Με την Χορευτική Πανούκλα ολοκληρώνεται ο κύκλος ελληνικών έργων, νέων θεατρικών συγγραφέων στη Σκηνή Ωμέγα του ΔΘΠ μαζί με το Λάμινγκτον του Βαγγέλη Δουκουτσέλη και τους Αριστερόχειρες της Νεφέλης Μαϊστράλη.

Μετά την-βασισμένη σε αληθινή ιστορία-“Απαγωγή της Τασούλας”(Υποψηφιότητα Βραβείου “Μελίνα Μερκούρη 2020” για την Ελένη Στεργίου), ο σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Μάρκελλος, παρουσιάζει στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά-Σκηνή Ωμέγα το δεύτερο Θεατρικό του έργο με τίτλο “Χορευτική Πανούκλα/Dancing Plague”, εμπνεόμενος από ένα, επίσης, πραγματικό γεγονός που έλαβε χώρα στο μεσαιωνικό Στρασβούργο και μέχρι σήμερα παραμένει ένα από τα μεγάλα, άλυτα μυστήρια της Ιστορίας.


-Παρουσιάζετε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά το έργο σας, με τίτλο «Χορευτική Πανούκλα». Θα θέλατε να μας πείτε μερικά λόγια για την παράσταση;

Πρόκειται για μια προσωπική ανάγνωση ενός από τα πλέον ακατανόητα και άλυτα μυστήρια της Ιστορίας, ενός γεγονότος για το οποίο οι ιστορικοί και οι μελετητές δεν μπορούν ακόμη να δώσουν καμία πειστική εξήγηση. Το καλοκαίρι του 1518 σχεδόν ολόκληρη η πόλη του Στρασβούργου βρέθηκε, χωρίς ιδιαίτερο λόγο ή αφορμή, να χορεύει ανεξέλεγκτα στους δρόμους μέχρις εξαντλήσεως ή και θανάτου. Μετά από λίγες εβδομάδες το φαινόμενο υποχώρησε όσο άξαφνα είχε παρουσιαστεί. Αυτή η αοριστία μου έδωσε το περιθώριο να χρησιμοποιήσω το ιστορικό γεγονός μόνο ως αφορμή, ως πρόπλασμα μιας δραματουργίας με άξονες τη σχέση του ατόμου με την εξουσία, αλλά και τους γκροτέσκους μηχανισμούς της.

Το έργο ξεκινά με μια παραίνεση του θεατρώνη προς το κοινό να δεχθούν την ψευδαίσθηση ότι οι άνθρωποι που θα έρθουν σε λίγο στη σκηνή είναι οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της ιστορίας του 1518. Είναι ένα συγγραφικό τέχνασμα που επιτρέπει στην πλοκή να παρουσιάσει τα σώματα των Χορευτών του Στρασβούργου («Ασθενείς» στην παράσταση) ως τα πεδία εφαρμογής των κυριότερων μεθόδων τιμωρίας, καταστολής και ελέγχου από τον Μεσαίωνα ως και τα τέλη του 20ου αιώνα. Ο λόγος που αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονται ακόμη στη ζωή (στη σκηνή) είναι το γεγονός πως η κάθε εξουσία, η κάθε αυθεντία που ήρθε σε επαφή μαζί τους (εκκλησία, επιστήμη, πολιτική, νομοθεσία, δικαστική) απέτυχε κατά σειρά να βρει την κατάλληλη τιμωρία, να εφαρμόσει την αρμόζουσα ποινή, να καταφέρει την απόλυτη ετυμηγορία που θα εξηγούσε και θα κατέτασσε τα παρεκκλίνοντα αυτά άτομα και την ακατανόητη πράξη τους. Στο τέλος του έργου, η «ευθύνη» (και η εξουσία) της κρίσης των Χορευτών μεταβιβάζεται στους θεατές και τα νοήματα αφήνονται ανοιχτά και εκκρεμή.

