«Έρχεται μια στιγμή που ο λεπτοδείκτης του κόσμου σημαίνει απλά την ευαισθησία μας», σημειώνει η ποιήτρια Ιουλίτα Ηλιοπούλου, η οποία έχει κάνει και την ανθολόγηση του συγκεκριμένου τόμου, στο υψηλής αισθητικής εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου που υπογράφει. Και για τον Μίκη Θεοδωράκη η ποιητική, αλλά και η καλλιτεχνική του ευαισθησία εν γένει, καθορίστηκε από τον κόσμο και τη σχέση του με τον άνθρωπο και αυτό είναι κάτι που αναφάνηκε σε όλη την πορεία της ζωής του, συχνά με τον σκληρότερο τρόπο και πάντα μέσα από την τρυφερότητα ή την επαναστατικότητα όταν απαιτείται της μουσικής του.

Η ανθολογία είναι χωρισμένη σε συγκεκριμένες θεματικές ενότητες, το σύνολο των οποίων αφήνει να διαφανεί την λαϊκή ποίηση του Μίκη. Λυρικός, λιτός, ανεπιτήδευτος και καθαρός ο ελληνικός του λόγος σηματοδοτεί τη σκέψη και τον στοχασμό άλλοτε του πολιτικού, άλλοτε του ερωτικού, και πάντα του Έλληνα ασυμβίβαστου Μίκη Θεοδωράκη, πάντοτε όμως με τη διάττορη συμπάγεια ενός δημιουργού που στέκεται μπροστά στο δημιούργημά του με ευθύτητα και ξεκάθαρα διασαφηνίζει τα πιστεύω του.

Πριν από τις θεματικές ενότητες μπορεί κανείς να διαβάσει το έργο «Χαιρετισμοί» και στο τέλος τη «Νεκρή εποχή» ενώ οι θεματικές ενότητες ορίζουν τον διαχωρισμό του βιβλίου ως εξής: α) ποιήματα που αναφέρονται στη φύση και στη μοναξιά, β) ερωτικά ποιήματα, γ) ποιήματα που αναφέρονται στην Ελλάδα και στη σχέση του με αυτή, δ) ποιήματα της εξορίας, ε) ποιήματα της περιόδου της δικτατορίας και τέλος στ) οι θρήνοι, διάχυτα επηρεασμένοι από το δημοτικό μοιρολόι.

Το νοητικό σύμπαν του Μίκη Θεοδωράκη, ορατό σε όλες τις ενότητες, «ακουμπά» στους στίχους του όλες του τις αγωνίες για την εποχή, για τη μοίρα του τόπου, για τον συνάνθρωπο. Ο Θεοδωράκης πάσχει βαθιά για τον άλλο, εκείνον τον άλλο που βλέπει ως εαυτόν και γι’ αυτόν παλεύει με νύχια και δίντια, αναπτύσσοντας μια δωρική σχέση μαζί του. Γίνεται η φωνή της διαμαρτυρίας του, του πόνου του, της δημιουργίας του, των αγωνιών του. Οι λεκτικές του επιλογές, οι διανοητικές του συνομιλίες, ο στοχασμό που διακρίνει τις πράξεις του μεταστοιχειώνονται σε ήχους μουσικούς, κρυμμένους αυτή τη φορά μέσα στον λόγο. Στη σιωπή της συμπαντικής αρμονίας που πάντα μάχεται να αναδείξει ο Μίκης Θεοδωράκης με όλο του το έργο.

Και κάπως έτσι ο ίδιος μαγεύεται και μεθά. Και δωρίζει αυτή τη μαγεία μέσα στους στίχους του είτε μιλά για μια αγάπη είτε για «αλυσίδες βαριές που τις κάνει χελιδόνι»:
«Την αλυσίδα τη βαριά
Την κάνω χελιδόνι
Τη φυλακή τη σκοτεινή
Την κάνω ξαστεριά».

Και αλλού:
«Όλη η σκέψη μου είναι έν’ ανθισμένο κλωνάρι αμυγδαλιάς
Κρεμασμένο στο παράθυρό σου».

Βαθιά ανθρώπινος, τρυφερός, ερωτικός ακόμα και όταν μιλά για επανάσταση, καταγγελτικός, ρωμαλέος και πληθωρικός ο λόγος του. Αξίζει κανείς να γνωρίσει την ποίηση του πέρα από τη μουσική τους σύνθεση. Γιατί είναι χαρακτηριστικό πως όταν διαβάσει κανείς ποιήματά του όπως το «Προδομένη μου αγάπη» ή το «Απρίλη μου» δεν μπορεί παρά να μην ακούσει τη γνωστή μουσική που τα συνοδεύει στο διηνεκές κατά τη διάρκεια της σιωπηλής ανάγνωσης. Όμως καλό είναι να σταθούμε σε αυτά και πέρα από τη μελοποίησή τους. Να τα αφουγκραστούμε ως λόγο για να αντιληφθούμε το μελωδικό παιχνίδισμα των λέξεων που συναρμολογεί και επιστρατεύει ποιητής Μίκης Θεοδωράκης και τότε, πιο ξεκάθαρη παρά ποτέ, θα κελαρύσει μέσα μας η μελωδία της μουσικής του αρμονίας.


Διαβάστε επίσης:

Να μαγευτώ και να μεθύσω – Μίκης Θεοδωράκης