Ένας πεφωτισμένος στοχαστής, ένας λαϊκός άνθρωπος, ένας ταπεινός και σεμνός συγγραφέας είναι μόνο λίγοι χαρακτηρισμοί που μπορούν να αποδώσουν με κάποιον τρόπο τον πολυδιάστατο Κωστή Παπαγιώργη που μας άφησε δυστυχώς δίχως άλλα κείμενα για να διδαχτούμε από τον σπουδαίο του λόγο. Παρηγοριά μας το γεγονός πως έχουμε παρακαταθήκη τα εξαίσια δοκίμια και άλλα γραπτά του όταν θέλουμε να στοχαστούμε και να αναστοχαστούμε. Η συγγραφέας του βιβλίου Μυρένα Σερβιτζόγλου που έχει συγκεντρώσει σε αυτό το δοκίμιο κείμενά της σχετικά με τον Παπαγιώργη αναφέρει χαρακτηριστικά: “Ο Παπαγιώργης είχε πολύ μυαλό για να προσμένει Δευτέρα Παρουσία. Γνώριζε ότι η μόνη δυνατή ανάσταση ήταν μέσω της πιο δαιμονικής πράξης που παραχώρησε ο Θεός στον άνθρωπο: της συγγραφής”.

Ένας μοναδικός λόγιος της εποχής του

Φιλοσοφημένος, διαβαστερός και πολύ ήπιων τόνων γιατί το μεγαλείο της προσωπικότητάς του μιλούσε από μόνο του, ο Παπαγιώργης δεν έφυγε ποτέ από κοντά μας γιατί τα πονήματά του δεν λήγουν και δεν ξεθωριάζουν ποτέ. Ο ίδιος είναι απών αλλά είναι παρών στην ψυχή του αναγνώστη που έχοντας ανά χείρας ένα από τα πολλά του συγγράμματα βλέπει τον Παπαγιώργη να εμφανίζεται μπροστά του μέσα από τις φράσεις και τις λέξεις. “Από την μία η γλώσσα ήταν το μέσο που το συνέδεε, αδέξια και ταυτόχρονα αφοπλιστικά, με τους ανθρώπους, και από την άλλη ήταν ο αγγελιοφόρος του ανεκχώρητου”. Ο Παπαγιώργης ήταν ένας πνευματικός άνθρωπος του τόπου που είχε τον ρόλο του πραγματικού διανοούμενου αυτόν που ο Τραβέρσο χαρακτηρίζει ως αυθεντικό και όχι περιστασιακό διαβάτη της διανόησης για το θεαθήναι.

Ο Παπαγιώργης με την δυτική παιδεία και τα χρόνια στο Παρίσι μπόρεσε να κατανοήσει αυτό που η εσωτερική διανόηση πολλές φορές αδυνατεί να αντιληφθεί πως η αρχαία ελληνική γραμματεία και φιλοσοφία είναι οδηγός για τον Έλληνα του σήμερα, η γλώσσα είναι ίδια, ο τόπος είναι ο ίδιος, η κληρονομιά που φέρουμε είναι ιερή και είναι αυτή που ο Σατωβριάνδος ελληνιστί υμνεί όταν γράφει: “Ελλάς αυτό το όνομα που κανείς δεν μπορεί να προφέρει χωρίς σεβασμό και συγκίνηση”. Ο διαφωτιστής Παπαγιώργης απείχε από τα φώτα της δημοσιότητας, δεν ήταν πολύ επικοινωνιακός και όμως με τα γραπτά του γινόταν άμεσος και εμείς κοινωνοί του νου του και των διεργασιών της σκέψης του, αυτής της πολυεπίπεδης συλλογιστικής του που δεν μας άφησε ποτέ ασυγκίνητους.

