Υπάρχει ένας υπόρρητος συμβολισμός, δίκην ανεστραμμένου παραδείγματος, στις «Νεκρές Ψυχές» του Γκόγκολ. Ακόμα και ο ίδιος ο τίτλος προδίδει κάτι που ξεπερνά τις αντοχές της Χριστιανικής ηθικής που τόσο πολύ ασκούσε επίδραση στην τσαρική Ρωσία. Μπορεί η ψυχή, όπως το σώμα, να νεκρωθεί; Εδώ ο Γκόγκολ, ενώ φαίνεται ότι παιχνιδίζει με τις λέξεις, τις κυριολεξίες και τις μεταφορές, στην πραγματικότητα επιλέγει να τοποθετήσει την αξιακή κατάπτωση του καιρού του σε έναν χώρο αταξινόμητο. Και ποιες, εντέλει, είναι αυτές οι Νεκρές Ψυχές; Σίγουρα όχι οι απλοί θανόντες δουλοπάροικοι που λογίζονται ως εμπόρευμα, αλλά ένα ολόκληρο σύστημα φαυλότητας και τυχοδιωκτισμού που, προκειμένου να ικανοποιήσει τους σκοπούς του, εφευρίσκει τις πλέον ευφάνταστες μεθόδους.
Μοιάζει σαν ο Γκόγκολ με αυτόν τον τίτλο του μυθιστορήματός του να ανταποδίδει τα ίσα σε μια τάξη που εκπροσωπεί το «πόσλοστ» (την κοινωνική καχεξία που τρέφεται από τις σάρκες της). Όσο παράδοξο είναι να αγοράσεις και να υποθηκεύσεις έναν νεκρό άλλο τόσο παράδοξο είναι να κατορθώσεις το ακατόρθωτο: να νεκρώσεις την ψυχή σου!
Ο Γκόγκολ περιβάλλει τους αντι-ήρωες των «Νεκρών Ψυχών» του με μια σκοτεινή σατιρική αύρα, επενδύοντας τόσο στην ανάδειξη του ανάγλυφου της προσωπικότητας καθενός από αυτούς όσο και σε μια δωρικότητα («γεωμετρική απλοποίηση» θα την πει ο Μίρσκι) που τούς επιτρέπει να βρίσκουν τη σωστή θέση ανάμεσα στον χαρακτήρα και τον τύπο. Και, βεβαίως, ακόμα μία φορά, η εκφραστική δύναμη του συγγραφέα, όπως την συναντούμε στον «Επιθεωρητή» και στο «Παλτό», έχει την τιμητική της. Μια δύναμη εκφραστική που όταν δραματοποιείται, απαιτεί εκρηκτική σωματικότητα, λεπτές αποχρώσεις σε όλο το φάσμα των ερμηνευτικών μέσων και συνεπείς ρυθμούς.
Η Σοφία Καραγιάννη, λαμβάνοντας υπόψη όλα αυτά, «ενορχηστρώνει» το μνημειώδες μυθιστόρημα του Γκόγκολ για ένα κουϊντέτο ερμηνευτών και με εργαλεία την εναλλαγή αφήγησης και δραματικής φόρμας, την έντονη σκηνική κινητικότητα και τη μεταμορφωτική δεινότητα. Η συνολική αίσθηση της σκηνοθετικής σύλληψης παραπέμπει σε μια συμπύκνωση εκφάνσεων λαϊκών θεάτρου, από τις παιγνιώδεις μεσαιωνικές farces και την αυτοσχεδιαστική Commedia dell’arte μέχρι και το Επικό Θέατρο ως προς τη χρήση του Gestus. Σε αυτή τη συνθήκη καθοριστικό ρόλο παίζουν οι πέντε ηθοποιοί που εγγράφουν επάνω στην έκφραση του σώματος, των προσώπων και των φωνών τα χαρακτηριστικά μιας ανθρωπογεωγραφίας με όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειές της όπως, ενδεχομένως, θα την ήθελε ζωντανή και σάρκινη ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Είναι, ωστόσο, εμφανής και μια ανεπάρκεια αισθητικών μέσων που αφενός δεν επιτρέπει μια πιο πανοραμική αποτύπωση του milieu και αφετέρου καθιστά τη μορφή της ανάγνωσης γραμμική. Και δεδομένου ότι η μέριμνα του Γκόγκολ είναι να ανατέμνει παρά να πολιτικολογεί είναι προφανές ότι απαιτούνταν μια πιο διευρυμένη παλέτα περιγραφών μέσω της χρήσης και άλλων «σημείων».
Λιτή και εσωτερικά βραδυφλεγής η ερμηνεία του Ιωσήφ Ιωσηφίδη στον ρόλο του σατανικού Τσίτσικωφ δίνει υπόσταση στο νεκρό σημείο μεταξύ λογικής και παραφροσύνης υπό τη λεοντή ενός ύπουλου φλέγματος. Εξαιρετική η παρουσία του Γιάννη Μάνθου και αξιοπρόσεκτη η συμβολή των τριών υπολοίπων ερμηνευτών, Διονύση Λάνη, Χρήστου Παπαδόπουλου και Κωνσταντίνου Πασσά σε μια παράσταση συνόλου με βαθιά αίσθηση κάθε είδους συσχετισμού της σκηνής.
Photo Credit: Χριστίνα Φυλακτοπούλου
Διαβάστε επίσης:
Νεκρές Ψυχές, του Νικολάι Γκόγκολ από την ομάδα GAFF στο θέατρο Θησείον