Η φόρμα του έργου είναι πολύ συγγενής με αυτήν του Μπρεχτικού Θεάτρου, με μια, όμως, διογκωμένη αίσθηση του κωμικού (η παράσταση κινείται στα όρια κοντά στο γκροτέσκο, χωρίς όμως να τα αγγίζει ή να τα ξεπερνά), υιοθετώντας κώδικες μουσικού θεάτρου, με αρκετά τραγούδια να παρεμβάλλονται στην ροή των σκηνών, τραγούδια που εκτελούνται ζωντανά από τους ηθοποιούς και μουσικούς της παράστασης.

-Τι σας ώθησε να καταπιαστείτε με το ιστορικό γεγονός της Χορευτικής Πανούκλας;

Μία από τις πολλές πιθανές ερμηνείες που έχουν δοθεί για το φαινόμενο της Χορευτικής πανούκλας του Στρασβούργου είναι πως ο ακατανόητος και ανεξέλεγκτος χορός (τον οποίο ξεκίνησε μια γυναίκα, κάποια Frau Troffea και μεταδόθηκε ταχύτατα, σαν επιδημία σε όλο τον πληθυσμό), ήταν μια μαζική ψυχογενής αντίδραση στην καταπίεση, την ανέχεια, την κακουχία, την εκμετάλλευση του λαού από την Εκκλησία και τους ευγενείς.

Ζώντας τα τελευταία χρόνια μέσα σε ένα εξίσου ακατανόητο και σκληρό κοινωνικό σκηνικό, βιώνοντας κάτι σαν πολιορκία του σώματος (είτε από βιολογική είτε από πολιτική σκοπιά) δε θα μπορούσε αυτή η ιστορία παρά να συνθέσει στον νου μου κάποιες αναλογίες. Ένιωσα, λοιπόν την ανάγκη να μιλήσω με όρους του ιστορικού χθες για το επισφαλές σήμερα, κι ίσως για το δυστοπικό αύριο.

-Ποιες προκλήσεις θα λέγατε ότι ενέχει η μεταφορά μιας πραγματικής ιστορίας στη σκηνή;

Υπάρχουν πολλοί τρόποι να αφηγηθεί κανείς μια ιστορία, κι ακόμη περισσότεροι αν πρόκειται για ένα πραγματικό ιστορικό γεγονός. Μπορώ να καταθέσω εδώ μόνο την προσωπική μου άποψη, τη καλλιτεχνική μου ανάγκη ή την αισθητική μου τάση, ίσως: Μου αρέσει όταν βλέπω στη σκηνή -ή όταν εργάζομαι πάνω σε- ένα υπαρκτό συμβάν, τα ίδια τα ιστορικά γεγονότα να λειτουργούν ως οι αφορμές, οι ενδείκτες, τα αφετηριακά σημεία μιας δραματουργίας που δεν θα περιορίζεται στην αναπαράσταση, αλλά θα προεκτείνεται σε πεδία όπου συντίθενται έννοιες και ιδέες ευρύτερου κοινωνικού, πολιτικού -και οντολογικού ακόμη- ενδιαφέροντος.

-Είναι το τελικό αποτέλεσμα της παράστασης αυτό που είχατε φανταστεί κατά τη διάρκεια της συγγραφής;

Καθώς κρατάω ταυτόχρονα τον ρόλο του συγγραφέα και του σκηνοθέτη του έργου, γεγονός είναι πως γράφω για να αναδυθούν, ταυτόχρονα, μια φόρμα κι ένα περιεχόμενο έχοντας πολύ κατά νου την σκηνική πράξη, ενώ την ίδια στιγμή οι ανάγκες της σκηνικής έκφρασης, όπως ξεπηδούν μέσα από τις λέξεις, τις σχέσεις και την ηχοποιητική του κειμένου, ανακατευθύνουν και καθορίζουν την γραφή. Πρόκειται για μια κανονική σχέση συγκοινωνούντων δοχείων. Όμως η γραφή δε μπορεί από μόνη της να δομήσει ένα παραστασιακό αποτέλεσμα. Ούτε μια επιλογή φόρμας, όσο καίρια κι αν μοιάζει, έχει τη δύναμη μόνη της να αναδείξει τους κόμβους της δραματουργίας, πόσο μάλλον να προσφέρει αισθητική απόλαυση.

