Η Λιάνα Παπαλέξη δημιουργεί γλυπτά από χυτή πορσελάνη και παρουσιάζει μια εγκατάσταση με έντονα υπερρεαλιστικό χαρακτήρα λαμβάνοντας έμπνευση από ένα από τα πιο κλασικά παραμύθια την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων.

Λέξεις, κείμενα, γεγονότα που νομίζουμε ότι περνάνε απαρατήρητα, χαράζουν τα μονοπάτια στο υποσυνείδητό μας και επανέρχονται σε στιγμές ενόρασης. Πάνω σ αυτή την ασυνείδητη ψυχή, τις ‘αθέλητες παραστάσεις’ όπως τις αποκαλεί ο Freud, που συναντάμε στα όνειρά μας βασίζεται η «Χώρα της Πορσελάνης». Εκεί που κρύβονται άλογες επιθυμίες και συμπυκνωμένες σκέψεις, μια χαώδης, ανάκατη, παράλογη κατάσταση. Είναι ένα φαντασιακό περιβάλλον, ένας κήπος, εμπνευσμένος από το παραμύθι «Η Αλίκη στην χώρα των Θαυμάτων», του Lewis Carroll. Η σύλληψη της εγκατάστασης έχει ως αφετηρία τον κήπο στον οποίο προσπαθεί να βγει η Αλίκη αφού πέσει στην κουνελότρυπα, προσπαθώντας να βρει το κατάλληλο μέγεθος για να χωρέσει από την μικρή πορτούλα που οδηγεί σ’ αυτόν. Το έναυσμα του έργου μου ήταν η παρακάτω φράση: “Η Αλίκη γονάτισε και μέσα από το πέρασμα αντίκρυσε τον πιο όμορφο κήπο που είχε δει ποτέ της”.

Στην πράξη είναι μια εγκατάσταση από πορσελάνες. Για την καλλιτέχνιδα είναι μια εγκεφαλική απόδραση, ένα πέρασμα από την πραγματικότητα σ’ έναν κόσμο που εμπνεύστηκε για να αισθάνεται όμορφα. Εκεί δημιουργώντας ένα μαλακό, εύθραυστο, οργανικό-φυτικό περιβάλλον, βρίσκει διέξοδο από την σκληρότητα της πραγματικής ζωής. Όπως στο παραμύθι η Αλίκη καταφέρνει να βρει μια ισορροπία σε όλα τα παράλογα πράγματα που της συμβαίνουν, αποδεχόμενη την ολική τρέλα που επικρατεί εκεί, με τον ίδιο τρόπο προσκαλεί τον θεατή να περιπλανηθεί στο δικό της σκηνικό. Στόχος της να ξεχάσει για μια στιγμή που βρίσκεται να περπατήσει ανάμεσα στα λευκά βραχάκια και τα καμπυλόμορφα φανταστικά φυτά από πορσελάνη, που διαδέχονται το ένα το άλλο και δημιουργούν κενά και σκιές.

Ιδανικά θα ήθελε ο θεατής να αγγίξει και να περιεργαστεί με όλες του τις αισθήσεις την σύνθεση, όπως την βλέπει από το ύψος των ματιών του. Βλέποντας το φως της μέρας να γλυστρά από σχήμα σε σχήμα, μέσα από την ομιχλώδη λευκότητα της πορσελάνης και τη λεία υφή του υλικού αυτού, ή από τους κρυφούς χρωματισμούς φωτισμούς που φωτίζουν εσωτερικά κάποιες από τις γλυπτικές αυτές φόρμες με τα βιομορφικά φουτουριστικά σχήματα, θέλει να ανακινήσει τις δικές του χαμένες μνήμες.

Αυτή η αποθέωση συναισθημάτων και αισθήσεων θα γεννηθεί μέσα από τη βιωματική εμπειρία του περπατήματος, της χαλαρωτικής βόλτας σ’ ένα περιβάλλον ουτοπικό που εξακολουθεί να αποτυπώνει το «αρχέτυπο του ωραίου και του ευγενούς» κατά τον Kant. Εκεί απογυμνωμένος από κάθε δική του πραγματικότητα, ο περιηγητής θα ξεκινήσει ένα ταξίδι προς την αθωότητα. Όσο πιο ξέγνοιαστος και χαλαρός νοιώσει, τόσο περισσότερο θα πλησιάσει τον παιδικό αυθορμητισμό από τον οποίο διακατέχεται η Αλίκη, αλλά και η καλλιτέχνης σαν δημιουργός αυτού του φαντασιακού σκηνικού. Γκρεμίζοντας όλα τα επισφαλή οικοδομήματα γύρω, ανοίγεται μία δίοδος προς το ασυνείδητο, άλλοτε σκοτεινό και επικίνδυνο και άλλοτε παράξενο και όμορφο. Μέσα από αυτή τη μικρή περιπέτεια γίνεται η συνάντηση του εγώ με τη υπερρεαλιστική παιδική ψυχή, πριν χαθεί με την ενηλικίωση όπου επικρατεί η λογική.