Η New Starπροβάλλει εκ νέου στους κινηματογράφους, το κλασικό φιλμ νουάρΚυνηγώντας τον δολοφόνο μου”, του Ρούντολφ Ματέ, από την Πέμπτη 13 Ιουνίου 2013.

 

 

«D.O.A

Κυνηγώντας τον δολοφόνο μου

HΠA – 83΄Ασπρόμαυρο

(1950)

 

Σκηνοθεσία: Ρούντολφ Ματέ

Σενάριο: Ράσελ Ρόουζ, Κλαρένς Γκριν

Παραγωγή: Λέο & Χάρι Πόπκιν, Τζόζεφ Νάντελ

Μουσική: Ντιμίτρι Τιόμκιν

Φωτογραφία: Έρνεστ Λάζλο

Καλ. διευθυντής: Ντάνκαν Κράμερ

Μοντάζ: Άρθουρ Νάντελ

Πρωταγωνιστούν: Έντμοντ Ο’ Μπράιεν ως Φρανκ Μπίγκελοου, Πάμελα Μπρίτον ως Πόλα Γκίμπσον, Λούθερ Άντλερ ως Μάγιακ, Μπέβερλι Γκάρλαντ ως μις Φόστερ, Λιν Μπάτζετ ως κυρία Φίλιπς

 

Σύνοψη

D.O.A. είναι τα αρχικά της φράσης «Deadonarrival»· που σημαίνει «Νεκρός κατά την άφιξη». Και, κατά μία έννοια, αυτό ακριβώς συμβαίνει στο ξεκίνημα της ταινίας, ένα ξεκίνημα που δικαίως θεωρείται ως μία από τις πιο πρωτότυπες εναρκτήριες σκηνές ταινίας στην ιστορία του κινηματογράφου: Ο Φρανκ Μπίγκελοου, ένας μικροασφαλιστής του Σαν Φραντσίσκο, μπαίνει σε ένα αστυνομικό τμήμα της πόλης και καταγγέλλει ότι… τον έχουν δολοφονήσει!

Χαρακτηριστικός ο εναρκτήριος διάλογος:

 

Μπίγκελοου: Θέλω να αναφέρω μια δολοφονία

Αστυνομικός: Ποιος δολοφονήθηκε;

Μπίγκελοου: Εγώ…

 

Πρωτότυπο, βέβαια, δεν είναι απλώς και μόνο το ξεκίνημα, είναι και ολόκληρη η υπόθεση της ταινίας, που δικαίως θεωρείται ως ένα από τα ωραιότερα φιλμ νουάρ που έχουν γυριστεί ποτέ. Με κεντρικό ήρωα τον «ζωντανό-νεκρό» Μπίγκελοου (ο οποίος έχει μόλις μια μέρα ζωής μπροστά του, έχοντας ανακαλύψει ότι δηλητηριάστηκε με μία τοξική ουσία που επιφέρει το θάνατο μετά από 24 ώρες), η ταινία καταγράφει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς την προσπάθειά του κεντρικού της ήρωα να ανακαλύψει τόσο τον δολοφόνο του όσο και κάποιο αντίδοτο στο δηλητήριο που εξαπλώνεται με γρήγορους ρυθμούς στον οργανισμό του.

 