Για να δέσουν όλα τα παραπάνω αρμονικά χρειάζεται η φωνή και το σώμα του ηθοποιού, το όχημα μετάγγισης όλων των προθέσεων στο κοινό. Σε ένα τόσο σύνθετο και απαιτητικό εγχείρημα όπως το δικό μας, όπου ο Λόγος, η Μουσική και ο Χορός συνομιλούν, όπου η σάτιρα και η φιλοσοφία συνυπάρχουν, όπου το γκροτέσκο και το βαθυστόχαστο ταυτίζονται, δεν αρκεί μόνο το ταλέντο ή η ικανότητα του ηθοποιού. Χρειάζεται η πίστη, η δέσμευση σε μια επίπονη, αλλά αποκαλυπτική και διασκεδαστική βόλτα στα ακρότατα όρια της πνευματικής και σωματικής εγρήγορσης. Νιώθω τυχερός και ευγνώμων που η ομάδα αποτελείται από καλλιτέχνες που θαυμάζω, ακριβώς επειδή διαθέτουν όλα τα παραπάνω, επαυξημένα με μια ιώβεια υπομονή, μια αυταπάρνηση και μια δοτικότητα που με συγκινούν, αφού όλα αυτά δεν είναι καθόλου αυτονόητα στις μέρες μας. Νιώθω υπερήφανος για το αποτέλεσμα, γιατί εν τέλει είναι προϊόν ευτυχούς συνεύρεσης υπερταλαντούχων και καλής πάστας ανθρώπων. Αναφέρομαι και στους ερμηνευτές Ελένη Στεργίου, Χρήστο Παπαδόπουλο, Γιάννη Μαστρογιάννη, Ilya Algaer, Σταύρο Ζαφείρη, Μυρτώ Παπά, αλλά και στους πολύτιμους συνεργάτες Λευτέρη Βενιάδη (Μουσική), Ηρώ Κόντη (Χορογραφίες), Νίκη Ψυχογιού (Σκηνικά-Κοστούμια), Σάκη Μπιρμπίλη (Φωτισμοί), Βίβιαν Καραββαρίτη (Βοηθό Σκηνοθέτη).

-Ποιους προβληματισμούς θα λέγατε ότι φέρνει στο προσκήνιο το έργο σας;

Θεωρώ πολύ σοβαρή την διαπίστωση ότι ο έλεγχος και η καταστολή, πλέον, δεν έρχεται μόνο έξωθεν. Αλλά έχει εγκαθιδρυθεί μέσα στο ίδιο το κοινωνικό άτομο, το οποίο χάνει σιγά σιγά τις ελευθερίες και τα δικαιώματά του, ενώ οχυρώνεται πίσω από τα «κέρδη» μιας εξαργυρωμένης ασφάλειας, η οποία αν και θα έπρεπε να προσφέρεται από την εξουσία ως δικαίωμα του πολίτη, τώρα πια «πωλείται» ως αγαθό στην αγορά της Πολιτικής. Και μάλιστα με όρους δημοπρασίας, όροι οι οποίοι χρωματίζονται από επίπλαστα και ψευδἠ διλήμματα: Πώς να διαλέξεις ανάμεσα στην ταυτότητα του υγιή και σε αυτήν του αποσυνάγωγου; Ή ανάμεσα στην Ειρήνη και στην δροσιά του κλιματιστικού το καλοκαίρι, όπως ακούστηκε πρόσφατα από ισχυρό άνδρα της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής;

