Ο Κωνσταντίνος Λεβαντής πρωταγωνιστεί και υπογράφει τη μετάφραση στο έργο The Sunshine Play του Peca Stefan που παρουσιάζεται αυτή την περίοδο στην Πειραματική σκηνή «Νέων Θέατρο» του Νέου Ελληνικού Θεάτρου Γιώργου Αρμένη. Σε μια δύσκολη κοινωνικά, οικονομικά αλλά και πολιτιστικά περίοδο, ο ηθοποιός μιλά στο Culturenow.gr τόσο για την αξία μιας καινούργιας αρχής γενικότερα, όσο και για την ιδιαίτερη δύναμη που κρύβουν οι νέοι καλλιτέχνες.

Συνέντευξη: Μαριάννα Παπάκη

CultureNow: Αυτή την περίοδο παρουσιάζεται στο Νέο Ελληνικό Θέατρο Γιώργου Αρμένη, η παράσταση «The Sunshine Play» του Peca Stefan. Πείτε μας δυο λόγια για το έργο και το συγγραφέα.

Κωνσταντίνος Λεβαντής: Ο Peca Stefan είναι σύγχρονος Ρουμάνος συγγραφέας, πολυγραφότατος για την ηλικία του, ο οποίος είναι αρκετά αναγνωρισμένος τόσο στη χώρα του όσο και σε άλλες όπου έχουν παιχτεί έργα του. Η αγάπη του για τα έργα του ήταν έκδηλη κατά τη προετοιμασία της δικής μας παράστασης. Βοήθησε με τον τρόπο του στη φάση της μετάφρασης, μας έστελνε μηνύματα εμψύχωσης κατά τις τελικές μας πρόβες…

Το έργο είναι μια φαινομενικά ανάλαφρη, αισθηματική ίσως, κωμωδία. Διαδραματίζεται βράδυ, στην ταράτσα ενός μπαρ, όπου βλέπουμε τρεις νέους ανθρώπους και το πως μπορεί να επηρεάσει ο ένας τον άλλο στο να αλλάξει τη ζωή του, που είναι και ο ουσιαστικός λόγος που ο συγγραφέας έγραψε το έργο. Οι ανθρώπινες σχέσεις και η ανάγκη για μια καινούρια αρχή, εκεί που μπορεί να μην το περιμένεις.

Cul.N.: Ερμηνεύετε τον Νταν, ο οποίος, όπως αναφέρεται στο Δελτίο Τύπου της παράστασης, είναι εντελώς κατεστραμμένος… και το ξέρει. Τι σημαίνει αυτό υποκριτικά για τον επί σκηνής ήρωα; Ποιες δυσκολίες συναντήσατε στην προσέγγιση του ρόλου;

Κ.Λ.: Ο ρόλος του Νταν είναι, κατά τη γνώμη μου, ιδιαιτέρως δύσκολος, μιας και πρόκειται για έναν κατεστραμμένο άντρα που γυρίζει στην πατρίδα του για να κάνει μια νέα αρχή στη ζωή του. Αυτό όμως είναι κάτι που απλώς κουβαλάει επάνω του, μέσα του.

Βάσει του χαρακτήρα του, δεν είναι εμφανές, αλλά εγώ θα πρέπει να το δείχνω με κάποιον τρόπο στον θεατή. Έπρεπε πρώτα να κατανοήσω λοιπόν όλα όσα έχει περάσει, να καταλάβω γιατί δε θέλει να τα προβάλλει και να τα φέρει εμφανώς αλλά να τα ομολογεί κατ’ επιλογήν και τέλος να μπορέσω να δω γιατί ήθελε να κάνει μια καινούρια αρχή και μάλιστα με τις χειρότερες δυνατές συνθήκες, επιστρέφοντας από την Κολομβία στο σπίτι της μάνας του στη Ρουμανία. Έπρεπε απλώς να βρω το καλό μέσα του.

Cul.N.:  Το “The Sunshine Play” είναι μία κωμωδία για αυτούς που δεν τα παρατάνε και είναι πάντα έτοιμοι να κάνουν μια καινούρια αρχή. Πόσο αντιφατικό είναι το κωμικό στοιχείο του έργου σε σχέση με την απογοήτευση και τα αδιέξοδα των ηρώων;

Κ.Λ.: Καθόλου αντιφατικό. Κάθε άνθρωπος αντιμετωπίζει τα προβλήματά του με διαφορετικό τρόπο. Άλλοι τα έχουν διαρκώς στο κεφάλι τους, άλλοι στο πίσω μέρος του μυαλού τους. Οι ήρωες του έργου, άλλοι περισσότερο κωμικοί ως ρόλοι κι άλλοι όχι, αντιμετωπίζουν τη ζωή όπως τη ζούνε, μέσα από το δικό τους φάσμα αντίληψης, το οποίο τυγχάνει να είναι πιο κωμικό παρά δραματικό. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρων αυτός ο τρόπος αντιμετώπισης και εκεί ήταν και αυτό που μας τράβηξε στο κείμενο του Peca, το πώς μπορείς να μιλάς για τα προβλήματά σου χωρίς να είσαι μια κινητή τραγωδία.

Cul.N.: Υπογράφετε και τη μετάφραση του έργου. Η ιδιότητα του ηθοποιού γενικότερα αλλά και του ηθοποιού που συμμετέχει στην παράσταση πόσο διευκολύνει ή δυσκολεύει το μεταφραστικό έργο λαμβάνοντας υπ’ όψη ότι μιλάμε για τη μετάφραση ενός θεατρικού έργου του οποίου ο λόγος είναι προφορικός και πρέπει να περάσει στο κοινό που παρακολουθεί.

Κ.Λ.: Καταρχήν είναι διπλή η πρόκληση. Πρέπει να μεταφέρεις το πνεύμα ανθρώπων άλλης καθημερινότητας και να «μιλήσουν» τη δική σου γλώσσα. Αυτό δεν είναι τόσο εύκολο όσο ακούγεται, ιδιαίτερα επειδή το κείμενο είναι σύγχρονο. Δεν χρησιμοποιείται ξύλινος, πεπαλαιωμένος λόγος όπως γινόταν σε μεταφράσεις κλασικού ρεπερτορίου και παράλληλα έπρεπε να έχω κατά νου πως το σημερινό σύγχρονο, δε θα είναι σύγχρονο για πάντα, η γλώσσα κακοποιείται και εμπλουτίζεται καθημερινά με αργκό που δεν είναι διαχρονική.

Βοήθησε πάρα πολύ η προηγούμενη εμπειρία μου στη μετάφραση, περισσότερο όμως η ιδιότητά μου ως ηθοποιός. Έχοντας καλή αίσθηση του τι μπορεί να «περάσει» στον θεατή και τι όχι, κατά την περίοδο της μετάφρασης, έπαιζα καθημερινά όλους τους ρόλους ξανά και ξανά, μέχρι να τους ακούσω να μιλάνε το κείμενο του Peca στα ελληνικά.

Περισσότερη δυσκολία πρέπει να πω πως είχε ο ρόλος του Τρίφορ, όπου ανάμεσα σε δύο Ρουμάνους που «μιλάνε ελληνικά», έπρεπε να διαφοροποιηθεί ως ο Βούλγαρος που μιλάει τη γλώσσα τους σπαστά και μάλιστα με κωμική διάθεση. Έπρεπε να εφεύρω γι’ αυτόν λεξούλες που να πατάνε στο αρχικό κείμενο και να είναι εύστοχες και αστείες στη γλώσσα μας χωρίς να φαίνεται επιτηδευμένο.

Cul.N.: Μέσα στην πληθώρα των παραστάσεων που παρουσιάζονται στην Αθήνα, με ποια κριτήρια κατά τη γνώμη σας θα πρέπει κάποιος να επιλέξει μια θεατρική παράσταση;

Κ.Λ.: Η επιλογή δεν είναι καθόλου εύκολη, ιδιαίτερα σήμερα που δεν είναι εφικτή η παρακολούθηση πολλών παραστάσεων σε συνάρτηση με τα βεβαρυμμένα οικονομικά προβλήματα. Είναι πολλά τα κριτήρια. Εμένα, ως θεατής, με τραβάει το να δω κάτι από μία ομάδα νέων ανθρώπων. Να τους έχω δει στο ξεκίνημά τους και να μπορώ να δω την εξέλιξή τους στον χρόνο. Στις νέες ομάδες, τις «μη αναγνωρισμένες», ανάμεσα σε αυτούς που δεν εργάζονται για την αμοιβή τους, πολλές φορές βλέπεις έναν ιδιαίτερο ζήλο, μια μεγαλύτερη ανάγκη, την οποία επικροτώ και ψάχνω. Σαφώς, μια παράσταση με «εγγυημένους» ηθοποιούς ή έργο είναι πάντα ένα κριτήριο το οποίο δεν προσπερνώ. Απλώς, μου αρέσει να υποστηρίζω και τους «μικρούς».