Παρόλο που ο θεατής ενημερώνεται εξαρχής ότι ο πρωταγωνιστής της ταινίας δεν πρόκειται να επιβιώσει στο τέλος, σε κανένα σημείο δεν πρόκειται να απογοητευθεί ή να χάσει το ενδιαφέρον του. Άλλωστε, η ελπίδα ότι ο πρωταγωνιστής θα ζήσει αιωρείται ανελλιπώς στον αέρα, αλλά παράλληλα… ανατρέπεται κιόλας. Η δράση είναι καταιγιστική, οι ανατροπές ποικίλες και διαρκείς και το υπέροχο ασπρόμαυρο κάδρο του βιρτουόζου της κάμερας Ρούντολφ Ματέ δίνουν στο διαρκώς εντεινόμενο μυστήριο μια διάσταση σχεδόν απόκοσμη, σε μια πέρα για πέρα πάντως «γήινη» ταινία. Και βέβαια, υπάρχουν παράλληλα όλα τα κλασικά χαρακτηριστικά του φιλμ νουάρ: μυστήριο, προδοσία, ίντριγκα, διπροσωπία. Πρόκειται για μια ταινία με πολύ χαμηλό προϋπολογισμό, με μικρό (αλλά δυνατό) καστ και απειροελάχιστα ως καθόλου τεχνητά εφέ πάσης φύσεως. Κακώς, δε, θεωρείται από κάποιους ως «ηθικοπλαστικό δίδαγμα» το γεγονός ότι ο Μπίγκελοου «τιμωρείται» επειδή το είχε ρίξει στην… κραιπάλη μετά την απόλυσή του από το γραφείο στο οποίο εργαζόταν. Ίσα ίσα, ο Ματέ αποφεύγει οποιεσδήποτε ηθικολογικές αναφορές και διλήμματα, παρουσιάζοντας με μαεστρικό τρόπο το πώς ένα απλοϊκός ανθρωπάκος της καθημερινότητας μπορεί να μετατραπεί σε σούπερ ήρωα αστυνομικού μυθιστορήματος όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν ή (όπως εδώ) το απαιτήσουν. Παράλληλα, οι υπαρξιακές αναζητήσεις του ήρωα είναι μεν υποβόσκουσες, αλλά διάχυτες σε όλη την ταινία, όπως και οι ανάλαφρες σαρκαστικές αναφορές στις πάσης φύσεως «αρχές εξουσίας», μέσα από τη λεπτά ειρωνική διάθεση με την οποία παρουσιάζονται οι αστυνομικοί στους οποίους απευθύνεται ο Μπίγκελοου.

Όσον αφορά δε το τέλος της ταινίας, καλύτερα ας μη σας προϊδεάσουμε. Ο Ματέ παίζει συνεχώς με τα νεύρα των θεατών (με την καλή έννοια) τους οποίους τους ρίχνει πότε στο «ο Μπίγκελοου θα ζήσει» και πότε στο «ο Μπίγκελοου θα πεθάνει». Παρόλα αυτά, το τέλος αυτό καθ’ αυτό δεν είναι προβλέψιμο. Αυτό και… τίποτε άλλο!

 

Κάθε καρέ είναι γεμάτο ενέργεια

«Ένα φιλμ, που όσο στερείται φανταχτερών μέσων και ψεύτικων χολιγουντιανών σκηνικών, τόσο είναι γεμάτο από πανέξυπνες ιδέες και λαμπερούς χαρακτήρες», όπως χαρακτηριστικά γράφτηκε σε κριτική της εποχής. Πέρα από το καστ, οι συντελεστές της ταινίας είναι πραγματικά αξιομνημόνευτοι. Οι σεναριογράφοι Ράσελ Ρόουζ και Κλαρένς Γκριν έβγαλαν από τα ευφάνταστα μυαλά τους πάνω στο χαρτί «την καλύτερη ιστορία που έγραψαν ποτέ», όπως γράφτηκε κατά κόρον στον αμερικανικό Τύπο της δεκαετίας του ’50. Μια ιστορία που την εκμεταλλεύτηκε με τον πλέον ιδανικό τρόπο ο Ματέ, ο οποίος, έμπειρος οπερατέρ ων, χειρίστηκε την κάμερα με τέτοιον τρόπο ώστε να σου δίνει διαρκώς την αίσθηση του «δεν ξέρω τι με περιμένει», όχι απλώς στην επόμενη στιγμή, αλλά ακόμα και στο επόμενο καρέ!

 

Οι ειδικοί λένε ότι όσοι οπερατέρ έγιναν σκηνοθέτες δημιούργησαν σπουδαίες ταινίες· και ο Ματέ δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα. Και μάλιστα σχετικά γρήγορα, αφού το «D.O.A» ήταν η τέταρτη ταινία στην οποία κάθισε στην καρέκλα του σκηνοθέτη. Και αναμφίβολα δημιούργησε την καλύτερη ταινία της σκηνοθετικής του καριέρας. Και μία από τις κορυφαίες στο χώρο του νουάρ όλων των εποχών. Μια ταινία της οποίας, όπως γράφτηκε σε κριτική της εποχής, «…κάθε σκηνή είναι γεμάτη εκπλήξεις, κάθε καρέ είναι γεμάτο ενέργεια…».

 

Όσο δε για τον συνθέτη Ντιμίτρι Τιόμκιν, έντυσε μουσικά την ταινία κατά τέτοιον τρόπο ώστε να «θυμίσει» σε κάποιους συναδέλφους του (και να δείξει σε μας τους θεατές) πόσο αποτελεσματικό εργαλείο μπορεί να αποδειχτεί για μια ταινία η μουσική της επένδυση. Αφήσαμε το καστ τελευταίο. Μικρό μεν, όπως προείπαμε, αλλά εξαιρετικά δυνατό. Οι ερμηνείες εναρμονισμένες στις απαιτήσεις του κλασικού φιλμ νουάρ, με τον Έντμοντ Ο’ Μπράιεν (για τον οποίο ήταν ο πρώτος πρωταγωνιστικός του ρόλος, μια και ήταν ως τότε κλασικός καρατερίστας) να κλέβει την παράσταση. Ιδιαίτερα πειστική στο ρόλο της Πόλα Γκίμπσον η Πάμελα Μπρίτον.

 

«Σφιχτές τσέπες, ανοιχτά μυαλά»

Σε τελική ανάλυση, το «D.O.A.» είναι κλασικό παράδειγμα ταινίας που στηρίχτηκε μεν σε «σφιχτές» τσέπες, αλλά σε ανοιχτά μυαλά. Μια αξέχαστη κινηματογραφική εμπειρία, μια ταινία που θα συνεχίσει να κατέχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά όλων όσοι αγαπούν το κλασικό φιλμ νουάρ. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Πολ Σρέντερ, στο βιβλίο που έχει εκδώσει για το φιλμ νουάρ, έχει συμπεριλάβει το «D.O.A.» ως ένα από τα πλέον αξιοσημείωτα του είδους. Αξιοσημείωτο δε ότι γυρίστηκαν δύο ριμέικ του «D.O.A.». Το πρώτο (1969) δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο, ενώ το δεύτερο, που γυρίστηκε το 1987 με πολύ υψηλότερο προϋπολογισμό και πιο λαμπερούς πρωταγωνιστές (Ντένις Κουέιντ, Μεγκ Ράιαν), θεωρήθηκε από το σύνολο των ειδικών μια θεαματική μεν ταινία αλλά ποιοτικά και κινηματογραφικά πολύ κατώτερη της πρωτότυπης.

 

Ρούντολφ Ματέ (1898-1964): από την Τζίλντα στο «D.O.A»

 

Ένας από τους πλέον περιζήτητους οπερατέρ του Χόλιγουντ, ο άνθρωπος που έμεινε στην ιστορία για την εκπληκτική φωτογραφία στη μία και μοναδική «Τζίλντα», ο κινηματογραφιστής που έκανε το σκηνοθετικό του άλμα με το «D.O. A.» το 1950 και έμεινε επίσης στην ιστορία ως ο δημιουργός ενός από τα κορυφαία φιλμ νουάρ. Γεννημένος στην Κρακοβία, ο πολωνικής καταγωγής Ρούντολφ Μάγερ, όπως ήταν το κανονικό του όνομα, μπήκε στα κινηματογραφικά χωράφια αμέσως μετά την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης, πιάνοντας αρχικά δουλειά ως βοηθός κάμεραμαν στην Ουγγαρία και στη συνέχεια σε διάφορες χώρες της Ευρώπης. Το όνομά του έγινε γνωστό για πρώτη φορά στο χώρο της ευρωπαϊκής κινηματογραφικής βιομηχανίας όταν προσελήφθη για να τραβήξει κάποια δευτερεύοντα πλάνα από τους Καρλ Ντράιερ και Έριχ Πρόμερ. Ο πρώτος έμεινε τόσο εντυπωσιασμένος από τη δουλειά του νεαρού Πολωνού που αμέσως τον προσέλαβε ως βασικό οπερατέρ στην ταινία του «La Passion de Jeanne d’Arc».

 

Ο δρόμος πια είχε ανοίξει για τον Ματέ, που έγινε περιζήτητος ανά την Ευρώπη, κινηματογραφώντας αρκετές από τις σημαντικότερες ευρωπαϊκές ταινίες του μεσοπολέμου. Επόμενος, αναπόφευκτα, σταθμός του το Χόλυγουντ, που τον κάλεσε με κάθε επισημότητα το 1935. Για δώδεκα χρόνια εργάστηκε ως διευθυντής φωτογραφίας σε δεκάδες ταινίες, κάνοντας το μεγάλο «μπαμ» με την Τζίλντα το 1946, μιας ταινίας της οποίας η ασύγκριτη ασπρόμαυρη φωτογραφία υμνήθηκε από κοινό και κριτικούς. Το σκηνοθετικό του ντεμπούτο έγινε το 1947 με την ταινία «Ihadtobeyou». Ακολούθησαν άλλες δύο μάλλον αδιάφορες ταινίες, ώσπου ήρθε το «D.O.A.» το 1950 και ο Ματέ έδειξε ότι όντως οι καλοί οπερατέρ μπορούν κάλλιστα να γίνουν εξαιρετικοί σκηνοθέτες. Η συνέχειά του, πάντως, δεν ήταν εξίσου εντυπωσιακή. Από τις ταινίες που γύρισε τα επόμενα χρόνια και μέχρι τον ξαφνικό θάνατό του από καρδιακή προσβολή (1964) ξεχωρίζουν το γουέστερν «Βίαιος Άντρας» (1955) και «Οι 300 Σπαρτιάτες» (1962)

 

Οι δύο πρωταγωνιστές

 

Έντμοντ Ο’ Μπράιεν (1915-1985)

Από τους πιο γνωστούς και περιζήτητους καρατερίστες του Χόλιγουντ της μεταπολεμικής περιόδου (βραβευμένος μάλιστα με όσκαρ δεύτερου αντρικού ρόλου), είχε μετρημένους στα δάχτυλα πρωταγωνιστικούς ρόλους, με μακράν κορυφαίο, βέβαια, αυτόν στο «D.Ο.Α». Παιδί των δρόμων (γεννημένος στο Μπρονξ ων), ο Ρέντμοντ Ο ‘Μπράιεν, όπως ήταν το κανονικό του όνομα, γνωρίστηκε από μικρό παιδί με τον περίφημο Χάρι Χουντίνι, ο οποίος τον έμπασε στα μυστικά της ταχυδακτυλουργίας. Σύντομα, ωστόσο, ο Ο’ Μπράιεν έστρεψε τα ενδιαφέροντά του στην υποκριτική τέχνη και στο γυμνάσιο άρχισε να οργανώνει και να πρωταγωνιστεί σε μαθητικές θεατρικές παραστάσεις. Στη συνέχεια σπούδασε τη δραματουργική τέχνη στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, στα 21 του χρόνια έκανε το ντεμπούτο του στο Μπροντγουέι το 1936 και αργότερα την ίδια χρονιά πήρε ένα μικρό ρόλο στη σπουδαία μεταφορά του «Άμλετ» από τον περίφημο σαιξπηρικό ηθοποιό Τζον Γκίλγουντ.

 

Τέσσερα χρόνια αργότερα θα συνεργαστεί με δύο ακόμα «ιερά τέρατα», αρχικά με έναν ακόμα σαιξπηρικό ηθοποιό, τον ασύγκριτο Λώρες Ολίβιε, στο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», που ανέβηκε στο Μπροντγουέι, και εν συνεχεία με τον Όρσον Γουέλς στο θέατρο Μέρκιουρι, παίρνοντας τον ρόλο του Μάρκου Αντωνίου στον «Ιούλιο Καίσαρα». Από τις υποκριτικές του ικανότητες στις πρώτες κιόλας παραστάσεις του στο σανίδι, έμεινε εντυπωσιασμένος το αφεντικό της RKO, Πάντρο Μπέρμαν, ο οποίος το 1939 του πρόσφερε συμβόλαιο για έναν υποστηρικτικό ρόλο στην «Παναγία των Παρισίων» -αν και η αλήθεια είναι ότι το ντεμπούτο του Ο’ Μπράιεν στο σινεμά είχε γίνει ένα χρόνο νωρίτερα με ένα μικρό ρολάκι στο «PrisonBreak». Ακολούθησε ο πόλεμος και η θητεία του στην Πολεμική Αεροπορία, για να επιστρέψει στο Χόλυγουντ το ’45 και να παίρνει… σωρηδόν υποστηρικτικούς ρόλους σε πρώτης διανομής ταινίες. Mε την εκπληκτική του ερμηνεία στο «D. O.A.» (1950), ο Ο’ Μπράιεν έδειξε ότι μπορεί να τα καταφέρει περίφημα και ως πρωταγωνιστής, αν και στη συνέχεια προτίμησε και πάλι τους υποστηρικτικούς ρόλους. Η επιλογή του αυτή αποδείχτηκε σοφή, μιας και το 1954 κέρδισε το όσκαρ δεύτερου αντρικού ρόλου για την ταινία «Ξυπόλητη Κόμισσα». Από τις υπόλοιπες ταινίες στις οποίες ενσάρκωσε πολλούς και διαφορετικούς χαρακτήρες, ξεχωρίζει αναμφισβήτητα η ερμηνεία του ως Φρέντι Σάικς σε ένα από τα κορυφαία γουέστερν όλων των εποχών: την «Άγρια Συμμορία» του Σαμ Πέκινπα το 1969. Στην προσωπική του ζωή, ο Μπράιεν έκανε δύο γάμους (και… ισάριθμα διαζύγια), με τις επίσης ηθοποιούς Νάνσι Κέλι και Όλγα Σαν Χουάν. Με την τελευταία απέκτησε τρία παιδιά, δύο από τα οποία (Μαρία και Μπρέντα Ο’ Μπράιεν) ακολούθησαν τα χνάρια του και έγιναν ηθοποιοί. Πέθανε χτυπημένος από Αλτσχάιμερ το 1985.

 

Πάμελα Μπρίτον (1923-1974)

Γεννημένη στο Μιλγουόκι, με μητέρα τη φημισμένη ηθοποιό του θεάτρου (και αργότερα της τηλεόρασης) Έθελ Όουεν, η Μπρίτον χρησιμοποιούσε αρχικά το κανονικό της όνομα (Γκλόρια Τζέιν Όουεν). Αρνούμενη, ωστόσο, να εκμεταλλευτεί τη φήμη του ονόματος της μητέρας της, διάλεξε από τα 15 της κιόλας χρόνια το όνομα Πάμελα από ένα αγαπημένο της βιβλίο και το επώνυμο Μπρίτον ακριβώς επειδή ήταν… βρετανικό!

 

Στο σχολείο και στο κολέγιο, η νεαρή Πάμελα έδειχνε κλίση προς τον αθλητισμό (έπαιζε τένις, κολύμπι και γκολφ) παράλληλα με την αγάπη της για την ηθοποιία. Μόλις στα εννιά της χρόνια, είχε προσφορές που θα μπορούσαν να την έχουν εξελίξει σε μια δεύτερη Σίρλεϊ Τεμπλ, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν το επέτρεψε η μητέρα της, λέγοντας ότι ναι μεν θέλει να δει την κόρη της κάποια στιγμή ηθοποιό, αλλά όχι ένα ακόμα «παιδί-θαύμα» που θα το εκμεταλλεύονταν οι διάφοροι μεγαλοσχήμονες της χολυγουντιανής σόου μπίζνες. Από τη στιγμή που άλλαξε το όνομά της, η Πάμελα άρχισε και να ακολουθεί διαφορετική δραματουργική πορεία από τη μητέρα της. Η τελευταία ήταν δραματική ηθοποιός, ωστόσο η μικρή προτίμησε να στραφεί στην κωμωδία και στο τραγούδι, όπου έκανε και τα πρώτα της σκηνικά βήματα, ως τραγουδίστρια στην μπαντα του Ντον Μακ Γκουάιρ. Η «εμπλοκή» της με το Χόλυγουντ έγινε όταν έπαιξε σε περιοδεύοντα θεατρικό θίασο της Οκλαχόμα και την είδε ο παραγωγός της MGM, Μάρβιν Σενκ και την έβαλε να υπογράψει αμέσως συμβόλαιο. Το 1945 επιλέχθηκε να υποδυθεί την αγαπημένη του Φρανκ Σινάτρα στο «Βίρα τις άγκυρες», ωστόσο κάπου προέκυψαν διαφωνίες, δεν έπαιξε ποτέ στην ταινία και για τα επόμενα τρία χρόνια ασχολήθηκε αποκλειστικά με το θέατρο. Ο σημαντικότερος κινηματογραφικός της ρόλος ήταν στο «D.O.A.» το 1950, ενώ στη συνέχεια ακολούθησε σχεδόν αποκλειστικά τηλεοπτική καριέρα, συμμετέχοντας σε σημαντικές σειρές της εποχής. Πέθανε μόλις 51 ετών το 1974 από καρκίνο στον εγκέφαλο.