-Η «Χορευτική Πανούκλα» -όπως και το έργο σας με τίτλο «Η Απαγωγή της Τασούλας»- αφορμάται από μια αληθινή ιστορία. Υπάρχει κάτι που σας γοητεύει στα πραγματικά γεγονότα περισσότερο σε σχέση με τη μυθοπλασία;

Ως σκηνοθέτη με γοητεύουν και οι κλασικές δραματουργίες και τα σύγχρονα έργα. Ως συγγραφέα, αν και ίσως είναι ακόμη νωρίς για τέτοιες διαπιστώσεις, θα μπορούσα να πω ότι ορισμένα πραγματικά γεγονότα με ισχυρό απόηχο (κοινωνικό ή πολιτικό), γεγονότα των οποίων οι προεκτάσεις με οδηγούν να βρω αναλογίες με την τρέχουσα πραγματικότητα όπως την βιώνω και την αντιλαμβάνομαι, σίγουρα αποτελούν για μένα ισχυρά κίνητρα δημιουργίας, με την διάσταση που εγώ την αντιλαμβάνομαι.

Η τάση μου είναι να μην επαναλαμβάνομαι από δουλειά σε δουλειά είτε όσον αφορά το περιεχόμενο (τα θέματα των έργων) είτε όσον αφορά την αισθητική κατεύθυνση (την σκηνική γλώσσα που κάθε φορά υιοθετώ). Μου αρέσει να εξερευνώ άγνωστες περιοχές, να εφευρίσκω νέα εργαλεία αφήγησης που θα τα ονομάζω κάθε φορά «μοναδικά» επειδή θεωρώ ότι ταιριάζουν αποκλειστικά στο τάδε ή το δείνα έργο. Δύο συστατικά, λοιπόν, νομίζω ότι είναι σημαντικά για την υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου: μια ομάδα καλλιτεχνών που δεν φοβούνται το ρίσκο και το άγνωστο, όπως συνέβη και στην περίπτωσή μας, καθώς και η κοινή μας διάθεση για την προσέγγιση, την αποδιάρθρωση και την ανασύσταση μιας (οποιασδήποτε) πραγματικότητας που διεκδικεί το παράσημο της Αλήθειας. Έστω και μέσα από το προφίλ του «ιστορικού γεγονότος».

-Κλείνοντας, θα λέγατε πως υπάρχει κάποιο διαχρονικό μήνυμα που θα μπορούσαμε να αντλήσουμε από το έργο;

Αν η διάσταση της «Εξουσίας» και των γκροτέσκων μηχανισμών της μέσα στο έργο, υποστηρίζεται θεωρητικά από τις ιδέες του Φουκό για την Επιτήρηση και την Τιμωρία, ο δεύτερος πυλώνας της δραματουργίας, δηλαδή το θέμα της «Ευθύνης» του πολιτικού και κοινωνικού όντος, αντλεί τις αναφορές του και αναπλάθει κάποιες από τις αξίες των Υπαρξιστών. Το έργο τελειώνει με μια φράση του Σαρτρ: «Τα πράγματα (στο μέλλον) θα είναι έτσι όπως άνθρωπος θα αποφασίσει ότι θα είναι». Αυτή η φράση μοιάζει να χτυπάει σήμερα περισσότερο από ποτέ το καμπανάκι της συνείδησης και του ανθρωπισμού μας, να ξύνει ενοχλητικά το κουκούλι των ιδεολογιών μας. Και μιας και μιλήσαμε για εξουσίες, μήπως δεν είναι μια κάποιου είδους εξουσία αυτό που μας παραχωρεί ο φιλόσοφος με την παραπάνω φράση του; Η εξουσία της Εκλογής. Αυτό που τελικά τρομάζει περισσότερο είναι η δύναμη όταν βρίσκεται στα χέρια μας και δεν γνωρίζουμε πώς να την χειριστούμε. Προς όφελος ποιου. Του ανθρώπου, άραγε ή, απλώς, του εαυτού;

Διαβάστε επίσης:

Χορευτική Πανούκλα, του Κωνσταντίνου Μάρκελλου στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά