Η θεατρική ομάδα «À Vendre», μετά τον επιτυχημένο κύκλο παραστάσεων της στην Κύπρο, ταξιδεύει στην Αθήνα για να παρουσιάσει στο Θέατρο Θησείον και μόνο για 4 παραστάσεις, το σπουδαίο έργο “Απόπειρες για τη ζωή της” του Μάρτιν Κριμπ. Κορυφαίο δείγμα του “in-yer-face theatre” ρεύματος, το έργο που καθιέρωσε στο διεθνές στερέωμα τον Βρετανό συγγραφέα ανεβαίνει 28 χρόνια μετά την πρώτη του παρουσίαση, πιο επίκαιρο από ποτέ.

24, 25, 26, 27 Απριλίου στο Θέατρο Θησείον.

Το CultureNow μίλησε με τους: Μαρία Βαρνακκίδου (Σκηνοθεσία) & Κύρος Παπαβασιλείου (Μετάφραση- Δραματουργία) για το ανέβασμα του έργου «Απόπειρες για τη ζωή της» από τη θεατρική ομάδα «À Vendre».

Λίγα λόγια για το έργο

Πώς μπορούμε να γνωρίζουμε ποιος είναι πραγματικά ο άλλος;  17 σκηνές, 17 απόπειρες να περιγράψουμε, 17 προσπάθειες να καταλάβουμε, 17 ιστορίες που μας παρουσιάζουν τη διαδικασία κατασκευής μιας ταυτότητας για δημόσια κατανάλωση. Μια γυναίκα με διαφορετικές ταυτότητες είναι o μόνος συνδετικός κρίκος.  Η Άννα είναι θύμα εμφυλίου πολέμου, είναι σούπερσταρ, είναι τουριστική ξεναγός, είναι εικαστική καλλιτέχνιδα, είναι διεθνής τρομοκράτης. Είναι θραύσματα μιας γυναίκας που μπορεί να είναι όλα – ή και τίποτα.  Κάθε ιστορία απεικονίζει τα προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας μέσα από τα μάτια μίας γυναίκας που απουσιάζει και που ταυτόχρονα λειτουργεί σαν ένα όχημα που σε μεταφέρει σε ένα κόσμο κατασκευασμένων αφηγήσεων.

Photo Credit: Δημήτρης Λούτσιος

-Τι μπορείτε να μας πείτε για τον τίτλο του έργου;

Κύρος Παπαβασιλείου: Η κατά λέξη μετάφραση είναι «Απόπειρες πάνω στη ζωή της». Αυτό έχει τον απόηχο περισσότερο ότι η Άννα επιτέθηκε πάνω στη ζωή της (καθώς βέβαια και ότι ο συγγραφέας προσπαθεί να δημιουργήσει μια πραγματεία για να καθορίσει την ζωή και την ταυτότητα της Άννας). Εμείς θελήσαμε να τονίσουμε περισσότερο την απόπειρα της Άννας για να σώσει τη ζωή της, και γι’ αυτό τον λόγο ανταλλάξαμε τη λέξη «πάνω» με την λέξη «για». Εξάλλου η λέξη «απόπειρα» προδιαθέτει την ύπαρξη της αυτοκτονίας, και πιστεύουμε ότι δεν χάθηκε το νόημα του «απόπειρες πάνω στη ζωή της»…

-Η Άννα αποκτά φωνή στο έργο ή απλώς προβάλλονται φωνές για το πρόσωπό της;

Μαρία Βαρνακκίδου: Η Άννα στο έργο δεν έχει μία σταθερή φωνή, αλλά αποκτά πολλές φωνές μέσα από την αντίληψη των άλλων. Κάθε χαρακτήρας που την περιγράφει, δημιουργεί μια διαφορετική εκδοχή της. Από τη μια, μπορεί κανείς να δει την Άννα ως ένα πρόσωπο που εκμεταλλεύεται τις απόψεις των άλλων για να αναδείξει μια υπερεκτιμημένη, πολλές φορές σχεδόν μυθική, εικόνα του εαυτού της. Από την άλλη, είναι και το πρόσωπο για το οποίο όλοι μιλούν, χωρίς ποτέ να μπορεί να επιβεβαιώσει την αλήθεια της με τη δική της φωνή. Έτσι, η Άννα γίνεται ένα θεατρικό όχημα, που εκφράζεται μέσω των άλλων και, ταυτόχρονα, παραμένει αόριστη και ανοιχτή σε όλες τις εκδοχές που της προσδίδουν οι άλλοι.

-Πώς ακριβώς λειτουργεί η Άννα ως «όχημα» για την κατανόηση της κοινωνίας μας;

Κύρος Παπαβασιλείου: Με τον τρόπο που παρουσιάζεται, η Άννα είναι ο καθένας και ο κανένας. Ο «κοινός» άνθρωπος και ο ξένος. Παίρνει διάφορες μορφές και ταυτότητες από ένα ευρύ φάσμα της κοινωνίας μας και έτσι την περιδιαβαίνει παρουσιάζοντάς την. Ταυτόχρονα, η θραυσματικότητα της Άννας αντικατοπτρίζει την αποσπασματικότητα των ζωών μας.

-Πώς διαχειριστήκατε το γεγονός ότι οι φωνές στο έργο είναι “ανοιχτές” σε οποιονδήποτε ερμηνευτή;

Μαρία Βαρνακκίδου: Το έργο, με την αποσπασματική και θραυσματική του μορφή και τις πολλές φωνές που μιλούν για την Άννα, θυμίζει τη μεθοδολογία του θεάτρου επινόησης. Όπως και εκεί, έτσι κι εδώ, η διαδικασία βασίστηκε στη συνεργασία και στη συλλογική αναζήτηση.

Δουλέψαμε για έναν μήνα με αυτοσχεδιασμούς, προσπαθώντας να καταλάβουμε το κείμενο όχι μόνο νοητικά αλλά και σωματικά — πώς “μιλάει” δηλαδή μέσα από το σώμα, τον ρυθμό και τον χώρο. Στην αρχή, οι ηθοποιοί δεν ήξεραν τι θα πουν ή πού θα εκτυλίσσεται η κάθε σκηνή. Όταν στήθηκε το σκηνικό, τους έδωσα τα κείμενα και την τοποθεσία. Από εκεί και πέρα, αρχίσαμε να χτίζουμε τον κόσμο της παράστασης, με έναν κοινό πια κώδικα.

Νιώθω πραγματικά τυχερή που είχα δίπλα μου ανθρώπους που με εμπιστεύτηκαν, ακόμα κι όταν μόνο εγώ είχα μια εικόνα στο μυαλό μου για το πού πηγαίνουμε.

-Ποια ήταν η αρχική σας αίσθηση όταν ήρθατε για πρώτη φορά σε επαφή με το έργο; 

Κύρος Παπαβασιλείου: Ήταν ένα έργο με πολλές προκλήσεις όσον αφορά τη μετάφραση και τη δραματουργία, αλλά πρωτίστως ένα έργο με σύγχρονη ποιητική και άρτια δομή. Όσο το διάβαζα, τόσο δεν ήθελα να τελειώσει.

-Αλήθεια, πόσο «ελεύθερη» ήταν η μετάφραση; Υπήρξαν σημεία όπου χρειάστηκε να απομακρυνθείτε από το πρωτότυπο;

Κύρος Παπαβασιλείου: Η προσέγγιση μου στην μετάφραση είναι να είναι η μετάφραση όσο πιο πιστή γίνεται στο νόημα και στο ύφος του κειμένου. Αυτό δεν είναι πάντα εφικτό, πάντα υπάρχει ένα επίπεδο α-μεταφραστότητας.  Τότε η μετάφραση αναγκάζεται να απομακρυνθεί από το πρωτότυπο, υπό την έννοια ότι μπορεί να χαθεί η πιστότητα στο ύφος αλλά να χαθεί λιγότερο η πιστότητα στο νόημα.

-Τι ρόλο παίζει η τεχνολογία (ήχος, αισθητήρες, κάμερα) στην παράσταση;

Μαρία Βαρνακκίδου: Ζούμε σε μια εποχή όπου έχουμε πρόσβαση σε αμέτρητες πληροφορίες και εικόνες — ακόμη και για ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε. Το έργο μιλά ακριβώς γι’ αυτό: μέσα σε αυτόν τον συνεχή βομβαρδισμό, η ανθρώπινη ύπαρξη επιβιώνει μόνο σε θραύσματα. Η αλήθεια για το ποιοι είμαστε τελικά χάνεται, και καταλήγουμε να γινόμαστε το άθροισμα των απόψεων που έχουν οι άλλοι για εμάς.

Πολύ συνειδητά, αποφάσισα να μη χρησιμοποιήσουμε κάμερες, κινητά ή άλλα τεχνολογικά μέσα επί σκηνής. Αν ήθελα να αποτυπώσω τη σύγχρονη πραγματικότητα κυριολεκτικά, θα έβαζα τους ηθοποιούς να κάθονται κοιτώντας τα κινητά τους, χωρίς να μιλάνε. Γιατί αυτό, δυστυχώς, συμβαίνει γύρω μας: χάνεται η επαφή.

Το μόνο τεχνολογικό στοιχείο που κρατήσαμε είναι η πινακίδα ανακοινώσεων — ένας «οδηγός» που αντικαθιστά τις πτήσεις με τις σκηνές και κάποια αποφθέγματα. Κατά τα άλλα, βασιστήκαμε σε απλά, ουσιαστικά συστατικά για να γεννηθούν εικόνες και συναισθήματα: μικρόφωνα, ήχος, φως, κίνηση, και πάνω απ’ όλα, ανθρώπινη παρουσία και επικοινωνία.

-Πώς θα περιγράφατε το χιούμορ του κειμένου;

Κύρος Παπαβασιλείου: Το χιούμορ του κειμένου δεν είναι πάντα ευδιάκριτο, κρύβεται πολλές φορές μέσα στις λέξεις. Αλλά είναι φανερό ότι είναι ένα χιούμορ λεπτό και ταυτόχρονα πολύ κυνικό. Επίσης, το χιούμορ αυτό εμφανίζεται σε στιγμές πολύ σοβαρές, και δημιουργεί ένα επιπλέον επίπεδο, μια αντίστιξη πάνω σ’ αυτή τη σοβαρότητα του κειμένου.

Photo Credit: Δημήτρης Λούτσιος

-Μπορείτε να μας ξεναγήσετε στο σκηνικό κόσμο που θα συναντήσουμε στο Θέατρο Θησείον;

Μαρία Βαρνακκίδου: Θα είναι πρωτόγνωρη εμπειρία η μεταφορά της παράστασης στο Θέατρο Θησείον και για εμάς. Στην Κύπρο, παίζαμε σε μια παλιά αποθήκη, σε black box χώρο, όπου το μαύρο κυριαρχούσε και αποτελούσε βασικό στοιχείο του σκηνικού μας κόσμου. Στο Θησείον, όμως, ο χώρος είναι λευκός — οπότε πρόκειται για μια εντελώς διαφορετική, καινούργια εμπειρία.

Η σκηνή που μου έδωσε την αρχική έμπνευση για τον σκηνικό χώρο είναι η Σκηνή 12 — που για μένα είναι και η κορύφωση του έργου. Εκεί ακούγεται η φράση:
«Πάω το παιδί μου στο αεροδρόμιο» και της απαντά κάποιος άλλος «Δεν καταλαβαίνει ότι το αεροδρόμιο είναι κλειστό; Δεν ακούει ότι ο αεροδιάδρομος βομβαρδίζεται;»

Αυτό στάθηκε η αφετηρία για να δημιουργήσουμε ένα waiting room σε ένα αεροδρόμιο κατεστραμμένο από πόλεμο.

Ο θεατής μπαίνει και βλέπει ανθρώπους να κάθονται — μπορεί να είναι επιβάτες, μπορεί και φαντάσματα. Όλοι περιμένουν κάτι. Περιμένουν, όπως και ο ίδιος ο θεατής, να εμφανιστεί η Άννα. Στο κέντρο υπάρχει ένας μακρύς ιμάντας που δεν οδηγεί πουθενά. Και από πάνω του, δεσπόζει μια πινακίδα ανακοινώσεων που, αντί να δείχνει πτήσεις, ανακοινώνει τις σκηνές και τις ποιητικές μας «απόπειρες».

-Για εσάς, υπάρχει κάποια σκηνή που σας αγγίζει περισσότερο από τις άλλες; 

Κύρος Παπαβασιλείου: Δεν μπορείς να μην συγκινηθείς από σκηνές όπως Το Νέο Άννυ, Η Απειλή της διεθνούς τρομοκρατίας – trade mark, το Μαμά και Μπαμπάς, το Άτιτλο. Νομίζω όμως ότι ο συγγραφέας έχει δομήσει το έργο έτσι ώστε να υπάρχει μια κορύφωση και σε αυτήν βρίσκονται οι σκηνές Παράξενο και Πορνό.