Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ στο Για ποιον χτυπά η καμπάνα μοιράζεται τις εμπειρίες του σε ένα βιβλίο μαρτυρία των πεπραγμένων στο μέτωπο του αγώνα καθώς το 1937 καλείται να καλύψει δημοσιογραφικά τον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο. Ο Ρόμπερτ Τζόρνταν, ο πρωταγωνιστής του Χέμινγουεϊ, είναι ο καθρέφτης ενός ανθρώπου/ήρωα που έχει σταλεί στο μέτωπο για να συμμετάσχει στη μάχη κατά του ολοκληρωτισμού που εκφράζεται από τις δυνάμεις των Εθνικιστών που αντιμάχονται τους Δημοκρατικούς. Είναι η πραγματική ιστορία ενός αγαπημένου ζευγαριού, του Ρόμπερτ Μέρριμαν, αρχηγού των αμερικανικών εθελοντικών ταξιαρχιών και της Μάριον που έπεσαν και οι δύο νεκροί – σαν τον στρατιώτη που απαθανάτισε ο φωτογράφος Ρόμπερτ Κάπα – στον αγώνα και στο καθήκον που είχαν θέσει οι ίδιοι στον εαυτό τους για την υπεράσπιση του δικαίου.

Ένας έρωτας συγκρουσιακός αλλά και ιδιαίτερα παθιασμένος

Αυτό το βιβλίο είναι το σημείο αναφοράς του βιβλίου της ΜακΛέιν που συνεχίζει τη διαδρομή στη ζωή του Χέμινγουεϊ, αυτή τη φορά στην Ισπανία όπου ο εμφύλιος πόλεμος φέρνει κοντά τον Έρνεστ και τη Μάρθα, οι οποίοι και ερωτεύονται σφόδρα. Ο Χέμινγουεϊ υπήρξε μια πολυσχιδής αλλά και δύσκολη προσωπικότητα, ένας άστατος χαρακτήρας αλλά και ένας μανιώδης γυναικάς όπως μας αποκαλύπτει η ΜακΛέιν και στο προηγούμενο μυθιστόρημά της, Στο Παρίσι με τον Χέμινγουεϊ. Στο μυθιστόρημα αυτό αποκαλύπτεται άλλη μία πτυχή της προσωπικότητας του ξακουστού συγγραφέα που μεθούσε για να γράψει μα διόρθωνε νηφάλιος όπως κάποτε και ο ίδιος είχε αναφέρει με σαρκαστικό τρόπο.

Η Μάρθα Γκέλχορν, η οποία και η ίδια έγραφε, υπήρξε μία από τις πολλές μούσες του Χέμινγουεϊ και κλήθηκε και αυτή όπως και άλλες να διαχειριστεί αυτόν τον ιδιαίτερο άνδρα και συγγραφέα, με τις εξάρσεις του, τα ξεσπάσματά του αλλά και το φλογερό του πάθος για έρωτα. Ο Χέμινγουεϊ μπορεί να είχε μετοικήσει στην Ισπανία για να καλύψει τον πόλεμο εκεί μα παρέμενε ο ίδιος άνθρωπος που είχε υπάρξει και στο Παρίσι την προηγούμενη δεκαετία. Η Μάρθα λοιπόν υπήρξε μέσα στο πάθος της για τον Χέμινγουεϊ ένα ακόμα θύμα της σχέσης τους, μιας σχέσης που ήταν καταδικασμένη να μη διαρκέσει για πολύ και για αυτό και ο τίτλος του μυθιστορήματος έχει αυτή τη λέξη που αποτυπώνει έκδηλα τη σύγκρουσή τους μιας και η ίδια ήθελε την ανεξαρτησία της και τον απογαλακτισμό της από τον Χέμινγουεϊ για να δείξει την αξία της.

