Η οδός της συγγνώμης είναι το δρομάκι στο Μαρακές όπου μεγαλώνει η μικρή Χαγιάτ (η «Ζωή» στα αραβικά), η αφηγήτρια της ιστορίας. Η γειτονιά είναι φτωχή, μόνο η αθλιότητα προκόβει εκεί, στριμωγμένη ανάμεσα σ’ έναν σατανικό και διεφθαρμένο πατέρα και στις φαρμακόγλωσσες γειτόνισσες. Μα τη «Ζωή» δεν μπορεί κανείς να τη χαλάσει. Σαν πουλάκι που ξεφεύγει από το κλουβί, η Χαγιάτ το σκάει και τα καταφέρνει χάρη στη Μαμίτα, την πιο φημισμένη χορεύτρια στο βασίλειο. Η Μαμίτα είναι σαν γκέισα – τραγουδίστρια, καλλιτέχνιδα, ψυχαγωγός, ερωμένη. Μια γυναίκα ελεύθερη σε μια χώρα θεμελιωμένη στις απαγορεύσεις. Με το χορό της διώχνει μακριά τη μελαγχολία. Η Χαγιάτ μαζί της μαθαίνει πώς να θαμπώνει τους άντρες, πως με τη χάρη να νικά την εχθρότητα και κυρίως πώς να ορίζει το πεπρωμένο. Η ιστορία της είναι κατόρθωμα, η αφήγησή της ξόρκι.
Τα ξέρω όλα αυτά επειδή έχω αρμενίσει πολύ καιρό σε θάλασσες φουρτουνιασμένες. Επειδή έχω πολεμήσει με όπλα άνισα μέσα σ’ έναν κόσμο αντρών, σ’ έναν κόσμο φτιαγμένο από άντρες για άντρες. Είχα συνέχεια τα μάτια μου τέσσερα, κόρη μου. Γύριζα χτύπημα το χτύπημα, πάλευα με νύχια και με δόντια – για να κάνω με αξιοπρέπεια τη δουλειά μου. Την ελευθερία δεν σου τη δίνουν, την αρπάζεις. Αγωνίστηκα για την ελευθερία μου στη σκηνή. Και στο δρόμο. Αγωνίστηκα με το κοκκινάδι μου, το κολ μου, τις πούδρες μου και τις εφαρμοστές μου κελεμπίες, κόντρα στην υποκρισία των τάχα μου θρήσκων, αυτών των ίδιων που έρχονταν στα κρυφά και ζητιάνευαν φίλτρα έρωτα ή αγάπης. Στη σκηνή πολέμησα με τα τσακίσματα της φωνής μου, με τα λυγίσματα του κορμιού μου, με την άνεση και τη χάρη μιας γυναίκας ελεύθερης αυτούς που μ’ έβριζαν. Μια ζωή στον πόλεμο, κόρη μου. Τώρα είναι η σειρά σου!
Πηγαίνουμε παντού. Παίζουμε όπου μας καλούνε. Κι αν οι πλούσιοι γεμίζουν σελίδες ολόκληρες στην ατζέντα μου, τραγουδάω πολλές φορές μισοτιμής και για τους φτωχούς. Η επιτυχία, όπως πάντα, παραμένει κάτι ανεξήγητο. Δεν υπακούει ούτε σε κανόνες ούτε σε λογική. Μπορεί να δοθεί στον ταλαντούχο ή στη μετριότητα. Ή σε κανέναν από τους δυό. Το μυστήριο εξακολουθεί ανεξιχνίαστο από την απαρχή του κόσμου. Εμείς γίναμε ξαφνικά διάσημοι – κι αυτό προβλημάτισε όλο το σινάφι. Κανένας δεν κατάλαβε πώς μια μισότρελη με μια χούφτα παλιούς και δυό χούφτες μυξιάρικα κατάφερε να βρεθεί από τη μια μέρα στην άλλη στρογγυλοκαθισμένη στο θρόνο. Πολύ που μας ένοιαξε ! Εμείς ήμασταν στην κορυφή του κόσμου – κι εκεί σκοπεύαμε να μείνουμε. Η φήμη μας προπορευόταν, άνοιγε το δρόμο για παραστάσεις ολοένα και πιο ξέφρενες, ολοένα και πιο τολμηρές· κι αυτές με τη σειρά τους μας άνοιξαν το δρόμο για τα πλουσιόσπιτα. Και για τα σπίτια των ισχυρών. Η πρωτεύουσα μας δέχτηκε με ανοιχτές αγκάλες, δίναμε τη μια παράσταση μετά την άλλη: από τα πολυτελή ριαντ της μεδίνας στη χλιδή των επαύλεων των διπλωματών. Μια πορεία με προδιαγεγραμμένη τη μοιραία κατάληξή της: το βασιλικό παλάτι. Σε μια χώρα σαν τη δική μας, αυτό είναι ο παράδεισος. Η επαγγελματική εχεμύθεια μ’ εμποδίζει να πω περισσότερα. Οι αρτίστες που δεν ξέρουν να κρατάνε το στόμα τους κλειστό βρίσκουν κλειστές τις πόρτες τέτοιων χώρων. Μάθαμε πολύ γρήγορα να είμαστε τάφοι. Να βλέπουμε χωρίς να βλέπουμε. Ν’ ακούμε χωρίς ν’ ακούμε.
Μάχι Μπινμπίν
Ο Mahi Binebine (Μάχι Μπινμπίν) είναι συγγραφέας, γλύπτης και ο πιο γνωστός ζωγράφος του Μαρόκου σήμερα. Η τέχνη του εκτίθεται στο Μουσείο Γκούγκενχαϊμ της Νέας Υόρκης. Έχει δημοσιεύσει δεκατρία μυθιστορήματα. Το βιβλίο του Τα Αστέρια του Σίντι Μουμέν έχει μεταφραστεί σε δώδεκα γλώσσες και έγινε ταινία από τον Nabil Ayouch με τίτλο Τα άλογα του Θεού. Βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ των Καννών. Ο αδερφός του πήρε μέρος σε ένα αποτυχημένο πραξικόπημα ενάντια στον βασιλιά Χασάν Β’ και για το λόγο αυτό πέρασε δεκαοχτώ χρόνια στη διαβόητη φυλακή Ταζμαμάρτ της ερήμου. Στις Εκδόσεις Άγρα κυκλοφορούν τα βιβλία του Τα Αστέρια του Σίντι Μουμέν (2016), Χαρράγκα – Αυτοί που καίνε τα χαρτιά τους (2019) και ο Τρελός του βασιλιά (2021), και τα τρία σε μετάφραση της Έλγκας Καββαδία.