδειξε με την παράστασή του τον εκτενή διάλογο που λαμβάνει χώρα στο έργο ανάμεσα στον Σόλνες και την Χίλντα, προσδίδοντας παράλληλα στη Χίλντα περαιτέρω σημειολογικές προεκτάσεις. Κατά συνέπεια, η νέα γυναίκα δεν αντιπροσωπεύει μόνον τον πόθο και την επιθυμία για τον Σόλνες, αλλά επίσης τις ενοχές και το έρεβος που κουρνιάζουν στην ψυχή του ήρωα, από το θάνατο των νεογέννητων παιδιών του και εξής. Ο σκηνοθέτης, με έντονη ενδοσκοπική διάθεση, πέτυχε να φωτίσει και να υπογραμμίσει το δράμα ενός άνδρα, ο οποίος, αντιμέτωπος με την προσωπική του δύση, καταδύεται σε μια μάχη με τον εαυτό του και το παρελθόν του.

Η παράσταση του Γιώργου Σκεύα είναι μεστή, ιψενικά συνεπής και παραστασιολογικά φορτισμένη με νοήματα που καταδεικνύουν τη βαθύτερη γνώση του σκηνοθέτη επί της ιψενικής κοσμοθεωρίας.

Διαβάστε επίσης:

Αρχιμάστορας Σόλνες, του Χένρικ Ίψεν σε σκηνοθεσία Γιώργου Σκεύα στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων