Στην ποιητική συλλογή Με ύφος Ινδιάνου ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου δίνει μια ματιά πιο πρωτόγονη στην πολυπλοκότητα που μας περιβάλλει.

Σε επίπεδο σκέψης, η α-πολίτιστη αυτή φωνή καταφέρνει να νοήσει με μαθηματικό και λιτό τρόπο, ακόμη και τις έννοιες της αγάπης και του πάθους: «η απλή αριθμητική της αγάπης/ είναι σαν μια Αιγύπτια μαθήτρια/ -λίγοι ωμόπλινθοι κάνουν έναν τοίχο/ το πάθος πάλι είναι σαν το ψωμί/ τα υλικά, οι αναλογίες και/ υψηλή θερμοκρασία». Παρόμοια γήινη προσέγγιση παρατηρείται και στην τεχνική του ποιητή να κινείται από το γενικό στο χειροπιαστά ειδικό («Απόφαση. Εγκαυστική σε ξύλο / Υπόσχεση. Ακρυλικό σε μουσαμά»), η οποία αν και αρχικά παρουσιάζεται υποσχόμενη, εν συνεχεία επιβαρύνει την εικονική μνήμη του αναγνώστη με πολλές παραστάσεις, που αν και απτές, δύσκολα μπορεί να τις θέσει εντός ενός νοητικού σχήματος ή τουλάχιστον να συγκρατήσει έντονα έστω μία από αυτές.

Επίσης, ο Συφιλτζόγλου χρησιμοποιεί άφθονα την τεχνική της οπτικής (τυπογραφικής) υποδήλωσης του νοήματος, μετακινώντας χωρικά στη σελίδα τις λέξεις. Αν και ευστοχεί σε πολλές περιπτώσεις, ίσως λίγη φειδώ στη χρήση της τεχνικής να βοηθούσε, ώστε οι λίγες φορές να ηχούν (οπτικά) με κρότο και όχι εν τέλει να φαίνονται ως άλλη μία στιγμή που ο ποιητής θεώρησε σημαντική. Εν γένει αυτό μπορεί να ενταχθεί σε μια γενικότερη τάση του ποιητή να προσδίδει σημασία σε αντικείμενα της «απλής» αντίληψης. Αν και επιτυγχάνει ίσως και να εξισώσει την αντίληψη με τη σκέψη, πολλές φορές τα απτά αυτά περιγραφόμενα αντικείμενα χάνουν την ουσιαστική ουσία τους για δύο λόγους: είτε επειδή είναι τόσο πολλά (ίσως θα έπρεπε να επιλεγούν κάποια) είτε επειδή δεν προτιμάται η οπτική γωνία που θα τα ανύψωνε σε αντικείμενα σκέψης στο μυαλό του αναγνώστη. Είναι σαφές ότι ο ποιητής βρίσκεται σε ένα έντονο στάδιο πειραματισμού, στο οποίο δίνει έμφαση στη λεκτική αφαίρεση, ώστε ο στίχος να καταλήγει όσο πιο λιτός αλλά συνάμα πλήρης στεγνού νοήματος γίνεται. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, ο γράφων την αφαίρεση την κατέχει καλά και μπορεί πλέον να εστιάσει στο περιεχόμενο αυτού που απομένει, να μετακινηθεί σε άλλη ψηφίδα/πλευρά/γωνία αυτού που τελικά επιλέγει. Μονάχα έτσι ο αναγνώστης θα συγκρατήσει –κατόπιν αναγνώσεως- έστω μία προτεινόμενη οπτική ενός από τα περιγραφόμενα.

Από άποψη Ρυθμού, είναι κοινός τόπος πλέον ότι η Επανάληψη βοηθά. Ο Συφιλτζόγλου την χρησιμοποιεί επιτυχώς και συνθέτει ρυθμό σε μη αναμενόμενες στιγμές: «κανείς δεν έφτανε/ στην εξώπορτα/ κανείς/ μόνο στα υπεραστικά λεωφορεία/ ομοιοκαταληκτούσαν οι άλλοι», «εδώδιμα τα πένθη μας/ εδώδιμα μα κ’ αποικιακά», «απόψε κι ίσως πιο απόψε/ ξεμπέρδεψε μια και καλή/ αλλά απόψε». Η ρυθμικότητα, όμως, δεν απαντάται έντονα στη συλλογή, ούτε ψάχνεται μέσα στις (ωραίες!) ασυνήθιστες μεταφορές που χρησιμοποιεί ο γράφων. Για παράδειγμα, στο τέλος της συλλογής, τα Γλωσσικά συρματοπλέγματα, μιας και είναι όντως περίπλοκα ποιήματα γλωσσικά, θα μπορούσαν να στηρίζονται σε έναν ρέοντα ρυθμό, που θα εξισορροπούσε τη λεκτική έκπληξη. (Για να χρησιμοποιήσω τη μεταφορά του συγγραφέα, τα γλωσσικά συρματοπλέγματα θα μπορούσαν να διαρρέονται από ρυθμικό ρεύμα.) Αν κάτι όντως κοινωνεί μια υποβλητικότητα -και έτσι μια αίσθηση ρυθμικότητας, όχι τεχνική ρυθμικότητα- είναι ο τρόπος με τον οποίο ο ποιητής λήγει κάποια ποιήματα: «-με ύφος Ινδιάνου/ επιστρέφω στη/ χάρτινη σκηνή μου// από’ κει σου απαντώ/ με σήματα καπνού», «μετρά τ’ άστρα/ πριν/ δείξει/ το γενετικό διαβατήριο/ και/ περάσει/ στην/ προϊστορία». Η ίδια προσπάθεια σε άλλα ποιήματα κάνει τελικά το ποίημα να πίπτει τονικά, όχι όμως ψιθυριστά ούτε ειρωνικά, όπως θα ήθελε ο γράφων («κι ίσως ο θάνατος εδώ/ είναι ένα αντίστροφο καθήκον/ μία προσποίηση/ όπως/ ένα χωνάκι παγωτό/ στο χέρι ενός συνοριοφύλακα»). Ίσως αν κάποιοι καταληκτικοί στίχοι έλλειπαν, τα ποιήματα να τέλειωναν με ένα δημιουργικό ερωτηματικό, εκεί ακριβώς όπου ο ποιητής έδωσε αυτό που είχε (χωρίς να χρειάζεται να πει κάτι περαιτέρω). Επιτυχώς ο ποιητής δίνει σε δύο ποιήματα (Νεκρά κύτταρα και Ξενόγλωσσα εγχειρίδια) τη μετάβαση στον τόνο ενός παράλληλου σύμπαντος, το οποίο περιγράφει μια (νέα) ειλικρινής φωνή που σχεδόν οικτίρει την τραγικότητα των ασύμβατων στιγμών που περιγράφει.

Το εγχείρημα του Συφιλτζόγλου δεν είναι εύκολο: κάποιος θα μπορούσε να πει ότι περιγράφει έντονα, ότι τα ποιήματά του βρίθουν εικόνων και να τον εντάξει στους τόσους άλλους που «μεταφέρουν» την Ιδέα στην Εικόνα για να την κοινωνήσουν. Κατ’ εμέ δεν είναι αυτός ο στόχος του συγγραφέα, αλλά ένας άλλος ακόμη πιο δύσκολος: να καταστήσει την εικόνα εφάμιλλη της σκέψης, να καταδείξει ότι η ματιά του Ινδιάνου είναι εν τέλει ακόμη πιο βαθεία από το  αναμενόμενο: να βγάλει από τα Πράγματα τη Σκέψη, όχι να βάλει τη Σκέψη στα Πράγματα.

Η ποιητική συλλογή του Κυριάκου Συφιλτζόγου, Με ύφος Ινδιάνου, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι.