Κάθε φορά που οι δημιουργοί του θεάτρου επιστρέφουν στους αρχαίους μύθους, έστω και αν αυτοί, «απομαγευμένοι» πλέον, έχουν απολέσει τη μεταφυσική, υπερπραγματική διάστασή τους και η ανάγνωσή τους γίνεται με κάθε λογής όρους και στοχεύσεις, δεν παύει να συνιστά ένα σημαντικό κεκτημένο. Και αυτό γιατί οι μύθοι, παρά τις παραχαράξεις που δέχονται, έχουν διατηρήσει το προνόμιό τους να διαφυλάττουν τις μεγάλες αλήθειες που περικλείονται εντός τους. Πολύ εύστοχα ο Friedrich Stählin επισημαίνει ότι «ο μύθος αποτελεί την πρώτη θεώρηση και την πρώτη γνώση του κόσμου», στον βαθμό που εκφράζει το καθολικό και το πανανθρώπινο και συμβολοποιεί τον λόγο και τον νόμο που ορίζουν τη ζωή των ανθρώπων και τη μοίρα τους.
Ο «Οιδίποδας Τύραννος», που γράφτηκε το 429 π.Χ., και μετά την περιπέτεια της πόλης των Αθηνών από μια επιδημία πανώλης, συνιστά μια προειδοποίηση και, συνάμα πεποίθηση, του Σοφοκλή ότι η υπάρχουν περιοχές γνώσης, τις οποίες καμία πνευματική αλκή ή εξουσία δεν είναι σε θέση να παραβιάσουν. Και η ύβρις του διαπράττει ο Οιδίποδας συνίσταται σε αυτό ακριβώς: ότι επιζητά να υπερβεί τα ατελή και άρρηκτα δεμένα με την άγνοια ανθρώπινα μέτρα και να καταστεί μέτοχος μιας αλήθειας, που για τα μάτια των βροτών, αποδεικνύεται καταστροφική και θανάσιμη. Στην περίπτωση αυτής της τραγωδίας, το μεγαλείο της τραγικότητας συμπυκνώνεται στο γεγονός ότι ο ήρωας τιμωρείται για μια αμαρτία που διαπράττει ανεπίγνωστα, και που εκπορεύεται από την Ελευθερία της Βούλησής του, ενώ πραγματοποιείται και ένας ιδιόμορφος διχασμός ανάμεσα σε μια κοσμική δικαιοσύνη και σε μια άλλη, ερμητική και δύσληπτη, που υπαγορεύεται άνωθεν. Ο Οιδίποδας, ιδωμένος με τα μάτια των ανθρώπων είναι αθώος, αλλά ένοχος για έναν άλλο κόσμο, όπου οι θείες δυνάμεις έχουν λόγο, ελέγχουν και καθορίζουν τις εξελίξεις. Και η τραγική συνθήκη του, που θέλει την πνευματική του ισχύ να είναι η θρυαλλίδα που οδηγεί στη λύτρωση της αυτογνωσίας του αλλά, και την ίδια στιγμή, στην ηχηρή πτώση του, μετατρέπεται σε μια βαθιά διερεύνηση του ανθρώπου-όντος στον αντίποδα του ιστορικού ανθρώπου.
Είναι προφανές ότι οι σκηνικές πραγματεύσεις του «Οιδίποδα Τυράννου» στην εποχή μας αντιπαρέρχονται την ουσία της προβληματικής του Σοφοκλή και τη δονούμενη αγωνία του για το προς τα πού κατηύθυναν οι φιλόσοφοι και οι σοφιστές του καιρού του τα πράγματα. Σήμερα, ο Οιδίποδας προβάλλεται ως απείκασμα του σύγχρονου πλάνητα και αποπροσανατολισμένου ανθρώπου που επιζητά να επαναπροσδιορίσει τον σκοπό και την ταυτότητά του μέσα σε ένα σύμπαν αποσταθεροποίησης, καταστροφών και κρίσεων. Η τραγωδία όμως, ως είδος, καταφεύγει στο απτό και το αναγνωρίσιμο για να μιλήσει για το υπερβατικό, στρέφοντας το βλέμμα και τον στοχασμό πέρα και πάνω από τον κόσμο του κοινού βιώματος και χτίζοντας γέφυρες με υψηλά πνευματικά μεγέθη που υπερίπτανται των ανθρώπινων συντεταγμένων. Η αγωνία του Οιδίποδα για αυτογνωσία δεν περιορίζεται αποκλειστικά στο ζήτημα της καταγωγής. Πίσω από τη μορφή του ήρωα κρύβεται ο ποιητής που υπαγορεύει τη μεγάλη διερώτηση για τη θέση και την πορεία του ανθρώπου στον κόσμο.