Έγραψε ιστορικά δοκίμια, βιογραφικά δοκίμια, ήταν πάνω από όλα συγγραφέας και όλα τα υπόλοιπα μαζί αλλά ανήκε σε αυτήν την ευλογημένη γενιά που έζησε με λίγα και ήταν από αυτούς που δεν ζήτησε πολλά, έτσι η γνώση του δόθηκε σε όλο της το φάσμα δίχως επιφύλαξη χαρίζοντας σε εμάς πλούσιο αναγνωστικό υλικό. Ο ίδιος υπήρξε ανεξάντλητη πηγή γνώσης γιατί υπερασπιζόταν μέχρι δακρύων και πόνου την άποψη πως “Δεν γράφεις. Πρώτα διαβάζεις και διαβάζεις πολύ”. Να η πραγματική διάσταση της γνώσης που ξετυλίγεται μέσα από την ευρυμάθεια του ίδιου και τα πιστεύω του που ποτέ δεν πρόδωσε μέχρι το τέλος της ζωής του. Τα υλικά της ζωής του ήταν τα γραπτά του και υπηρέτησε την λιτότητα και την σοφία από το δικό του μετερίζι.

Η πνευματική κληρονομιά του Παπαγιώργη

“Η γλώσσα για τον Κωστή δεν είναι φλοιός, όπως τα κάστανα και τα καρύδια, που τον αφαιρείς για να γευτείς την ψίχα τους. Η ίδια η γλώσσα, γράμματα, σύνταξη, σήμανση, είναι η ψίχα και η ψυχή. Η φιλοσοφία είναι γλωσσοφιλία. Όλα τα λεξικά φιλοσοφίας”. Αν και ο ίδιος ήταν λεξικό ανοιχτό προς εξερεύνηση ποτέ δεν στάθηκε στην σοφία του και παρουσιαζόταν ως ένας σκαπανέας της γνώσης την οποία ποτέ δεν έπαψε να αναδεικνύει. Τα πολλά γεγονότα της προσωπικής του ζωής που τον πλήγωσαν όπως ο θάνατος της μητέρας του για παράδειγμα στάθηκαν τελικά για τον ίδιο σταθμός μιας και μέσα από αυτά στράφηκε προς την συγγραφή για να επουλώσει πληγές και να ξαναβρεί την χαμένη του υπόσταση. Μέσα από την συγγραφή ξαναγεννιόταν και λυτρωνόταν. “Από έφηβος ήμουν θύμα των συγκινήσεων. Μόνο μια μεγάλη συγκίνηση μπορεί να με κάνει άνω-κάτω και να με μεταμορφώσει σε γραφιά”.

Ο Παπαγιώργης υπήρξε αναμφίβολα αρχάγγελος της γραφής και δεν είναι διόλου τυχαίο που ασχολήθηκε με ιερουργούς της γραφής όπως ο Ντοστογιέφσκι και ο Παπαδιαμάντης. Η μορφή του μένει πίσω εμβληματική να μας υπενθυμίζει μέσω των γραπτών του πως είναι να υπηρετείς πραγματικά την διανόηση και να παραδίδεις γραπτά στο κοινό που διψάει να διαβάσει ξανά και ξανά. Ο ίδιος και πάλι μας αιχμαλωτίζει με τον τρόπο του: “Αν κάτι μας γοητεύει στα βιβλία είναι το άρωμα της ζωής, όχι της βιβλιοθήκης. Συνδύασα ακαδημαϊκά διαβάσματα και σκέψεις με την καθημερινή αμεσότητα. Αν βαραίνει κάτι, είναι ο τόπος, το ύφος του γραψίματος. Οι ιδέες είναι παλιές. Εγώ αυτό ζήλευα: το βιβλίο που θα ‘ναι σώψυχο πράγμα, που θα σου μιλάει”. Και δίχως άλλο τα βιβλία μας μιλάνε και μας φωνάζουν όλα αυτά που ο ίδιος ήθελε τόσο πολύ να μεταδώσει. Ευλογημένοι!

Αποσπάσματα του βιβλίου

Πώς να τους εξηγήσει ότι το να διαβάζει κανείς σε βιβλιοθήκη είναι σαν να κοιμάσαι σε ξένο σπίτι, και ότι τη βιβλιοθήκη την ήθελε δική του, και μάλιστα μεταφερμένη στην εξωτική Αθήνα;

Το πρώτο μισό της ζωής μας το περνάμε αποκτώντας συνήθειες, το δεύτερο μισό προσπαθώντας να τις αποβάλλουμε.

Διαβάστε επίσης:

Μυρένα Σερβιτζόγλου – Κωστής Παπαγιώργης