Η ίδια η πρωταγωνίστρια Μάρθα Γκέλχορν αναφέρει χαρακτηριστικά για τον αγαπημένο της: “Ο Έρνεστ ήταν ατημέλητος κι ωστόσο υπέροχος όταν με υποδέχτηκε στην προβλήτα. Φορούσε ένα χοντρό ψαράδικο πουλόβερ και τα μαλλιά του είχαν μακρύνει καλύπτοντας τα αυτιά του. Ο καιρός ήταν αταίριαστα ψυχρός γι’ αυτή την εποχή στην Κούβα, όμως εμένα δε με ένοιαζε ούτε αυτό ούτε οτιδήποτε άλλο. Όταν με πήρε στην αγκαλιά του, τρέμαμε λίγο και οι δύο”. Ο σπουδαίος Τσέχοφ είχε πει κάποτε πως τους ανθρώπους δεν τους νοιάζει αν είναι χειμώνας ή καλοκαίρι όταν είναι ευτυχισμένοι. Στην περίπτωση αυτού του ζευγαριού ο έρωτας φαίνεται πως ήταν πολύ έντονος και ασίγαστος σε τέτοιο σημείο που η σχέση τους έμελλε να γίνει σχέση πάθους.

Η συγγραφέας ξεδιπλώνει με εξαιρετικό τρόπο και δεξιοτεχνία όλα τα επεισόδια που έλαβαν χώρα τόσο στην Ισπανία όσο και στην Κούβα ανάμεσα στο ζευγάρι και εμείς ως αναγνώστες βρισκόμαστε ενώπιον μιας θεατρικής παράστασης με πρωταγωνιστές τους δύο ήρωες και παρακολουθούμε σε πρώτη προβολή τις λογομαχίες τους αλλά και τις τρυφερότητές τους, το μίσος και την αγάπη τους, την αρχή του ειδυλλίου αλλά και το δραματικό τέλος. Αφορμή αποτέλεσε το βιβλίο του Χέμινγουεϊ, ένα βιβλίο στο οποίο ο ίδιος αφοσιώθηκε ψυχή τε και σώματι και υπήρξε για εκείνον ένα κομβικό σημείο στη σπουδαία συγγραφική του σταδιοδρομία. Η συγγραφέας ξετυλίγει την ιστορία των δύο πρωταγωνιστών και εμείς έχουμε την εντύπωση πως η ίδια είναι η σκηνοθέτης σε μια κινηματογραφική παραγωγή. Και αυτό το επιτυγχάνει και με την ανάπτυξη της συναισθηματικής τους σχέσης που κλιμακώνεται και αποκλιμακώνεται.

Ο Χέμινγουεϊ εν των μεταξύ και στο μεσοδιάστημα εκείνο που δεν βλέπει την Μάρθα αποτίνει φόρο τιμής από το μέτωπο της Αραγονίας όπου βρίσκεται, σε έναν πραγματικό ήρωα και τη γυναίκα που αγαπά και είναι γεγονός πως στις ανταποκρίσεις του από την Ισπανία υπάρχουν προσωπικοί διάλογοι με αυτούς, ακόμα και ποιήματα αφιερωμένα στους νεκρούς του φίλους που πάλεψαν για τα δικά τους ιδανικά με όπλο και οδηγό τη συνείδησή τους. Και ενώ αφηγείται την ιστορία αυτή μοιάζει να αφηγείται και τη δική του ιστορία αγάπης με τη Μάρθα και η ΜακΛέιν με τη σειρά της αποκαλύπτει το γεγονός πως ο Χέμινγουεϊ προσπαθεί να εξαγνίσει τη μεταξύ τους σχέση αναφερόμενος σε αυτή στο βιβλίο που τότε γράφει. Τελικά, η ιστορία γράφει τόσο ο Έρνεστ όσο και η Μάρθα ποτέ δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν τη μεταξύ τους εγωιστική πάλη και αυτή είναι που καθόρισε τη μοίρα της σχέσης του, αυτής που ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς αλλά έληξε σαν καταραμένη και καταδικασμένη να αποτύχει.

Αποσπάσματα από το βιβλίο

“Αυτός που με κοιτάζει στα μάτια όταν αρχίζει και τρέμει το ταβάνι και μου λέει βουβά πως όλα θα πάνε καλά γιατί είναι πλάι μου; Πώς καταλήγει κανείς να ερωτευτεί έναν τέτοιο άνθρωπο;”

“Δεν μπορούσα να πιστέψω πως ήταν δυνατόν να εξαφανιστούμε έτσι απλά ο ένας από τη ζωή του άλλου μετά από όλα αυτά, όμως εκείνος φάνηκε κάτι τέτοιο να υπονοεί”

Διαβάστε επίσης:

Μάρθα και Έρνεστ – Ένας καταδικασμένος έρωτας: Το βιβλίο της Πόλα ΜακΛέιν από τις εκδόσεις Ψυχογιός