Καμία από αυτές τις διαστάσεις της ποιητικής κλίμακας του Σοφοκλή δεν υπήρχαν στη σκηνική κατάθεση της Σοφίας Αντωνίου, στον Χώρο Φίατ, με ερμηνευτή τον Χάρη Χαραλάμπους-Καζέπη, παρά το γεγονός ότι στα προλεγόμενα αυτής της ερευνητικής προσπάθειας διακρίνεται η ανάγκη να συμπεριληφθούν, κατά το δυνατόν, όλες οι παράμετροι που καθορίζονται από τη διάνοια και τα αισθητικά εργαλεία της τραγωδίας, σε συνδυασμό με τις απαραίτητες αναγωγές στο σήμερα και με τους λόγους για τους οποίους ο «Οιδίποδας Τύραννος» μπορεί να απευθυνθεί στο σύγχρονο κοινό. Επιπλέον, η καταφυγή στη μετάφραση του Κ. Χ. Μύρη, θα προϋπέθετε μια πιο οργανική διασύνδεση με την πηγή του έργου (τον πυρήνα του προβληματισμού του Σοφοκλή). Αντ’αυτού, ο «Οιδίποδας Τύραννος» που παρουσιάζεται στον, κατά τ’άλλα, υποβλητικό χώρο ενός πρώην συνεργείου (εύστοχα διαμορφωμένο σε ένα είδος μη-χώρου) περιορίστηκε κυρίως στην ανάδειξη της ανακλαστικής μεταμορφωτικής δεινότητας του ηθοποιού, των προσωδιακών χαρισμάτων του, της εκφραστικής ευελιξίας του, αλλά και στην επιδέξια χρήση της σωματικότητας, ανάλογα με τον εκάστοτε ρόλο και το φορτίο που εκείνος έφερε. Τα κοστούμια της Μαριλένας Καλαϊτζαντωνάκη, που μεταγράφουν τη μορφή του Οιδίποδα στο πρόσωπο ενός περιπλανώμενου άστεγου της μεγαλούπολης ήταν δηλωτικά μιας κατεύθυνσης ερμηνείας προσδεδεμένης στο φάσμα της κοινωνικοπολιτικής κριτικής, της επικαιροποίησης, ενδεχομένως, του ιδεολογικού υπαινιγμού, αλλά και της ανάγκης για μια σύζευξη με αυτό που σήμερα αποκαλούμε «υπαρξιακό αδιέξοδο» και το οποίο αποδίδουμε κατά το δοκούν.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Αλλά και σε επίπεδο μορφολογίας της παράστασης η επιλογή αυτού του είδους της αφηγηματικότητας κατέστη προβληματική. Ο λόγος είναι προφανής: ένας δημιουργός μπορεί να αφηγηθεί με ποικίλους τρόπους τον μύθο· δεν μπορεί όμως να αφηγηθεί την τραγωδία· κι αυτό γιατί η τραγωδία είναι σύντηξη ετεροτήτων, αντιπαραβολή στοιχείων και αντίρροπες δυνάμεις που δεν αντέχουν μέσα στη συρρίκνωση και την εξαντλητική αφαίρεση. Η αφήγηση στη σκηνή λειτούργησε ως αποστασιοποίηση στο Επικό Θέατρο, και αυτό για λόγους πολιτικούς. Λειτουργεί και σήμερα αποτελεσματικά σε περιπτώσεις διασκευής πεζών έργων, όχι τόσο, πλέον, με πολιτικό πρόσημο, όσο επειδή η σκηνική πρακτική απολαμβάνει να συγκατανεύει στις πολλαπλές εμπειρίες του κοινού (αναγνωστικές, ακροαματικές κ.α.). Στην τραγωδία, όμως, τα δεδομένα διαφοροποιούνται δραστικά. Εδώ, κάθε απόπειρα αφήγησης καταλήγει σε μια αφήγηση της ίδιας της φόρμας της τραγωδίας.
Τέλος, ένα κομβικό ζήτημα στα παραστατικά ήθη είναι η κατοχύρωση ενός ελάχιστου κοινού τόπου σχετικά με την έννοια του «ηχητικού τοπίου», καθώς ο όρος, όντας ρευστός, πολύ συχνά χρησιμοποιείται ανέλεγκτα. Το ηχητικό τοπίο είναι σύνθεση, ωστόσο περιλαμβάνει τη μουσική (ή τη μουσική υπόκρουση) ως υποσύνολο της. Στην πραγματικότητα, αφορά την ανάδειξη της χωρικής διάστασης των ήχων, καθώς και της υλικότητάς τους, με σκοπό να υποκινήσει μια ώσμωση ανάμεσα σε αυτούς, τα οπτικά μέρη της σκηνής και τις κιναισθητικές εκδηλώσεις των ερμηνευτών.
Photo Credit: Ελισάβετ Κυνηγοπούλου, Στράτος Κουρλής
Διαβάστε επίσης:
Οιδίποδας Τύραννος, του Σοφοκλή από τη Σοφία Αντωνίου στον Χώρο της ΦΙΑΤ